Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) παρακολουθεί στενά τις όποιες εξελίξεις σε αλλαγές στα νομοθετικά πλαίσια διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), αναφέρουν το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Ελίζαμπεθ Μακόλ και ο Κορμπίνιαν Ιμπέλ, Διευθυντής Εποπτείας στον SSM.
Σε κοινή τους ανάρτηση στον ιστοτόπο του SSM, οι Μακόλ και Ιμπέλ τονίζουν την πρόοδο που έγινε στις προσπάθειες μείωσης των ΜΕΔ στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, έπειτα από τα μέτρα που εφάρμοσε ο Μηχανισμός και τονίζουν την ανάγκη για συνεχή προσοχή στο θέμα αυτό.
Επισημαίνουν πως «χρειάστηκαν χρόνια για να μειώσουμε σημαντικά τα ΜΕΔ στο επίπεδο που βρίσκονται σήμερα, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να εισέλθουν στην τρέχουσα περίοδο οικονομικής αβεβαιότητας, που δημιουργήθηκε από την πανδημία, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, οπλισμένες με ισχυρούς ισολογισμούς».
«Ως τραπεζικοί επόπτες, παρακολουθούμε στενά τις όποιες εξελίξεις και νομοθετικές προτάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την πρόοδο που έγινε», τονίζουν οι δύο αξιωματούχοι του SSM.
Υπογραμμίζουν ακόμη ότι τα αποτελεσματικά πλαίσια διαχείρισης των ΜΕΔ και οι γρήγορες δικαστικές διαδικασίες για εφαρμογή των πλαισίων αυτών είναι ο θεμέλιος λίθος της ικανότητας των τραπεζών να μειώσουν με επιτυχία της ΜΕΔ.
«Είμαστε βαθιά ανήσυχοι για μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις νομικές διαδικασίες και να επηρεάσουν την ανακτησιμότητα των αξιών αυτών των στοιχείων ενεργητικού», αναφέρουν.
Σημειώνοντας τη μείωση των ΜΕΔ στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα έπειτα από τα μέτρα που ζήτησε ο SSΜ από το 2017, τονίζουν πως ο SSΜ «θα συνεχίσει να αντιτίθεται σθεναρά και δημόσια» σε όποιες πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την επιτυχία αυτή.
«Αντίθετα, πρέπει να συνεχίσουμε την ενίσχυση των πλαισίων, τα οποία θα επιτρέψουν την μείωση των ΜΕΔ και να αποτρέψουν τη δημιουργία νεών», συνεχίζουν.
«Αυτό επιτρέπει στις τράπεζες να διατηρήσουν τα δανειακά τους μεγέθη και ενισχύει σημαντικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες των νοικοκυριών και των μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων, ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες και συνεισφέρει στην ομαλή και σταθερή λειτουργία της οικονομίας», καταλήγουν οι αξιωματούχοι του SSM.