Αιματηρή σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στο χωριό Κοφίνου της επαρχίας Λάρνακας στις 15 Νοεμβρίου 1967. Για πολλούς αναλυτές, το επεισόδιο αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την τουρκική εισβολή του 1974. Την Κύπρο κυβερνούσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς, η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από την μπότα των Συνταγματαρχών και πρωθυπουργός στην Τουρκία ήταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Η κυπριακή κυβέρνηση απευθύνθηκε στις δυνάμεις του ΟΗΕ, αλλά η επέμβασή τους καθυστερούσε. Στις 15 Νοεμβρίου 1967 με διαταγή του Μακαρίου η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα ανέλαβε αυτή να αποκαταστήσει την τάξη. Η «Επιχείρηση Γρόνθος», όπως ονομάστηκε, είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και όχι αστυνομικό, όπως θα έπρεπε. Ο Γρίβας κινητοποίησε πολύ ισχυρές δυνάμεις, με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και πυροβολικό. Πρώτα επιτέθηκε στο μικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος (685 Τουρκοκύπριοι κάτοικοι και 525 Ελληνοκύπριοι) και κατέλαβε σχεδόν χωρίς μάχη την τουρκοκυπριακή συνοικία. Στη συνέχεια στράφηκε κατά τις γειτονικής Κοφίνου. Στις αψιμαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και 9 τραυματίστηκαν, ενώ οι απώλειες της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν ένας νεκρός και δύο τραυματίες.
Οι επιχειρήσεις στον Άγιο Θεόδωρο και την Κοφίνου προκάλεσαν σοβαρή πολιτική κρίση. Η Τουρκία χαρακτήρισε «στυγερή πρόκληση» τα αιματηρά επεισόδια και απείλησε με στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και με πόλεμο την Ελλάδα. Με την παρέμβαση των Αμερικανών, που εκδηλώθηκε με την αποστολή του υφυπουργού Άμυνας Σάιρους Βανς στο τρίγωνο Αθήνας – Άγκυρας – Λευκωσίας, η κρίση διευθετήθηκε με μια οδυνηρή υποχώρηση του δικτατορικού καθεστώτος της Ελλάδας. Υπό την πίεση Αμερικανών, Βρετανών και Καναδών, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την τύχη της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αναγκάστηκε να αποσύρει από την Κύπρο την ελλαδική μεραρχία, που είχε στείλει μυστικά ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά τα γεγονότα του 1963 – 1964.
Έτσι, η Κύπρος αφέθηκε έκθετη σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, που πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιούλιο του 1974. Άμεση συνέπεια της αποχώρησης της ελλαδικής μεραρχίας ήταν η ανακήρυξη της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης», με την οποία οι Τουρκοκύπριοι εμφανίσθηκαν πλέον όχι ως μειονότητα ή απλή κοινότητα, αλλά ως μια οργανωμένη πολιτική οντότητα.
Μετά την τουρκική εισβολή, οι τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κοφίνου και του Αγίου Θεοδώρου μετακινήθηκαν στα Κατεχόμενα και σήμερα τα δύο χωριά κατοικούνται από αμιγή ελληνοκυπριακό πληθυσμό.
Πηγή: SanSimera.gr