Εν μέσω αντιπαραθέσεων με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ σε σοβαρά ζητήματα, όπως η ενεργειακή κρίση και η μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων, αλλά και έχοντας αποτύχει να δει εγκαίρως προσαρμογές στις οποίες η ίδια έπρεπε να προβεί, καλείται να δει τι πήγε λάθος. «Η ατμομηχανή έσπασε» σχολιάζουν οι ειδικοί. Και αν δεν επιδιορθωθεί άμεσα, ο πόνος δεν θα περιοριστεί στα γερμανικά σύνορα, θα διαχυθεί γρήγορα σε όλη την Ευρώπη.

«Δεκαετίες εσφαλμένης ενεργειακής πολιτικής και η αργή μετάβαση στις νέες τεχνολογίες συγκλίνουν για να αποτελέσουν την πιο θεμελιώδη απειλή για την ευημερία του έθνους από την επανένωση. Αλλά σε αντίθεση με το 1990, η πολιτική τάξη δεν έχει την ηγεσία να αντιμετωπίσει δομικά ζητήματα που ροκανίζουν την καρδιά της ανταγωνιστικότητας της χώρας» σχολιάζει καυστικά το Bloomberg.

«Ήμασταν αφελείς»

«Ήμασταν αφελείς ως κοινωνία γιατί όλα φαίνονταν καλά», δήλωσε στο ειδησεογραφικό δίκτυο ο Διευθύνων Σύμβουλος της BASF SE, Μάρτιν Μπρούντερμιλερ. «Τα προβλήματα που έχουμε στη Γερμανία συσσωρεύονται. Έχουμε μια περίοδο αλλαγής μπροστά μας. Το αντιλαμβάνονται άραγε όλοι αυτό; Δεν ξέρω…».

Ακούγεται ίσως υπερβολικό να λέμε για την κραταιά δύναμη της Ευρώπης ότι δεν έχει αντιληφθεί πού πηγαίνουν τα πράγματα, αλλά οι απογοητευτικές επιδόσεις της στη νέα αυτή κρίση – όταν μάλιστα έρχονται σε σύγκριση με τις πολύ πιο ανθηρές εκείνες των άλλοτε κακών μαθητών και ασώτων υιών του Νότου- μαρτυρούν ότι πράγματι πολλά πήγαν στραβά. Το Βερολίνο έχει σε κάθε περίπτωση αποδείξει μία ικανότητα υπέρβασης κρίσεων στο παρελθόν. Έχει αυτή χαθεί;

Όταν η Κίνα φτερνίζεται, η Γερμανία κρυώνει

Η οικονομική και κοινωνική ευημερία της Γερμανίας στηρίζεται εν πολλοίς στον ισχυρό μεταποιητικό τομέα, που προσφέρει καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Ωστόσο η γερμανική μεταποίηση ανέπτυξη τα τελευταία χρόνια υπέρμετρη εξάρτηση από το εξωτερικό (και πρωτίστως από την Κίνα) τόσο για την προμήθεια πρώτων υλών όσο και για τα επίπεδα των παραγγελιών της. Τώρα, «όταν η Κίνα φτερνίζεται, η Γερμανία κρυώνει», για να παραφράσουμε το γνωστό ρητό.

Όταν ξέσπασε η μεγάλη ενεργειακή κρίση – και άρχισε η δριμεία κριτική για την υπερβολική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο – ο κυβερνητικός συνασπισμός βρέθηκε σε πανικό. Αρνήθηκε να «παίξει» ευρωπαϊκά, έριξε άφθονο χρήμα σε μορφή επιδοτήσεων και ζήτησε θυσίες από τα άλλα κράτη – μέλη, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρόκειται να μοιραστεί «ρίσκο και χρέη». Η στρατηγική αποδείχθηκε κοντόφθαλμη. Η γερμανική οικονομία πέρασε τη μεγάλη φουρτούνα, αλλά οι αδυναμίες της δεν αντιμετωπίστηκαν. Και όταν οι τιμές φυσικού αερίου άρχισαν να υποχωρούν δραστικά και η απειλή της ενεργειακής κρίσης δεν ήταν τόσο ορατή, ήρθε ο εφησυχασμός. Στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού όχι μόνο δεν υπήρξε διάθεση για ουσιαστικές αλλαγές στο αναπτυξιακό μοντέλο, αλλά αρχισαν οι εσωτερικές δαιμάχες για τα πάντα, από τα πιο σημαντικά έως τα ασήμαντα, από το ύψος των δαπανών και το χρέος έως τις αντλίες θερμότητας και τα όρια ταχύτητας.

Το αφήγημα Σολτς

Και κάπως έτσι φτάσαμε στα στοιχεία που δείχνουν ότι η γερμανική οικονομία στην πραγματικότητα είναι σε φάση συρρίκνωσης από τον περασμένο Οκτώβριο, έχοντας πετύχει να επεκταθεί ελαφρά μόνο δύο φορές τα τελευταία πέντε τρίμηνα. Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν μάλιστα ότι οι γερμανικοί ρυθμοί ανάπτυξης θα συνεχίσουν να υστερούν σε σχέση με την υπόλοιπη περιοχή για τα επόμενα χρόνια και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καταττάσσει στη Γερμανία στις χώρες του G7 με τις χειρότερες προοπτικές για την εφετινή χρονιά.

Όσο για τον Γερμανό καγκελάριο, Όλαφ Σολτς, επιμένει στο δικό του αφήγημα: «Οι προοπτικές για τη γερμανική οικονομία είναι πολύ καλές», είπε σε δημοσιογράφους στο Βερολίνο μετά τα τελευταία οικονομικά στοιχεία. Ξεκλειδώνοντας τις δυνάμεις της αγοράς και μειώνοντας τη γραφειοκρατία, «λύνουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε» σημείωσε. Το ερώτημα είναι, ποιον πείθει.

Νατάσα Στασινού  [email protected]