Σε αναδιαμόρφωση βρίσκεται αυτή τη στιγμή το παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό, που θα βρίσκεται σε ύφεση το επόμενο έτος, όμως σε πιο «light έκδοση, που θα τραβήξει σε μάκρος», ειδικά για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Βασικό χαρακτηριστικό τα υψηλά επιτόκια και ο πληθωρισμός διαρκείας, καθώς όταν παρέλθει ο αντίκτυπος της ενεργειακής και της πανδημικής κρίσης θα συνεχίσει να τροφοδοτείται από τις μισθολογικές αυξήσεις, που μόλις τώρα αρχίζουν στην Ευρώπη.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, δήλωσε ότι οι μισθοί στην Ευρωζώνη θα χρειαστούν χρόνια για να προσαρμοστούν στο μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, που σημαίνει ότι θα ασκούν πιέσεις στον πληθωρισμό για πολύ μεγάλο διάστημα ακόμη και αφού ξεπεραστεί ο αντίκτυπος του υψηλού ενεργειακού κόστους και των προβλημάτων στην αλυσίδα προσφοράς.
«Το γεγονός ότι οι αυξήσεις των μισθών μόλις τώρα αρχίζουν, σημαίνει ότι η προσαρμογή των ονομαστικών μισθών στη σωρευτική αύξηση του κόστους διαβίωσης θα διαδραματίσει καίριο ρόλο τα επόμενα χρόνια», ανέφερε ο επικεφαλής οικονομολόγος, με την ΕΚΤ να «προσυπογράφει» ουσιαστικά την έναρξη της περιόδου μισθολογικών αυξήσεων. «Όλο αυτό σημαίνει ότι ακόμη και όταν περάσει ο αντίκτυπος της ενέργειας και της πανδημίας στον πληθωρισμό, οι αυξήσεις των μισθών θα είναι ο κατεξοχήν παράγοντας που θα κατευθύνει τις τιμές καταναλωτή τα επόμενα έτη».
Η αύξηση των μισθών βρέθηκε τον τελευταίο καιρό στο επίκεντρο των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής λόγω ανησυχιών ότι οι εταιρείες θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις για να αντισταθμίσουν τον αυξανόμενο πληθωρισμό, πυροδοτώντας ένα σπιράλ αυξήσεων μισθών-τιμών που θα μπορούσε να αναγκάσει την ΕΚΤ να διατηρήσει υψηλά τα επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, ο Λέιν διευκρίνισε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι η νέα τάση θα συνεχιστεί εσαεί και γι’ αυτό δεν πρέπει να παρερμηνευθεί για να σηματοδοτήσει μια πιο μόνιμη αλλαγή στη δυναμική των μισθών.
Παρά την προοπτική ενός παρατεταμένου πληθωριστικού σπιράλ και υψηλών επιτοκίων, η οικονομία της Ευρωζώνης παρουσιάζει αντοχές, οι οποίες αποτυπώνονται στα στοιχεία της Γερμανίας για το ΑΕΠ τρίτου τριμήνου που σημείωσαν άνοδο 0,4% και 1,3% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία της χώρας.
Αναλυτές είχαν προβλέψει ανάπτυξη 0,3% και 1,2% αντίστοιχα.
Tαξίδια και ψυχαγωγία
Ο βασικός λόγος της αύξησης ήταν οι δαπάνες των νοικοκυριών, καθώς οι καταναλωτές έσπευσαν να κάνουν ταξίδια και να βγουν έξω για ψυχαγωγία μετά τους περιορισμούς της πανδημίας.
Ωστόσο, οικονομολόγοι εφιστούν την προσοχή ότι τα καλύτερα του αναμενομένου στοιχεία για τη Γερμανία δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να θεωρηθούν ότι σηματοδοτούν το τέλος των επιτοκιακών αυξήσεων, παρότι υπάρχει τώρα η πιθανότητα και το ΑΕΠ του τέταρτου τριμήνου να είναι θετικό.
Η ίδια η γερμανική κυβέρνηση έχει προβλέψει ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί 1,4% φέτος, αλλά θα συρρικνωθεί 0,4% το επόμενο έτος.