Νέα κόκκινα δάνεια
Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ αναφέρει η έκθεση, με τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος υψηλών επιτοκίων, καθιστά σαφές ότι τόσο το κόστος χρηματοδότησης όσο και οι δυνατότητες αποπληρωμής χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επηρεάζονται δυσμενώς. Το περιβάλλον αυτό, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης το 2023, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ.
Αύξηση στις καθυστερήσεις έως 90 ημέρες
Τα δάνεια σε καθυστέρηση 1 έως 90 ημέρες (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) αυξήθηκαν κατά 32,6%, με αποτέλεσμα να ανέλθουν σε 6,5 δισεκ. ευρώ στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2023 από 4,9 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2022. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση 1 έως 30 ημέρες.
Επιπλέον, άξιο αναφοράς είναι ότι ο λόγος των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σε 4,8% τον Ιούνιο του 2023, έναντι 3,6% στο τέλος του 2022.
Μειώνονται οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις
Tα δάνεια ωστόσο σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις – denounced) υποχώρησαν περαιτέρω στο τέλος α΄ εξαμήνου του 2023 και διαμορφώθηκαν σε 4,2 δισεκ. ευρώ (32,9% των ΜΕΔ), μειωμένα κατά 4,7% σε σχέση με το τέλος του 2022 (4,4 δισεκ. ευρώ). Ωστόσο, επισημαίνεται ότι το 78,2% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το τέλος του 2022 (77%).
Το αντίστοιχο ποσοστό καθυστέρησης για τα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται σε 85%, για τα στεγαστικά σε 57,4% και για τα καταναλωτικά δάνεια σε 74,4%.
Επισημαίνεται ότι το 12,2% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2022 (13,3%).
Το 70,3% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί, έναντι 65,5% στο τέλος του 2022, ενώ τα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 64,5%, 76,7% και 70,7% αντίστοιχα.
Οι «επίμαχοι» κλάδοι
Τον Ιούνιο του 2023 οι χρηματοδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις, με στοιχεία εντός ισολογισμού, ανήλθαν σε 110,7 δισεκ. ευρώ, αποτελώντας περίπου το 75% της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα. Ο λόγος των ΜΕΔ στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο διαμορφώθηκε σε 7,6% και οφείλεται κυρίως στο υψηλό ποσοστό ΜΕΔ των μικρομεσαίων (12%) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (27,2%).
Αναφορικά με τη διάρθρωση των χρηματοδοτήσεων στους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση αφορά τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (24% των συνολικών χρηματοδοτήσεων προς επιχειρήσεις). Ο δείκτης ΜΕΔ για τον εν λόγω κλάδο (0,7% τον Ιούνιο του 2023) κυμαίνεται σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο του μέσου όρου του αντίστοιχου δείκτη των επιχειρηματικών δανείων.
Τα υψηλότερα ποσοστά ΜΕΔ καταγράφονται στους κλάδους της αγροτικής δραστηριότητας (29,5%, από 10,3% το 2022), της εστίασης (27,6%), των κατασκευών (19,9%), του εμπορίου (12,9%), των καταλυμάτων (10,2%) και της μεταποίησης (9,8%). Υψηλά ποσοστά καταγράφονται και σε επιμέρους κλάδους της μεταποίησης, όπως ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας (29,8%), της βιομηχανίας χάρτου, ξύλου και επίπλων (22%) και των λοιπών μεταποιητικών δραστηριοτήτων (18%), τα οποία όμως αφορούν μικρότερα υπόλοιπα χορηγήσεων και συνεπώς έχουν μικρή επίδραση στη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη ΜΕΔ του κλάδου της μεταποίησης.
Αυξανεται ο κίνδυνος στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών
Ενισχύθηκε η αξία του χαρτοφυλακίου τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατεί ο τραπεζικός τομέας σε χαρτοφυλάκια που αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία ανήλθε σε 5,1 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2023, έναντι 4,8 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2022 , παρουσιάζοντας αύξηση κατά 7,1%. Η αξία του εν λόγω χαρτοφυλακίου ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών αυξήθηκε σε 1,8% από 1,6% το Δεκέμβριο του 2022.
Επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο της αξιολόγησης του επιτοκιακού κινδύνου του συνολικού χαρτοφυλακίου ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τη σύνθεσή του κατά τον Ιούνιο του 2023, μία δυνητική αύξηση του γενικού επιπέδου των επιτοκίων (risk free rates) κατά 1 μονάδα βάσης θα επέφερε ζημίες ύψους 21,5 εκατ. ευρώ για το σύνολο των ελληνικών τραπεζών, έναντι ζημίας 21,1 εκατ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2022.
Δάνεια σε νοικοκυριά
Αρνητικός ήταν ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των νοικοκυριών από τα εγχώρια Νομισματικά και Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα ( το 2022 και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 (Σεπτέμβριος 2023: -2,3%,) όπως αναφέρει η έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΤτΕ που δημοσιεύτηκε χθες . Η χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά από τα εγχώρια ΝΧΙ ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματός τους ανήλθε σε 27% το Μάρτιο του 2023, από 28,1% το Δεκέμβριο του 2022.
Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 και μετά, επηρέασε σταδιακά τα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια. Οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα παρά την άνοδό τους απέχουν ακόμη από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση. Οι εκταμιεύσεις δανείων με εξασφάλιση οικιστικά ακίνητα διαμορφώθηκαν σε 507,8 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 1,8% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο . Ωστόσο, παραμένουν χαμηλές τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και σε σύγκριση με τo επίπεδο προ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) από τα εγχώρια νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποτελεί το 56% της συνολικής χρηματοδότησης του εγχώριου ιδιωτικού τομέα. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των ΜΧΕ για το εννεάμηνο του 2023 παρέμεινε θετικός (4,7%) αν και μειωμένος σε σχέση με το τέλος του 2022 (11,8%) με τις επιχειρήσεις να απορροφούν σχεδόν το 85% του συνόλου της νέας χρηματοδότησης του εννεαμήνου.
Η συνολική ζήτηση δανείων από ΜΧΕ παρουσίασε μικτή εικόνα κατά το εννεάμηνο του 2023. Ειδικότερα, το α΄ τρίμηνο του 2023 η ζήτηση δανείων προς ΜΧΕ σημείωσε «μείωση ως ένα βαθμό» για πρώτη φορά από το γ΄ τρίμηνο του 2019 ενώ «αυξήθηκε ως ένα βαθμό» κατά το β΄ και γ΄ τρίμηνο. Η μείωση οφείλεται κυρίως στην αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ στο πλαίσιο της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.
Ειρήνη Σακελλάρη • [email protected]