Ήταν σαν σήμερα, 29 Μαΐου 1996, όταν οι Ισραηλινοί εξέλεγαν για πρώτη φορά για πρωθυπουργό τους τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Πρώην κομάντο του ισραηλινού στρατού, ο βασιλιάς Μπίμπι, όπως τον αποκαλούν τα ισραηλινά μέσα, έκανε το πολιτικό του ντεμπούτο τη δεκαετία του ’90 ως θιασώτης μίας επιθετικής αντίδρασης στις παραπαίουσες ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων.

Η δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν, του πρωθυπουργού που πρωτοστάτησε στις ειρηνευτικές προσπάθειες, το 1995, οδήγησε σε πρόωρες εκλογές έναν χρόνο αργότερα, με τις οποίες η αντίπαλη ιδεολογία ανήλθε στην εξουσία.

Ο Νετανιάχου έχει κυβερνήσει τη χώρα για πάνω από 17 χρόνια – τα 12 εκ των οποίων διαδοχικά. Αλλά σήμερα το πολιτικό του μέλλον μοιάζει πιο θολό από ποτέ.

Αν κάτι τον κρατάει στον πρωθυπουργικό θώκο, αυτό είναι ο πόλεμος. Όσο μαίνεται είναι εξαιρετικά δύσκολο η χώρα να πάει σε νέες κάλπες. Από την άλλη είναι η εξέλιξη του πολέμου αυτή που εντείνει τη δυσφορία των πολιτών, αλλά και απομονώνει το Ισραήλ στη διεθνή σκηνή.

Έχοντας επιλέξει να ικανοποιήσει τους ακροδεξιούς του συμμάχους, έχει απομακρύνει όλους τους υπόλοιπους. Δεν είναι μόνο το Διεθνές Δικαστήριο, που  έχει ζητήσει να συλληφθεί προκειμένου να έχει δικαστεί για εγκλήματα πολέμου. Είναι η οξεία κριτική που δέχεται από Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία για τους δεκάδες χιλιάδες αμάχους νεκρούς και την άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα. Οι πολύνεκρες επιθέσεις σε προσφυγικούς καταυλισμούς στη Ράφα, φαίνεται να είναι η σταγόνα, που ξεχειλίζει το ποτήρι.

Η πλειοψηφία των Ισραηλινών τον θεωρεί – εν μέρει τουλάχιστον – υπεύθυνο για τα κενά ασφαλείας που επέτρεψαν τη φριχτή τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023. Και ενώ λίγοι θα ήθελαν να δουν να στήνονται κάλπες εν μέσω πολέμου, πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι μόνο το 15% των Ισραηλινών, συμπεριλαμβανομένου του 36% όσων είχαν ψηφίσει στο παρελθόν το Λικούντ, θέλουν να δουν τον Νετανιάχου να παραμένει πρωθυπουργός μετά τον πόλεμο.

Μια παρόμοια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 71% των Ισραηλινών, συμπεριλαμβανομένου του 45% των ψηφοφόρων του Λικούντ, πιστεύουν ότι ο Νετανιάχου πρέπει να παραιτηθεί αμέσως μετά το τέλος της στρατιωτικής επιχείρησης στη Γάζα.

Όσοι έχουν εργαστεί για τον μακροβιότερο πρωθυπουργό του Ισραήλ  ή τον έχουν μελετήσει προσεκτικά, δεν μπορούν να φανταστούν ότι θα παραιτηθεί οικειοθελώς. Είναι «μαχητής», «πολύ σκληρός για να πεθάνει», λένε οι οπαδοί του. Για τους επικριτές του είναι απλώς ερωτευμένος με την εξουσία. Ο ίδιος φαίνεται να βλέπει εαυτόν ως τον μεγάλο προστάτη του εβραϊκού κράτους, μια ευθύνη που αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αποποιηθεί.

Με την εκλογή του το 1996 ο Νετανιάχου έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός που είχε ποτέ το Ισραήλ. Ο μόνος, που είχε γεννηθεί μετά την ίδρυση του ισραηλινού κράτους. Και κατέστη ο μακροβιότερος, υπερβαίνοντας ακόμη και τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, καθώς έπεισε επί χρόνια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης ότι χωρίς αυτόν τον σκληροπυρηνικό πολιτικό, η χώρα είναι καταδικασμένη. Ποιος είναι λοιπόν ο «βασιλιάς Μπίμπι»; Ποιες επιρροές είχε ως παιδί και ποια ήταν η πορεία του;

Ο στρατός, οι σπουδές και η κληρονομιά του αδελφού του

Γεννήθηκε στο Τελ Αβίβ το 1949, έναν χρόνο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Το 1963, η οικογένειά του μετακόμισε στις ΗΠΑ, καθώς προσφέρθηκε στον πατέρα του, Μπενζιόν, εξέχοντα ιστορικό και σιωνιστή ακτιβιστή, μια ακαδημαϊκή θέση.

Σε ηλικία 18 ετών, επέστρεψε στο Ισραήλ, όπου πέρασε πέντε χρόνια στο στρατό, υπηρετώντας ως λοχαγός σε επίλεκτη μονάδα καταδρομέων, τη Sayeret Matkal. Στη θητεία του ως κομάντο τραυματίστηκε μάλιστα σε μια επιδρομή σε βελγικό αεροσκάφος που κατελήφθη από Παλαιστίνιους μαχητές. Πολέμησε δε στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής το 1973.

Αμέσως μετά επέστρεψε και πάλι στις ΗΠΑ για σπουδές στο MIT.

Το 1976, ο αδερφός του Νετανιάχου, Γιόναθαν, σκοτώθηκε κατά τη συμμετοχή του σε μια επιδρομή για τη διάσωση ομήρων από αεροπειρατεία στην Ουγκάντα. Ο θάνατός του είχε βαθιά επίδραση στην οικογένεια Νετανιάχου.

Ο Νετανιάχου ίδρυσε ένα αντιτρομοκρατικό ινστιτούτο στη μνήμη του αδελφού του και το 1982 έγινε αναπληρωτής επικεφαλής της αποστολής του Ισραήλ στην Ουάσιγκτον.

Η είσοδος στη διπλωματία

Εν μία νυκτί ξεκίνησε η δημόσια ζωή του. Μιλώντας εξαιρετικά αγγλικά, με χαρακτηριστική αμερικανική προφορά, έγινε οικείο πρόσωπο στην αμερικανική τηλεόραση ως υποστηρικτής των θέσεων του Ισραήλ.

Διορίστηκε μόνιμος αντιπρόσωπος του Ισραήλ στον ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη το 1984.

Ο Νετανιάχου αναμείχθηκε στην πολιτική όταν επέστρεψε στο Ισραήλ το 1988, κερδίζοντας μια έδρα για το Λικούντ στην Κνεσέτ. Ορίστηκε μάλιστα αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών.

Η άνοδος στην εξουσία

Στη συνέχεια έγινε με ευρεία στήριξη πρόεδρος του κόμματος και το 1996, ο πρώτος άμεσα εκλεγμένος πρωθυπουργός του Ισραήλ μετά τη δολοφονία Ράμπιν.

Παρά το γεγονός ότι επέκρινε σφοδρά τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Όσλο του 1993 μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, ο Νετανιάχου υπέγραψε συμφωνία με την οποία παραχωρούσε το 80% της Χεβρώνας στην Παλαιστινιακή Αρχή και συμφώνησε σε περαιτέρω αποσύρσεις από την κατεχόμενη Δυτική Όχθη.

Έχασε το αξίωμα το 1999 αφού προκήρυξε εκλογές 17 μήνες νωρίτερα, νικημένος από τον ηγέτη των Εργατικών Εχούντ Μπαράκ, πρώην διοικητή του.

Η πτώση και η επιστροφή

Μετά την εκλογική ήττα ο Νετανιάχου παραιτήθηκε από την ηγεσία του Λικούντ και τον διαδέχθηκε ο Αριέλ Σαρόν. Με την εκλογή Σαρόν στην πρωθυπουργία το 2001, ο Νετανιάχου επέστρεψε στην κυβέρνηση, πρώτα ως υπουργός Εξωτερικών και στη συνέχεια ως υπουργός Οικονομικών.

Το 2005, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αποχώρηση του Ισραήλ από την κατεχόμενη Λωρίδα της Γάζας.

Η ευκαιρία του ήρθε ξανά το 2005, όταν ο Σαρόν – λίγο πριν από ένα εγκεφαλικό που τον άφησε σε κώμα – ήρθε σε ρήξη με το Λικούντ και ίδρυσε ένα νέο κεντρώο κόμμα.

Ο Νετανιάχου κέρδισε ξανά την ηγεσία του Λικούντ και εξελέγη πρωθυπουργός για δεύτερη φορά τον Μάρτιο του 2009.

Παλαιστινιακό κράτος; «Δεν θα συμβεί»

Συμφώνησε σε ένα άνευ προηγουμένου 10μηνο πάγωμα της κατασκευής οικισμών στη Δυτική Όχθη, επιτρέποντας ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Παλαιστίνιους, αλλά οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν στα τέλη του 2010.

Αν και το 2009 είχε ανακοινώσει δημόσια την υπό όρους αποδοχή του ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ, αργότερα αποφάσισε να σκληρύνει τη θέση του. «Δεν θα δημιουργηθεί ένα παλαιστινιακό κράτος, όχι όπως αυτό για το οποίο μιλάει ο λαός. Δεν θα συμβεί», είπε σε ισραηλινό ραδιοφωνικό σταθμό το 2019.

Οι επιθέσεις της Χαμάς και η ισραηλινή στρατιωτική δράση έφεραν επανειλημμένα το Ισραήλ σε αντιπαράθεση μέσα και γύρω από τη Λωρίδα της Γάζας μετά την επιστροφή του Νετανιάχου στην εξουσία το 2009.

Η τέταρτη μεγάλη σύγκρουση μέσα σε μόλις 12 χρόνια ξέσπασε τον Μάιο του 2021, σταματώντας προσωρινά τις προσπάθειες των κομμάτων της αντιπολίτευσης να ανατρέψουν τον Νετανιάχου.

Η σχέση με Ομπάμα και Τραμπ

Αν και κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων το Ισραήλ είχε την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, του στενότερου συμμάχου του, οι σχέσεις μεταξύ του Μπενιαμίν Νετανιάχου και του Μπαράκ Ομπάμα ήταν δύσκολες.

Έφτασαν στο χειρότερο σημείο τους, όταν ο Νετανιάχου μίλησε στο Κογκρέσο τον Μάρτιο του 2015 για μια «κακή συμφωνία» που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η κυβέρνηση Ομπάμα καταδίκασε την επίσκεψη ως παρεμβατική και επιζήμια.

Η έλευση της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, με τις εκλογές του 2016, ήταν «δώρο» για τον Νετανιάχου. Μέσα σε ένα χρόνο Τραμπ αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, σε μία κίνηση που πυροδότησε οργή σε όλο τον αραβικό κόσμο. Ήταν μία σημαντική πολιτική και διπλωματική νίκη ή «διπλωματικό πραξικόπημα», όπως κάποιοι το χαρακτήρισαν, για τον Ισραηλινό πρωθυπουργό.

Και τον Ιανουάριο του 2020, ο Νετανιάχου χαιρέτισε το ειρηνευτικό σχέδιο του Τραμπ ως «την ευκαιρία του αιώνα», αν και απορρίφθηκε από τους Παλαιστίνιους ως μονόπλευρο και αφέθηκε στο τραπέζι. Η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ήταν επίσης μία απόδειξη της στενής σχέσεις των δύο χωρών.

Ωστόσο, ο κ. Τραμπ έκανε καυστικά σχόλια για τον Ισραηλινό ηγέτη, κατηγορώντας τον για «απιστία», όταν εκείνος συνεχάρη τον Τζο Μπάιντεν για την εκλογική του νίκη τον Νοέμβριο του 2020.

Οι κατηγορίες για διαφθορά

Το 2016 άνοιξε μία έρευνα κατά του Νετανιάχου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον Νοέμβριο του 2019 να ασκηθεί δίωξη για δωροδοκία, απάτη και παραβίαση εμπιστοσύνης. Ο ίδιος έκανε λόγο για «απόπειρα πολιτικού πραξικοπήματος».

Ο Νετανιάχου φέρεται να δέχθηκε δώρα από πλούσιους επιχειρηματίες και να έκανε ο ίδιος χάρες για να έχει πιο θετική κάλυψη από τον Τύπο. Αρνείται την αδικοπραγία και λέει ότι είναι θύμα ενός «κυνηγιού μαγισσών» με πολιτικά κίνητρα που σχεδιάστηκε από τους αντιπάλους του.

Τον Μάιο του 2020 ήταν ο πρώτος εν ενεργεία πρωθυπουργός, που πέρασε από δίκη. Ωστόσο, το θέαμα της δίκης δεν στάθηκε εμπόδιο στο να επιστρέψει στην εξουσία. Για πόσο ακόμη; Τουλάχιστον για όσο διαρκεί ο πόλεμος.