Σήμερα, που οι καιροί είναι δύσκολοι και οι συνθήκες που βιώνει ολόκληρη η ανθρωπότητα πρωτόγνωρες, τα φωτεινά παραδείγματα της δύναμης, της θέλησης, της αγάπης για την ελευθερία και της αυταπάρνησης για το κοινό καλό, «αποτελούν για εμάς διαχρονικά μηνύματα αληθινής και ανεπιτήδευτης φιλοπατρίας», αναφέρει, σε μήνυμα της για την επέτειο της 1ης Απριλίου 1955 προς τους μαθητές/τριες, φοιτητές/τριες και εκπαιδευτικούς, η Υπουργός Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, Αθηνάς Μιχαηλίδου.
Σημειώνει ότι με συγκίνηση και υπερηφάνεια ο κυπριακός ελληνισμός τιμά σήμερα την 1η Απριλίου 1955, την επέτειο έναρξης του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ.
«Τα νιάτα της Κύπρου, μη υπομένοντας άλλο την υποτέλεια και τη σκλαβιά και με πίστη στο δίκαιο του αγώνα τους, ξεσηκώνονται κατά των βρετανών αποικιοκρατών και σμίγουν τη φωνή τους με άλλους λαούς που παλεύουν ενάντια στην αποικιοκρατία. Δίνουν τον ιερό όρκο και αναλαμβάνουν δράση. Ο αγώνας είναι άνισος και η έκβασή του αβέβαιη. Η μακραίωνη ελληνική ιστορία και οι ηρωικές μορφές της εμπνέουν και καθοδηγούν τα βήματα του Αυξεντίου και του Παλληκαρίδη, του Ζάκου και του Λένα, του Δράκου και του Καραολή», προσθέτει.
Αναφέρει, παράλληλα, ότι οι Έλληνες της Κύπρου είχαν ήδη αρχίσει να διεκδικούν το δικαίωμα της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης από την έναρξη της Αγγλοκρατίας, το 1878.
«Το όνειρο της Ένωσης τροφοδοτούσε την αγωνιστικότητά τους, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1931. Η απάντηση των Βρετανών στην εξέγερση αυτή υπήρξε άμεση και σκληρή και η διακυβέρνησή τους μετατράπηκε έκτοτε σε καθεστώς βάναυσης δικτατορίας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις που επέφερε, οι ελπίδες των Κυπρίων αναπτερώθηκαν, λόγω της μαζικής εθελοντικής συμμετοχής που είχαν στον βρετανικό στρατό και της βοήθειας που η Ελλάδα προσέφερε στους βρετανούς συμμάχους κατά τη διάρκεια του Πολέμου», σημειώνει.
Παρ’ όλα αυτά, αναφέρει η Υπουργός Παιδείας, οι αποικιοκράτες εξακολουθούσαν να αρνούνται οποιαδήποτε συζήτηση για απελευθέρωση της Κύπρου.
«Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, το 1950 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα ανάμεσα στον κυπριακό λαό, στο οποίο το 97% του πληθυσμού εξέφρασε την επιθυμία του για Ένωση με την Ελλάδα. Η προσπάθεια όμως αυτή, όπως και κάθε άλλη ενέργεια για διπλωματική διευθέτηση του ζητήματος, έπεσαν στο κενό, λόγω της βρετανικής αδιαλλαξίας», προσθέτει.
Αναφέρει, επιπρόσθετα, ότι ο Αγώνας, που άρχισε την 1η Απριλίου 1955 αγκαλιάστηκε αμέσως από όλο τον λαό, μαθητές, γυναίκες, άτομα κάθε ηλικίας.
«Οι αγωνιστές, που ήταν κυρίως νεαρά παιδιά, ανεξοικείωτα με τις πολεμικές τακτικές, κάτω από συνθήκες αντίξοες και πρωτόγνωρες, έδιναν τη ζωή τους για την πατρίδα. Με μέσα ευτελή πολεμούσαν από τα κρησφύγετα, έστηναν ενέδρες εναντίον της πανίσχυρης αποικιοκρατικής δύναμης και θυσιάζονταν στο ικρίωμα της αγχόνης, αψηφώντας τον θάνατο. Οι Θερμοπύλες, ο Μαραθώνας, η Αλαμάνα, το Μανιάκι, η Πίνδος, αναβίωναν σε κάθε γωνιά του νησιού και καθημερινά γράφονταν με αίμα νέες ένδοξες σελίδες τόλμης και αυτοθυσίας», σημειώνει.
Όπως αναφέρει, «αθρόα και αποφασιστική υπήρξε η συμμετοχή της μαθητιώσας νεολαίας στον Αγώνα. Ιστορική παρέμεινε η Μάχη της Σεβερείου Βιβλιοθήκης, στην οποία οι μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου έδωσαν μαθήματα πατριωτισμού, που έμειναν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη του λαού μας».
Σημειώνει ότι τον Φεβρουάριο του 1959 οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου σήμαναν τη λήξη της αποικιοκρατίας και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δυστυχώς όμως, γρήγορα δημιουργήθηκαν προβλήματα ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους κάτοικους του νησιού.
«Αυτά τα προβλήματα εκμεταλλεύτηκε το 1974 η Τουρκία και, με αφορμή το προδοτικό πραξικόπημα, εισέβαλε στην πατρίδα μας, κατακτώντας μεγάλο μέρος του εδάφους της και προκαλώντας οδυνηρές συνέπειες για τον λαό μας. Ας κρατήσουμε άσβεστη τη μνήμη της θυσίας των ηρώων μας και του αγώνα του λαού μας ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατία και ας πορευθούμε στα χνάρια των δικών τους βημάτων για ελευθερία και δικαιοσύνη», καταλήγει.
Πηγή: ΚΥΠΕ