Περισσότερα από 1 εκατομμύριο παιδιά στο Ηνωμένο Βασίλειο ζούσαν πέρυσι σε συνθήκες ένδειας, δηλαδή οι οικογένειές τους δεν είχαν τα μέσα να τα ταΐζουν, να τα ντύνουν, να τα καθαρίζουν ή να τα ζεσταίνουν επαρκώς.
Αυτό προκύπτει από τη νεότερη μεγάλη έρευνα του Ιδρύματος Joseph Rowntree που μελετά τις συνθήκες φτώχειας στο Ηνωμένο Βασίλειο ανά τακτά διαστήματα.
Η έκθεση του ιδρύματος κάνει λόγο για «εκρηκτική εκτόξευση της ακραίας φτώχειας» στη χώρα, με τις σοβαρές υλικές στερήσεις «να μην είναι πλέον σπάνιο φαινόμενο».
Από το 2017 μέχρι το 2022 τα επίπεδα ένδειας στην Ηνωμένο Βασίλειο έχουν υπερδιπλασιαστεί, συγκεκριμένα οι αριθμοί έχουν αυξηθεί κατά 148%, ως αποτέλεσμα των περικοπών στα επιδόματα πρόνοιας και των πιέσεων της κρίσης ακρίβειας, με πολύ περισσότερα νοικοκυριά να εξαρτώνται πλέον από δωρεές και συσσίτια οργανώσεων αρωγής.
Ιδιαίτερη είναι η ανησυχία για τις συνθήκες ένδειας στις οποίες ζουν πολλά παιδιά, με οργανώσεις κατά της φτώχειας, δασκάλους και εθελοντές αρωγής πρώτης γραμμής να καταθέτουν όλο και συχνότερες εμπειρίες παιδιών με κακή υγεία, υποσιτισμό, ψυχικές ασθένειες, κοινωνική απομόνωση, απουσίες από το σχολείο και κακή συμπεριφορά έναντι συμμαθητών και δασκάλων.
Συνολικά υπολογίζεται ότι 1,8 εκατομμύρια βρετανικά νοικοκυριά που περιλαμβάνουν συνολικά 3,8 εκατομμύρια πολίτες, εκ των οποίων τουλάχιστον 1 εκατομμύριο είναι παιδιά, ζούσαν υπό συνθήκες ένδειας κάποια στιγμή εντός του 2022, σύμφωνα με την έκθεση.
Τα μισά από αυτά τα νοικοκυριά προσπάθησαν να επιβιώσουν με λιγότερες από 85 λίρες την εβδομάδα, εξαιρώντας το ενοίκιο, με ένα στα τέσσερα εξ αυτών να έχουν μηδενικό εισόδημα.
Ο διευθύνων σύμβουλος του Ιδρύματος Joseph Rowntree Πολ Κίσακ άσκησε κριτική στην κυβέρνηση για αυτή την άνοδο της φτώχειας. «Η κυβέρνηση δεν είναι ανήμπορη να δράσει. Επιλέγει να μην δράσει», σχολίασε παρουσιάζοντας την έκθεση. «Η αντιστροφή του κύματος της ένδειας είναι επιτακτική ηθική αποστολή που έχει να κάνει με τη βασική ανθρωπιά μας ως χώρα και χρειαζόμαστε πολιτική ηγεσία για αυτή την αποστολή», συμπλήρωσε.
Από την έρευνα του ιδρύματος προκύπτει ότι τα ποσοστά ένδειας είναι δυσανάλογα υψηλά για τους πολίτες με αναπηρία και με χρόνιες παθήσεις, για τις μονογονεϊκές οικογένειες, καθώς και για τις κοινότητες των μαύρων Βρετανών, με καταγωγή από την Καραϊβική και την Αφρική.