Πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εξέχουσα προσωπικότητα της γαλλικής αριστεράς, ο αποβιώσας Ζακ Ντελόρ, υπήρξε εκ των αρχιτεκτόνων της Ενωμένης Ευρώπης.
Στις Βρυξέλλες, όπου παρέμεινε επικεφαλής της Κομισιόν από το 1985 έως το 1995, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλος στη διαμόρφωση του οράματος της σύγχρονης Ευρώπης: εγκαθίδρυσε την ενιαία αγορά,υπέγραψε τις συμφωνίες Σένγκεν, την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, εγκαινίασε το πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus, μεταρρύθμισε την Κοινή Αγροτική Πολιτική και έθεσε σε κίνηση την Οικονομική και Νομισματική Ένωση που οδήγησε στη δημιουργία του ευρώ.
Σύγκρουση με την Θάτσερ
Το πάθος για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν που θα τον έθετε σε πορεία σύγκρουσης με τη Θάτσερ, η οποία έβλεπε στον Ντελόρ όλους τους κινδύνους ενός γαλλοκρατούμενου ευρωπαϊκού υπερκράτους.
Η σφοδρή εχθρότητά τους κορυφώθηκε το 1988, αφού ο Ντελόρ εκφώνησε μια φιλοευρωπαϊκή ομιλία στο Βρετανικό Συνέδριο των Συνδικάτων, εχθρό του θατσερισμού, προκαλώντας την αυστηρή αντεπίθεση της Θάτσερ σε ομιλία της στη Μπριζ εβδομάδες αργότερα.
Τα αίματα άναψαν ξανά το 1990, όταν η κυβέρνηση Θάτσερ βρισκόταν στα τελευταία της και η Βρετανία απομονωνόταν στην Ευρώπη.
Η θεαματική παραίτηση
Στα τέλη του 1994, η θεαματική παραίτησή του από την προεδρική υποψηφιότητα, η οποία ανακοινώθηκε μετά από έξι μήνες αγωνίας ζωντανά στην τηλεόραση μπροστά σε 13 εκατομμύρια τηλεθεατές στην εκπομπή “7 sur 7” της Anne Sinclair, κατέπληξε τους Γάλλους.
«Θα γίνω 70 ετών, εργάζομαι ακούραστα εδώ και 50 χρόνια και είναι πιο λογικό, υπό αυτές τις συνθήκες, να οραματίζομαι έναν τρόπο ζωής πιο ισορροπημένο, μεταξύ περισυλλογής και δράσης», είχε δηλώσει, μπροστά στην κάμερα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, ο Ντελόρ συνέχισε να αγωνίζεται για το ευρωπαϊκό όραμα ως απλός ακτιβιστής.
Με τις δεξαμενές σκέψης του, το “Club Témoin” και το “Notre Europe”(το οποίο αργότερα έγινε το “Institut Jacques-Delors”, με γραφεία στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο), υποστήριζε μέχρι τέλους έναν πιο ισχυρό ευρωπαϊκό φεντεραλισμό, ζητώντας μεγαλύτερη «τόλμη» απέναντι στο Brexit αλλά και στις επιθέσεις των «λαϊκιστών όλων των αποχρώσεων».
Τον Μάρτιο του 2020, κάλεσε τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ να επιδείξουν μεγαλύτερη αλληλεγγύη καθώς διαφωνούσαν για μια ενιαία αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19.
Ταπεινή προέλευση
Γεννημένος στο Παρίσι στις 20 Ιουλίου 1925 σε μια καθολική οικογένεια, ο Ντελόρ πέρασε από την πατρωνία της ενορίας στην Jeunesse Ouvrière Chrétienne (JOC), της διεθνούς οργάνωσης Νέων Χριστιανών Εργατών στην οποία παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Εργάστηκε στην Banque de France μέχρι το 1962. Μπήκε στην πολιτική ως μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1974 ισορροπώντας προσεκτικά την πολιτική του με τη θρησκευτική του πίστη και την πίστη του στην οικονομία της αγοράς. Διορίστηκε υπουργός Οικονομικών από τον Πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν το 1981.
Ως επικεφαλής των δημόσιων οικονομικών, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες των μέτρων λιτότητας που εισήχθησαν το 1982, αποτρέποντας τη Γαλλία να βυθιστεί στον πληθωρισμό.
Το 1948, παντρεύτηκε τη Marie Lephaille, συνάδελφο που συμμεριζόταν τις συνδικαλιστικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις, η οποία πέθανε το 2020. Απέκτησαν δύο παιδιά: την Martine Aubry, που γεννήθηκε το 1950, και τον Jean-Paul, που γεννήθηκε το 1953, και πέθανε από λευχαιμία το 1982.
Το 2021, δήλωσε στη Le Point ότι “δεν μετανιώνει” για την καριέρα του, αν και ήταν σαφές ότι δεν είχε πάντα δίκιο.
Τα πακέτα Ντελόρ
«Στο όνομά του» η Ελληνική οικονομία χρηματοδοτήθηκε με περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο λόγος για το οικονομικό πρόγραμμα – προάγγελο των ΕΣΠΑ – που θα αντιστάθμιζε μέχρι το 2013 τις αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία από την είσοδo στην Κοινή Αγορά, με το τυπικό όνομα Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
Το πρώτο μεγάλο πακέτο θα μείνει στην ιστορία ως «Πακέτο Ντελόρ» από το όνομα του Γάλλου σοσιαλιστική προέδρου της Κομισιόν, ενώ θα ακολουθήσουν κι άλλα.
Ο τρόπος χρησιμοποίησης των κονδυλίων, υπέστη σκληρή κριτική. Πολλοί έκαναν λόγο για «τεχνητή» απορρόφηση των κονδυλίων, που μπορούσαν να συντηρούν επιχειρήσεις και δραστηριότητες αλλά δεν οδηγούσαν σε μια συνολικότερη διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης.