Πάνω από τα μισά ανώτατα στελέχη φορολογικών και οικονομικών διευθύνσεων (53%), αναμένουν αυξημένη φορολογία τα επόμενα τρία έτη, καθώς οι κυβερνήσεις καλούνται να διαχειριστούν δημοσιονομικές πιέσεις και να επανεκκινήσουν τις οικονομίες τους, μετά το πέρας της πανδημίας του COVID-19. Αυτό προκύπτει από τη νέα παγκόσμια έρευνα της ΕΥ, η οποία κατέγραψε κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2020, τις απόψεις 1.265 φορολογικών και οικονομικών διευθυντών, από 60 χώρες και 20 κλάδους της οικονομίας.
Όσον αφορά την πανδημία, τα διευθυντικά στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα ανέδειξαν ως κορυφαίους φορολογικούς κινδύνους: τα ζητήματα που προκύπτουν σχετικά με εργαζόμενους που έχουν αποκλειστεί στο εξωτερικό, την αντιμετώπιση των οικονομικών ζημιών που προκάλεσε o COVID-19, τις απαιτήσεις επιστροφών φόρου, αλλά και τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας.
Οι ερωτηθέντες ανησυχούν, επίσης, για φορολογικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις ενδοομιλικές συναλλαγές (transfer pricing), οι οποίες έχουν επηρεαστεί από την πανδημία, καθώς και με την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των φορολογικών αρχών. Οι συμμετέχοντες δηλώνουν ότι αναμένουν να διαμορφωθεί ένα αυξητικό περιβάλλον φορολογικών κινδύνων, που θα εκτείνεται από τον ενδελεχή έλεγχο της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας, έως τα φορολογικά δικαστήρια.
Ως αποτέλεσμα, η διαχείριση των φορολογικών κινδύνων και των επακόλουθων διαφορών με τις φορολογικές αρχές, έχει αναρριχηθεί στην κορυφή της ατζέντας των επιχειρήσεων. Τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η διαχείριση φορολογικών κινδύνων αποτελεί ήδη προτεραιότητα για τις φορολογικές λειτουργίες της επιχείρησής τους, ενώ επιβεβαιώνουν, επίσης, ότι η διοίκηση των επιχειρήσεων ασχολείται πλέον πιο ενεργά με τα φορολογικά ζητήματα.
Γεωγραφικά, οι ερωτηθέντες εκτιμούν ότι η Ευρώπη επιφυλάσσει τον υψηλότερο βαθμό φορολογικού κινδύνου για τα επόμενα τρία έτη, ενώ η αμερικανική ήπειρος και η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, ακολουθούν σε μικρή απόσταση. Οι απόψεις σε ό,τι αφορά την επιβολή φορολογίας, ποικίλλουν ανάλογα με τον κλάδο της οικονομίας. Οι επιχειρήσεις στους κλάδους των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας (57%), του πετρελαίου και του φυσικού αερίου (59%), των τηλεπικοινωνιών (68%) και των βιοεπιστημών (68%), δηλώνουν ότι αναμένουν αυξημένη επιβολή φόρων – ποσοστά υψηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο που κατέγραψε η έρευνα (53%).
Οι ενδοομιλικές συναλλαγές αναδεικνύονται σε κορυφαίο κίνδυνο
Όπως και στις τρεις τελευταίες εκδόσεις της έρευνας της EY, οι ενδοομιλικές συναλλαγές αναφέρονται ως η μεγαλύτερη πηγή φορολογικού κινδύνου. Οι ερωτηθέντες δηλώνουν ότι τους ανησυχεί η εμφάνιση ενός ευρύτερου φάσματος κινδύνων σε αυτόν τον τομέα το 2021 και μετέπειτα, εξαιτίας της μεταβλητότητας στα κέρδη που παρατηρήθηκε λόγω της πανδημίας, καθώς και των προκλήσεων που σχετίζονται με τον καθορισμό σημείων αναφοράς (benchmarks) για τις ενδοομιλικές συναλλαγές.
Αναμένονται, επίσης, νέες φορολογικές προκλήσεις και διαφορές με τις φορολογικές αρχές, που πηγάζουν από την πανδημία, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών ζημιών, της διεκδίκησης επιστροφών φόρου, αλλά και των μέτρων τόνωσης της οικονομίας. Σχεδόν οι μισοί από τους συμμετέχοντες (45%) επισημαίνουν ως σημαντικούς τους κινδύνους φορολόγησης που σχετίζονται με επιχειρήσεις και εργαζόμενους που έχουν αποκλειστεί στο εξωτερικό, εξαιτίας των ταξιδιωτικών απαγορεύσεων και των αλλαγών στις μεταναστευτικές πολιτικές λόγω COVID-19. Σχεδόν το ένα τρίτο (28%) διαβλέπουν την πιθανότητα νέων φορολογικών ελέγχων, με επίκεντρο τα μέτρα στήριξης ή τόνωσης της οικονομίας έναντι της πανδημίας. Τα ανώτατα στελέχη φορολογικών διευθύνσεων προβλέπουν, επίσης, ότι θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερους φόρους τα επόμενα τρία έτη: το 51% παγκοσμίως αναμένουν υψηλότερους άμεσους, και το 44% υψηλότερους έμμεσους φόρους.
Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις παγκοσμίως και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των φορολογικών αρχών, προχωρούν με πρωτόγνωρους ρυθμούς
Ακόμη και πριν από την πανδημία, οι φορολογικές διευθύνσεις των επιχειρήσεων αντιμετώπιζαν έναν πρωτοφανή ρυθμό ψηφιακών και νομοθετικών αλλαγών, με τα τρία τέταρτα (75%) των ερωτηθέντων να σημειώνουν ότι οι τοπικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα τελευταία τρία χρόνια, αύξησαν τα συνολικά επίπεδα φορολογικού κινδύνου. Συγχρόνως, σχεδόν τα τρία τέταρτα (74%) δηλώνουν ότι η ψηφιοποίηση των φορολογικών αρχών έχει αυξήσει τον φορολογικό κίνδυνο, καθώς η πρόοδος στην ανάλυση δεδομένων, στη μηχανική μάθηση και στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), αλλά και η διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών, οδηγούν σε αυξημένη επιτήρηση των επιχειρήσεων. Οι ερωτηθέντες υπογραμμίζουν ότι πολλές φορολογικές αρχές έχουν σημειώσει τόσο μεγάλη πρόοδο στην ψηφιοποίηση, ώστε, ενδεχομένως, βρίσκονται πλέον στο σημείο να γνωρίζουν περισσότερα για τις φορολογικές υποθέσεις μιας επιχείρησης, από όσο η ίδια η επιχείρηση.
Διαχείριση των φορολογικών διαφορών και κινδύνων
Για τη διαχείριση του φορολογικού κινδύνου και των διαφορών με τις φορολογικές αρχές, το 50% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν ήδη ένα Πλαίσιο Φορολογικού Ελέγχου (Tax Control Framework – TFC). Ωστόσο, μόνο το 47% παρακολουθούν ενεργά τις τρέχουσες εξελίξεις της φορολογικής πολιτικής σε διεθνή κλίμακα, το 37% ελέγχουν τακτικά τα φορολογικά των επιχειρήσεών τους χρησιμοποιώντας data analytics, ενώ το 28% πραγματοποιούν τακτικά ελέγχους προσομοίωσης. Παράλληλα, το 40% δηλώνουν ότι υλοποιούν προληπτικά μια στρατηγική συμμόρφωσης, ενώ το 35% εφαρμόζουν μια ξεκάθαρα καθορισμένη στρατηγική προέγκρισης μεθοδολογίας ενδοομιλικών συναλλαγών (Advance Pricing Agreement – APA).
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Στέφανος Μήτσιος, Partner και Επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Οι κίνδυνοι της μη συμμόρφωσης σε φορολογικά θέματα, που ήδη εμφανίζονταν αυξημένοι τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να ενταθούν περαιτέρω το επόμενο διάστημα, λόγω και των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης. Η διαχείριση διαφορών με τις φορολογικές αρχές απορροφά σημαντικούς πόρους από τη μεριά των επιχειρήσεων, ενώ η μη έγκαιρη και ορθή επίλυσή τους θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στη φήμη μιας εταιρείας, σε μια εποχή που οι απαιτήσεις για διαφάνεια εντείνονται. Για να αντιμετωπίσουν αυτούς τους κινδύνους, οι επιχειρήσεις πρέπει να λειτουργούν προληπτικά, να υιοθετήσουν μια λεπτομερή, ενιαία στρατηγική διαχείρισης του φορολογικού κινδύνου, να επενδύσουν στην ψηφιακή τεχνολογία, να μετασχηματίσουν τις λειτουργίες τους και να έχουν στην κορυφή της διοικητικής λειτουργίας τη φορολογία».