Η καθιέρωση της θερινής ώρας οφείλεται εν πολλοίς στις προσπάθειες του Νεοζηλανδού εντομολόγου Τζορτζ Βέρνον Χάντσον (1867-1946) και του άγγλου οικοδομικού επιχειρηματία Γουίλιαμ Γουίλετ (1856-1915). Το 1908 η πρόταση του Γουίλετ απορρίφθηκε από τη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά το 1916, μεσούντος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, υιοθετήθηκε από τις εμπόλεμες Γερμανία και Αυστροουγγαρία για να εξοικονομήσουν καύσιμα.

Στην Ελλάδα, η θερινή ώρα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά δοκιμαστικά το 1932, στο διάστημα από 6 Ιουλίου έως 1η Σεπτεμβρίου, κατά το οποίο τα ρολόγια τέθηκαν μία ώρα μπροστά. Εγκαταλείφθηκε, όμως, στη συνέχεια, για να επανέλθει το 1952 (1 Ιουλίου-2 Νοεμβρίου), αλλά να εγκαταλειφθεί εκ νέου, επειδή δεν πρόσφερε τα αναμενόμενα στην εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με έκθεση της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς (νυν ΔΕΗ). Η θερινή ώρα ήρθε για να μείνει στις 13 Απριλίου 1975, εν μέσω της Α’ Πετρελαϊκής Κρίσης, και από τότε εφαρμόζεται συνεχώς μέχρι σήμερα.