Ο Δείκτης «Women in Work» της PwC προδιαγράφει ότι μέχρι τα τέλη του 2021, η πρόοδος που αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2017
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δείκτη «Women in Work» της PwC η πρόοδος που αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, λόγω του COVID-19, θα μειωθεί μέχρι τα τέλη του 2021, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2017. Ο Δείκτης δημοσιεύεται κάθε χρόνο και καταγράφει την οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών σε 33 χώρες μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)*. Με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν, φαίνεται ότι οι γυναίκες επηρεάζονται δυσανάλογα τόσο από τις επιπτώσεις του COVID-19, όσο και από τις πολιτικές ανάκαμψης και τα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις.
Τα τελευταία εννέα χρόνια, οι χώρες του ΟΟΣΑ κατέγραφαν σταθερή πρόοδο σε ό,τι αφορά την οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών. Ωστόσο, σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση του Δείκτη «Women in Work» της PwC, η πανδημία ανατρέπει την πρόοδο που έχει σημειωθεί. Η προβλεπόμενη μείωση του Δείκτη ανέρχεται, την περίοδο 2019-2021, στις 2,1 μονάδες ενώ, ο Δείκτης δεν αναμένεται να ανακάμψει πριν από το 2022, οπόταν υπολογίζεται να ανακτήσει 0,8 μονάδες.
Για να μπορέσουμε μέχρι το 2030 να ανατρέψουμε τη ζημιά που έχει προκαλέσει η πανδημία στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, η πρόοδος στον τομέα της ισότητας των φύλων θα πρέπει να είναι δύο φορές ταχύτερη απ’ ό,τι μέχρι σήμερα.
Δυσανάλογο το βάρος της μη αμειβόμενης φροντίδας των παιδιών για τις γυναίκες
Πριν από την πανδημία, οι γυναίκες αφιέρωναν κατά μέσο όρο, έξι ώρες περισσότερες κάθε εβδομάδα σε σχέση με τους άνδρες στη μη αμειβόμενη φροντίδα των παιδιών (σύμφωνα με έρευνα της Μονάδας του ΟΗΕ για την Ισότητα των Φύλων – UN Women). Την περίοδο της πανδημίας, οι γυναίκες ανέλαβαν ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης, με αποτέλεσμα να αφιερώνουν σήμερα 7,7 περισσότερες ώρες την εβδομάδα στη μη αμειβόμενη φροντίδα των παιδιών συγκριτικά με τους άνδρες**. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, ο συνολικός αριθμός ωρών την εβδομάδα διαμορφώνεται στις 31,5 ώρες, χρόνος που αντιστοιχεί σχεδόν σε μια θέση πλήρους απασχόλησης.
Η εν λόγω αύξηση της μη αμειβόμενης εργασίας έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση της συνεισφοράς των γυναικών στην οικονομία. Σε περίπτωση που διατηρηθούν αυτά τα νέα δεδομένα, το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη περισσότερες γυναίκες να εγκαταλείψουν μόνιμα την αγορά εργασίας, ανατρέποντας έτσι την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην ισότητα των φύλων και μειώνοντας την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Κι ενώ κάποιες γυναίκες επιλέγουν ενδεχομένως να εξέλθουν προσωρινά από την αγορά εργασίας λόγω COVID-19, με την πρόθεση να επανέλθουν μετά το πέρας της πανδημίας, οι έρευνες καταδεικνύουν ότι η διακοπή της σταδιοδρομίας έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στις επαγγελματικές προοπτικές των γυναικών, οι οποίες εν τέλει επιστρέφουν σε χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας που απαιτούν λιγότερη εξειδίκευση.
Δείκτης «Women in Work» (επιδόσεις πριν από την πανδημία του COVID-19)
Ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, η Ισλανδία διατηρεί την πρώτη θέση στον Δείκτη ενώ, η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση στον Δείκτη την περίοδο 2018-2019, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης σε όλους τους δείκτες της αγοράς εργασίας, με εξαίρεση το μερίδιο των γυναικών σε θέσεις πλήρους απασχόλησης. Αντίθετα, την ίδια περίοδο, η Πορτογαλία σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση στον Δείκτη λόγω της διεύρυνσης του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η αύξηση των ποσοστών γυναικείας απασχόλησης στις χώρες του ΟΟΣΑ στα επίπεδα της Σουηδίας (η οποία σημειώνει σταθερά τις καλύτερες επιδόσεις) θα είχε ως αποτέλεσμα μια ετήσια αύξηση του ΑΕΠ πέραν των US$6 τρισεκατομμυρίων.