To πλαίσιο συμφωνήθηκε στο χθεσινό Ecofin και θα εφαρμοστεί από το 2024, με μεγαλύτερη ένταση στις χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα. Το σχέδιο χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεων και επεξεργασίας, καθώς οι λεπτομέρειες είναι αυτές που θα κρίνουν τους δημοσιονομικούς στόχους που θα πρέπει να εκπληρώσει η κάθε χώρα-μέλος, πόσο μάλλον η Ελλάδα, η οποία ανήκει σε ειδική κατηγορία λόγω της υψηλής αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Η πρόταση προβλέπει πολυετή «συμβόλαια» με δεσμευτικούς στόχους, που μάλιστα θα λαμβάνουν υπόψη ένα νέο κριτήριο, τις «καθαρές πρωτογενείς δαπάνες», το οποίο θα είναι ανεξάρτητο από την πορεία των φορολογικών εσόδων. Η σκυτάλη θα περάσει τώρα στη σύνοδο κορυφής που θα πραγματοποιηθεί στις 24- 25 Μαρτίου με στόχο -εφόσον υπάρξει η σχετική συμφωνία- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταθέσει τη νέα νομοθετική πρόταση το ταχύτερο δυνατό, ώστε η οριστική συμφωνία να επέλθει μέχρι το τέλος του χρόνου, για το σφίξιμο των δημοσιονομικών «λουριών».

Πώς θα λειτουργεί

Αυτό που «κρατάει» ήδη η ελληνική πλευρά από τα όσα συμφωνήθηκαν χθες στο Ecofin είναι ότι οδεύουμε προς ένα καινούργιο πλαίσιο κανόνων, το οποίο στην πράξη θα περιορίσει αρκετά τα περιθώρια των επόμενων κυβερνήσεων για παροχή μέτρων στήριξης. Από ένα μοντέλο στο οποίο τον κυρίαρχο ρόλο παίζει το πρωτογενές πλεόνασμα, θα περάσουμε σε ένα πιο σύνθετο πλαίσιο, το οποίο θα διαμορφώνεται με βάση τις «καθαρές δαπάνες».

Πρακτικά, αυτό που συμβαίνει σήμερα, η πολύ καλή πορεία των δημοσίων εσόδων να εξασφαλίζει και τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο ώστε να χρηματοδοτηθούν παροχές, δεν θα μπορεί να συμβεί, καθώς θα πέφτει «κόφτης» με βάση τις δαπάνες και τα πλεονάσματα των εσόδων θα διατίθενται για τη μείωση του χρέους.

Οι στόχοι θα αναθεωρούνται σε τακτική βάση -στο κείμενο αναφέρεται ακόμη και το ενδεχόμενο αναθεώρησης με βάση τον εκλογικό κύκλο-, ενώ το πόσο περιοριστικό ή όχι θα είναι το νέο πλαίσιο θα εξαρτηθεί από την τελική ποσοτικοποίηση των στόχων. Το δεδομένο είναι ότι η Ελλάδα -ως χώρα που ξεπερνά την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 60%, ποσοστό που παραμένει ως στόχος- θα πρέπει να διασφαλίσει τη διαρκή αποκλιμάκωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Οι βασικοί στόχοι που υπήρχαν μέχρι και σήμερα στη Συνθήκη, δηλαδή 3% για τον λόγο του προγραμματισμένου ή του πραγματικού δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς και 60% για τον λόγο του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, σε τιμές αγοράς παραμένουν αμετάβλητες.

Κάνει λόγο για «εθνική ιδιοκτησία», κάτι που αναφέρεται ότι πρέπει να αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο ενός αποτελεσματικού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης. Μιλά για οφέλη από μια διαδικασία μετάβασης προς τον πολυετή δημοσιονομικό σχεδιασμό, επισημαίνοντας πάντως ότι θα διατηρηθεί ο ετήσιος κύκλος εποπτείας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

Αναδεικνύεται επομένως η συμμετοχή που θα έχει η κάθε χώρα στη διαμόρφωση του πολυετούς πλάνου και ξεκαθαρίζεται ότι ο ετήσιος «έλεγχος» από την Κομισιόν θα παραμείνει.

Αναγνωρίζει την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι δημοσιονομικές θέσεις εκκίνησης και οι προοπτικές των κρατών-μελών, καθώς και τα οικονομικά χαρακτηριστικά σε διαφοροποιημένες δημοσιονομικές διαδρομές. Έτσι, ενώ αναφέρεται η ανάγκη για απλούστευση του πλαισίου, περιγράφεται η ανάγκη για σχέδια «a la carte» με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας.

Όλα τα κράτη-μέλη θα πρέπει να παρουσιάσουν εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια, μόλις τεθεί σε ισχύ το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να καλύπτουν τη δημοσιονομική πολιτική, τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις.

Τα σχέδια θα πρέπει να ορίζουν μια εθνική δημοσιονομική πορεία που θα καθορίζεται από την άποψη των «καθαρών πρωτογενών δαπανών» ως ενιαίου λειτουργικού δείκτη. Ο όρος των καθαρών πρωτογενών δαπανών έχει εισαχθεί στην κοινοτική νομοθεσία από το 2011. Ωστόσο, μέχρι τώρα ο συγκεκριμένος δείκτης δεν έπαιζε κεντρικό ρόλο.

Με την ενεργοποίησή του, θα μπει ένας ουσιαστικός «κόφτης» για πιθανά μέτρα στήριξης. Αν παραβιάζεται η ρήτρα των πρωτογενών καθαρών δαπανών, ουσιαστικά θα πρέπει να θεσπίζονται και αντισταθμιστικά μέτρα στο σκέλος των εσόδων, κάτι που πρακτικά σημαίνει παρεμβάσεις στη φορολογική πολιτική.

Η περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να παραταθεί, εάν ένα κράτος-μέλος δεσμευτεί για ένα επιλέξιμο σύνολο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που ενισχύουν τις προοπτικές ανάπτυξης ή την ανθεκτικότητα, ενισχύουν τα δημόσια οικονομικά και ως εκ τούτου τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους και ανταποκρίνονται στις στρατηγικές προτεραιότητες της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και τη δημιουργία αμυντικών δυνατοτήτων.

Το συγκεκριμένο σημείο αφήνει περιθώρια ελιγμών σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία τα επόμενα χρόνια θέλει να ρίξει μεγάλο βάρος στις επενδύσεις αλλά και στις μεταρρυθμίσεις. Επίσης, μπαίνει ο παράγοντας των στρατιωτικών δαπανών, που για την Ελλάδα αποτελεί μεγάλο κομμάτι του κρατικού προϋπολογισμού της χώρας.

Για όλα τα κράτη-μέλη, τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με το κριτήριο του ελλείμματος (3%) ή επαρκή και αξιόπιστη πρόοδο προς τη συμμόρφωση σύμφωνα με, κατά περίπτωση, τυχόν συστάσεις του Συμβουλίου για τον σκοπό αυτό, σε όλο το σχέδιο. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος βάσει παραβίασης του κριτηρίου του ελλείμματος του 3% κρίνεται ότι θα πρέπει να παραμείνει αμετάβλητη. Για τα κράτη-μέλη με αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ άνω του 60%, τα εθνικά μεσοπρόθεσμα σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο λόγος μειώνεται επαρκώς. Αυτή η φράση «φωτογραφίζει» και την Ελλάδα. Για να διασφαλιστεί η «επαρκής» (μένει να οριστεί το τι σημαίνει επαρκής) μείωση, ουσιαστικά θα πρέπει να παράγονται πρωτογενή πλεονάσματα.

Θάνος Τσίρος  [email protected]