Η ΕΕ «έμαθε με τον δύσκολο τρόπο» από την κρίση στο Αφγανιστάν ότι χρειάζεται να αναπτύξει τις δικές της αμυντικές ικανότητες και να καλλιεργήσει τα «χαρακτηριστικά της σκληρής δύναμης», δήλωσε στους FT ο Ευρωπαίος επίτροπος για θέματα αμυντικής βιομηχανίας.
Εξηγώντας τι εννοεί ο Τιερί Μπρετόν σημείωσε ότι η κοινή άμυνα «δεν είναι πλέον προαιρετική» και ότι η ΕΕ πρέπει να καταστεί ικανή να εκτελέσει στρατιωτικές αποστολές σε «πλήρη αυτονομία» στα σύνορά της και οπουδήποτε αλλού.
Η έξοδος των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν έχει ανανεώσει την ανησυχία της Ευρώπης για το κατά πόσο μπορεί να βασίζεται στην Ουάσινγκτον. Έχει τροφοδοτήσει επίσης τη συζήτηση για το πώς η ΕΕ θα μπορούσε να καθιερωθεί ως δύναμη εξωτερικής πολιτικής, συνδυάζοντας το οικονομικό της κύρος με το διπλωματικό και δυνητικά στρατιωτικό της βάρος.
Η ΕΕ έχει μακρύ ιστορικό λανθασμένων εκκινήσεων στα σχέδια για την κοινή άμυνα και αρκετοί διπλωμάτες και αναλυτές αναρωτιούνται αν αυτή η χρονική στιγμή θα έχει διαφορετική τροπή.
Η αμυντική πολιτικής της ΕΕ και ο ρόλος τους ΝΑΤΟ
Ο Μπεν Χότζες, πρώην αρχηγός του αμερικανικού στρατού στην Ευρώπη, δήλωσε στους FT ότι η ΕΕ δεν πρέπει να δημιουργήσει παράλληλες δομές με το ΝΑΤΟ που τελικά θα εξαντλούν πόρους και προσωπικό χωρίς να προσθέτουν στην ασφάλεια της Ευρώπης.
Οι τελευταίες συζητήσεις στις Βρυξέλλες επικεντρώνονται σε μια αμφισβητούμενη δύναμη ταχείας αντίδρασης για να παρεμβαίνει στις διεθνείς κρίσεις. Παρόλα αυτά, η ΕΕ απέτυχε να εκμεταλλευτεί τις προηγούμενες προσπάθειες για να συγκεντρώσει αμυντικούς πόρους.
Το 1999, η ΕΕ συμφώνησε σε μια κοινή αμυντική πολιτική που περιελάμβανε την ανάπτυξη της ικανότητας των κρατών μελών να αναλάβουν από κοινού μια αποστολή 50.000-60.000 στρατιωτών στο εξωτερικό εντός 60 ημερών και το 2007 καθιέρωσε ένα σύστημα με δύο εθνικές ομάδες μάχης με 1.500 στρατιώτες η κάθε μία σε κατάσταση αναμονής για αποστολή σε hotspots σε όλο τον κόσμο. Αυτές οι ομάδες δεν έχουν ποτέ αναπτυχθεί.
Ο Μπρετόν επέμεινε ότι η ΕΕ δεν μιλά για αντικατάσταση του ΝΑΤΟ αλλά μάλλον για τη συμπλήρωσή του σε περιοχές όπου η συμμαχία είναι λιγότερο ενεργή, προσθέτοντας ότι η απόφαση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν ήταν «αρκετά δύσκολη» για ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη που δεν είχαν διαβουλευθεί.
«Καταλαβαίνουμε ότι οι σύμμαχοί μας θα είναι πολύ πιο επικεντρωμένοι στην Κίνα, ίσως γενικότερα στην Ασία», δήλωσε ο Μπρετόν. «Μάθαμε με τον δύσκολο τρόπο, συμπεριλαμβανομένου αυτού που συνέβη στο Αφγανιστάν, ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει να ενισχύσουμε την παγκόσμια αλληλεγγύη στην άμυνα», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Εμανουέλ Μακρόν και η «στρατηγική αυτονομία»
Αυτά τα επιχειρήματα φαίνεται να έχουν κερδίσει την προσοχή πολλών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας όπου ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν υποστηρίζει εδώ και καιρό ότι χρειάζεται μια επανεξέταση των στρατηγικών και των μεθόδων του ΝΑΤΟ.
Ο Μακρόν συναντήθηκε την Τρίτη με τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε στο Παλάτι των Ηλυσίων, μετά την οποία οι δύο χώρες τόνισαν την ανάγκη της ΕΕ να αναπτύξει «στρατηγική αυτονομία» σε οικονομικά και στρατιωτικά μέτωπα και παράλληλα να συνεχίσει τη στενή συνεργασία με το ΝΑΤΟ.
Οι δύο χώρες «αναγνωρίζουν ότι η Ευρώπη πρέπει να αποδειχθεί ανθεκτική και ικανή να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλεια και την άμυνά της, διαθέτοντας τους απαραίτητους πόρους για αυτόν τον σκοπό», αναφέρεται στην κοινή τους δήλωση.
Σε επίπεδο ΕΕ, τα κράτη μέλη έχουν υποβάλει προτάσεις για μονάδα 5.000 ατόμων που θα μπορούσε να υποστηριχθεί από πλοία και αεροσκάφη. Ο Ζοζέπ Μπορέλ, ο οποίος ως ανώτερος εκπρόσωπος εποπτεύει την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, αντιμετωπίζει ωστόσο σκεπτικισμούς.
«Δείτε τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων για να ασφαλίσουν το αεροδρόμιο της Καμπούλ: περίπου 5.000. Κοιτάξτε τον αριθμό των στρατευμάτων που έχουν οι Γάλλοι στην επιχείρηση Μπαρκάν [στο Σαχέλ]: 5.000-6.000 άτομα. Αυτός είναι ένας αριθμός που μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις », επέμεινε ανώτερος αξιωματούχος της Κομισιόν.
Οι υπουργοί της ΕΕ αναμένεται να συζητήσουν το θέμα κατά τη διάρκεια ανεπίσημων συνομιλιών στη Σλοβενία αυτή την εβδομάδα, καθώς και σε μια συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων τον Οκτώβριο πριν από την προθεσμία που έχει τεθεί για την ΕΕ για να καταλήξει στην αμυντική της στρατηγική έως τον Μάρτιο του 2022.
Ο αξιωματούχος της Κομισιόν είπε ότι η πρωτοβουλία αφορούσε τη διασφάλιση της συμμετοχής της ΕΕ σε αναδυόμενους τομείς ασφαλείας που δεν καλύπτονται πάντα από τη συμμετοχή των κρατών μελών στο ΝΑΤΟ. «Πρόκειται για την απόκτηση πρόσβασης σε παγκόσμια κοινά – στον κυβερνοχώρο, στο διάστημα και στη θάλασσα… εδώ θέλουμε πραγματικά η ΕΕ να παίξει μεγαλύτερο ρόλο », είπε ο αξιωματούχος.
Οι σημαντικοί παράγοντες
Οι ευρωπαϊκές χώρες ανησυχούν επίσης ότι η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να δημιουργήσει σύγκρουση συμφερόντων για τα κράτη της ΕΕ όταν προσπαθούν να βασιστούν στη συμμαχία για την αντιμετώπιση πιθανών απειλών στη Μέση Ανατολή.
Ο Χότζες, ο οποίος βρίσκεται τώρα στο think-tank του Κέντρου Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής, δήλωσε ότι τάσσεται υπέρ της ανάπτυξης των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης, αλλά προειδοποίησε ότι η ΕΕ «θα βάλει το κάρο μπροστά από το άλογο εάν μιλά για την οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού στρατού».
Τα μέλη της ΕΕ όπως η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής θα παραμείνουν επιφυλακτικά σε κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσε να εγείρει αμφιβολίες για το ρόλο της Ουάσινγκτον ή του ΝΑΤΟ στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Η Κρίστι Ράικ, διευθύντρια του Εσθονικού Ινστιτούτου Εξωτερικής Πολιτικής επιβεβαιώνει. «Από το Ταλίν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να παραμείνει το κύριο πλαίσιο για την ενίσχυση της συλλογικής άμυνας στην Ευρώπη. Αυτό δεν αλλάζει από την αποτυχία των ΗΠΑ – και του ΝΑΤΟ συλλογικά – στο Αφγανιστάν», δήλωσε στους FT.
Και το ίδιο το ΝΑΤΟ κινείται στο ίδιο μήκος κύματος. Ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ δήλωσε στους FT ότι ο «υπερατλαντικός δεσμός» παραμένει κρίσιμος για μια αξιόπιστη άμυνα της Ευρώπης.
Όπως τονίζουν οι FT, o ρόλος του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί επίσης βασικό παράγοντα ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την ΕΕ, όπως φαίνεται από την πρόσφατα καθιερωμένη δύναμη μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου-Γαλλίας 10.000 μονάδων.
Από την πλευρά της η Κλαούντια Μέιτζορ, αναλύτρια στο Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών και Ασφαλείας, διερωτήθηκε εάν η αποχώρηση από το Αφγανιστάν θα αποτελούσε μια πραγματική καμπή στη συζήτηση σχετικά με το αν τα επιμέρους κράτη μέλη της ΕΕ έπαιρναν αρκετά σοβαρά τις αμυντικές τους ικανότητες.
Οι επικείμενες γερμανικές και γαλλικές εκλογές σημαίνουν ότι οι δύο μεγαλύτερες περιφερειακές δυνάμεις περνούν μια περίοδο «προς τα μέσα», η οποία επίσης θα καθυστερήσει τις συζητήσεις, υποστήριξε. «Όλοι συμφωνούν ότι χρειαζόμαστε περισσότερη ευρωπαϊκή κυριαρχία και ικανότητα δράσης», είπε. «Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τη ρητορική».