Οι δύο μεγάλες εισαγωγές εταιρειών στην Κύρια Αγορά του Χ.Α. αφορούν η πρώτη την Optima Bank, που θα αποτελέσει και την πρώτη εισαγωγή τράπεζας μετά το 2006 και η δεύτερη το 30% του μετοχικού κεφαλαίου του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος». Οι παραπάνω εισαγωγές τοποθετούνται αφενός μεν για την Optima Bank μέσα στο δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς, ενώ η εισαγωγή του ΔΑΑ θα πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου.

Ταυτόχρονα, στο δεύτερο εξάμηνο της χρονιάς αναμένονται και οι εισαγωγές εταιρειών από τον κλάδο της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (ΑΕΕΑΠ). Πρόκειται για τη Noval Property, θυγατρική του ομίλου Viohalco, την Trade Estates του ομίλου Fourlis και την Orilina Properties, συμφερόντων της Brevan Howard και του Τρύφωνα Νάτση.

Ενδιαφέρον για την εισαγωγή στην Εναλλακτική Αγορά Plus του Χρηματιστηρίου έχει εκδηλώσει και η R Energy 1 του Γιώργου Ρόκα, με παράλληλη αποχώρηση από το χρηματιστήριο της Κύπρου, στο οποίο είναι εισηγμένη από το 2016.

Επίσης, αίτημα για εισαγωγή στην EN.A. STEP έχει κάνει η εταιρεία πληροφορικής NewCo Α.Ε. μέσω της κυπριακής Aeonic Securities CIF PLC, που αποτελεί εγκεκριμένο σύμβουλο εισαγωγής από το ελληνικό Χρηματιστήριο.

Η αξιολόγηση από τον MSCI

Στο μεταξύ, το δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου θα γίνει η αξιολόγηση από τον MSCI για το κατά πόσο η Ελλάδα πληροί τα κριτήρια για ένταξη στις ανεπτυγμένες αγορές, ενώ τον Ιούνιο θα ακολουθήσουν οι σχετικές ανακοινώσεις για την αναβάθμιση της ελληνικής αγοράς. Υπενθυμίζεται ότι το Χρηματιστήριο παραμένει υποβαθμισμένο από τον MSCI στις αναδυόμενες αγορές από το 2013. Ο MSCI θέτει κάποια ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια για να μπορέσει μία αγορά να περάσει στην κορυφαία αυτή κατηγορία, με την Ελλάδα να έχει ακόμα κάποιες εκκρεμότητες. Πάντως, από τον Δεκέμβριο του 2021 το Χ.Α. ήδη πληροί όλα τα ποιοτικά κριτήρια αγοράς για αναβάθμιση από τον αγγλικό οίκο FTSE. Ποια είναι αυτά τα κριτήρια και σε ποια θέση βρίσκεται η Ελλάδα σε σχέση με αυτά; Παίρνοντας για παράδειγμα τις «απαιτήσεις» του MSCI, ο οποίος και αναμένεται να είναι ο πρώτος που θα προχωρήσει σε κίνηση αναβάθμισης, είναι τα εξής:

α) Βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας: Το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα πρέπει να είναι 25% πάνω από το όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις χώρες υψηλού εισοδήματος (στα 13.000 δολ.) για τρεις συνεχείς χρονιές. Αυτό το κριτήριο η Ελλάδα το ικανοποιεί.

β) Προσβασιμότητα της αγοράς: Να είναι ανοιχτή σε ξένη ιδιοκτησία μετοχών, να υπάρχει ευκολία ροής κεφαλαίου, αποτελεσματικότητα του λειτουργικού πλαισίου, διαθεσιμότητα επενδυτικών εργαλείων και σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου. Η Ελλάδα έχει έδαφος να καλύψει ακόμα, ειδικά στο λειτουργικό πλαίσιο του δανεισμού μετοχών και του short selling (ανοικτές πωλήσεις).

γ) Κριτήριο μεγέθους και ρευστότητας: Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, η ετήσια μέση αξία συναλλαγών (δείκτης ATVR) θα πρέπει να διαμορφώνεται στο 20% τουλάχιστον, κάτι που η ελληνική αγορά το ικανοποιεί. Σε ό,τι αφορά το μέγεθος, πρέπει τουλάχιστον πέντε εισηγμένες να πληρούν τα κριτήρια συνολικής κεφαλαιοποίησης και κεφαλαιοποίησης των μετοχών που είναι σε ελεύθερη διασπορά (free float). Αυτά τοποθετούνται, από τον MSCI για παράδειγμα, στα 4,278 δισ. δολ. και στα 2,139 δισ. δολ. αντίστοιχα. Η Ελλάδα δεν πληροί αυτό το ποσοτικό κριτήριο, αν και κινείται στο όριο για να το ικανοποιήσει. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της αύξησης των μετοχών σε ελεύθερη διασπορά, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με την πώληση των μεριδίων που κατέχει το κράτος σε ελληνικές εισηγμένες. Για παράδειγμα, η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες θα «απελευθερώσει» μετοχές στην αγορά, ανεβάζοντας έτσι την κεφαλαιοποίηση του free float.

Από την έντυπη έκδοση

Ανέστης Ντόκας  [email protected]