Ο οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις της Κύπρου σε ξένο και εγχώριο νόμισμα, σε BBB (υψηλό) από BBB, λόγω της πτωτικής πορείας του χρέους.
Ταυτόχρονα, η DBRS Morningstar αναβάθμισε τις βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις από R-2 (υψηλό) σε R-1 (χαμηλό).
Οι τάσεις σε όλες τις αξιολογήσεις παραμένουν σταθερές.
Σύμφωνα με τον οίκο, η αναβάθμιση οφείλεται στην πρόσφατη μείωση του δημόσιου χρέους και στην προσδοκία ότι οι μετρήσεις του δημόσιου χρέους θα συνεχίσουν να βελτιώνονται τα επόμενα χρόνια.
Το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 86,5% του ΑΕΠ το 2022 από 101,2% το 2021 και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 67,3% το 2025, λόγω της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Μετριάζεται η ανάπτυξη, παραμένει ισχυρή
Όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, αναφερεται ότι ενώ μετριάζεται, είναι πιθανό να παραμείνει μεταξύ των ισχυρότερων στη ζώνη του ευρώ. Το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,4% το 2023 και κατά 2,7% το 2024, υποβοηθούμενο από την περαιτέρω αύξηση των αφίξεων τουριστών, τη συνεχή επέκταση των βιομηχανιών τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και την ισχυρή εγχώρια ζήτηση.
«Αυτές οι ευνοϊκές οικονομικές εξελίξεις, με τη σειρά τους, είναι πιθανό να ενισχύσουν την αύξηση των φορολογικών εσόδων τα επόμενα χρόνια», προστίθεται.
Επιπλέον, ο οίκος θεωρεί ότι η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει να ακολουθεί συνετή δημοσιονομική πολιτική. Το πρόγραμμα σταθερότητας της κυβέρνησης στοχεύει σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα 3,2% του ΑΕΠ το 2023 και 3,7% το 2024.
Επιπλέον, σημειώνει ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι από την παγκόσμια χρηματοοικονομική ευθραυστότητα, που είχαν αυξηθεί κατά την τελευταία αξιολόγηση το Μάρτιο του 2023, έχουν υποχωρήσει τους τελευταίους μήνες.
Ενώ η υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων από τον τραπεζικό τομέα παραμένει ένας σημαντικός καθοδικός κίνδυνος, ο οίκος επί του παρόντος δεν αναμένει διαρκή αντιστροφή της πτωτικής τροχιάς στις μετρήσεις του χρέους τα επόμενα χρόνια.
Όπως αναφέρεται, οι αξιολογήσεις BBB (υψηλές) της Κύπρου και η σταθερή τάση υποστηρίζονται από ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον, τις υγιείς δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια και το ευνοϊκό προφίλ του δημόσιου χρέους.
Επιπλέον, αν και οι δείκτες διακυβέρνησης έχουν αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια, ο οίκος συνεχίζει να θεωρεί την ένταξη της χώρας στην ΕΕ ως σημαντική βάση για τη θεσμική ποιότητα.
Από την άλλη πλευρά, η Κύπρος αντιμετωπίζει επίσης σημαντικές προκλήσεις λόγω του υψηλού ακόμη αποθέματος κληροδοτημένων ΜΕΔ στον τραπεζικό τομέα και του συγκριτικά χαμηλού επιπέδου παραγωγικότητας εργασίας της οικονομίας.
Επιπλέον, οι αξιολογήσεις της Κύπρου εξακολουθούν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Επιβραδύνθηκε η δυναμική ανάπτυξης
Στην ανάλυσή του ο οίκος, σημειώνει ότι η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης επιβραδύνθηκε τους τελευταίους μήνες.
Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ επιβραδύνθηκε, αν και εξακολουθεί να είναι καλός, στο 2,1% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2023, από 3,1% το πρώτο τρίμηνο του 2023 και 4,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2022, λόγω της συγκράτησης της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Επιπλέον, ένας νέος γύρος οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία την άνοιξη του 2023, επηρέασε την οικονομική δραστηριότητα στον τομέα των επιχειρηματικών υπηρεσιών.
Αντίθετα, η ανάπτυξη συνέχισε να επωφελείται από την ανάκαμψη του τουρισμού. Κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2023, οι συνολικές αφίξεις τουριστών αυξήθηκαν κατά 24,5% σε ετήσια βάση.
Επιπλέον, η δυναμική ανάπτυξης στον τομέα των ΤΠΕ παρέμεινε ισχυρή. Η οικονομική δραστηριότητα στον τομέα των ΤΠΕ έχει αυξηθεί απότομα από το 2016, καθώς αρκετές ξένες εταιρείες ΤΠΕ μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Κύπρο, κυρίως ως αποτέλεσμα διαφορετικών μέτρων πολιτικής (π.χ. φορολογικά κίνητρα).
Όσον αφορά το μέλλον, η οικονομική ανάπτυξη προβλέπεται να ενισχυθεί σταδιακά λόγω της αύξησης των πραγματικών μισθών.
Επιπλέον, η επενδυτική δραστηριότητα είναι πιθανό να ενισχυθεί από την εισροή κεφαλαίων της ΕΕ Next Generation και από αρκετά μεγάλα επενδυτικά έργα, ιδίως στον τουριστικό τομέα.
Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,4% το 2023 και κατά 2,7% το 2024, γεγονός που ξεπερνά σαφώς τις προβλέψεις ανάπτυξης των περισσότερων άλλων χωρών της ΕΕ.
Η ΕΚΤ προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στη συνολική ζώνη του ευρώ σε μόλις 0,7% το 2023 και 1,0% το 2024.
Ένας σημαντικός καθοδικός κίνδυνος για τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας είναι η κλιμάκωση της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία.
«Σε γενικές γραμμές, οι αξιολογήσεις της Κύπρου συνεχίζουν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς. Επιπλέον, παρά την έντονη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, τα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας στην οικονομία παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Σύμφωνα με τη Eurostat, το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ ανά απασχολούμενο στην Κύπρο ανήλθε μόνο στο 87,1% του μέσου όρου της ΕΕ των 27 το 2022», αναφέρεται.
Ευνοϊκές προοπτικές για τα δημοσιονομικά
Όσον αφορά τα δημοσιονομικά δεδομένα, ο οίκος σημειώνει έχουν βελτιωθεί αισθητά και οι προοπτικές είναι ευνοϊκές.
Το δημοσιονομικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης μετατράπηκε σε πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ το 2022 από έλλειμμα 2,0% το 2021, λόγω έκτακτων παραγόντων όπως η μεγάλη μείωση των μέτρων στήριξης για τον COVID-19 και καθώς τα φορολογικά έσοδα ενισχύθηκαν από υψηλά αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Οι δημοσιονομικές εξελίξεις παρέμειναν ευνοϊκές τους τελευταίους μήνες λόγω της ευρείας αύξησης των φορολογικών εσόδων και των κοινωνικών εισφορών.
Κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2023, τα συνολικά έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 11,7% σε ετήσια βάση, ξεπερνώντας σαφώς την αύξηση των συνολικών δαπανών κατά 6,5% που προήλθε σε μεγάλο βαθμό από υψηλότερες δαπάνες για μισθούς του δημόσιου τομέα και κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση ενέκρινε δύο συμπληρωματικούς προϋπολογισμούς το 2023 για να καλύψει υψηλότερες τρέχουσες και κεφαλαιουχικές δαπάνες.
Λαμβάνοντας υπόψη το τελευταίο, ο οίκος θεωρεί ότι το πλεόνασμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης το 2023 θα είναι ελαφρώς χαμηλότερο από τον στόχο του 2,0% του ΑΕΠ, ο οποίος είχε καθοριστεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2023.
Τονίζεται ότι οι δημοσιονομικές προοπτικές είναι ευνοϊκές. Ο οίκος αναμένει ότι τα κρατικά έσοδα θα ενισχυθούν από την ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική στην οικονομία.
Επιπλέον, εκφράζεται η άποψη ότι η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει να ακολουθεί συνετή δημοσιονομική πολιτική.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπει πλεονάσματα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης ύψους 2,3% του ΑΕΠ, τόσο το 2024, όσο και το 2025.
Μέτριες δημοσιονομικές πιέσεις είναι πιθανό να προκύψουν από την πρόσφατη αναθεώρηση του επιδόματος κόστους διαβίωσης που οδηγεί σε μεγαλύτερη αυτόματη προσαρμογή των μισθών και συντάξεων του δημόσιου τομέα στον πληθωρισμό και από τη σχεδιαζόμενη επέκταση της ΚΕΔΙΠΕΣ.
Προκειμένου να αποφευχθούν οι εκποιήσεις ευάλωτων νοικοκυριών, η ΚΕΔΙΠΕΣ προγραμματίζεται να αποκτήσει επιλέξιμες πρωτογενείς κατοικίες (αγοραία αξία κάτω των €250.000) που έχουν χρησιμοποιηθεί ως εξασφάλιση σε ΜΕΔ και να παραχωρήσει αυτές τις κατοικίες σε ευάλωτα νοικοκυριά.
Ο οίκος κατανοεί ότι το δημοσιονομικό κόστος της επέκτασης του ΚΕΔΙΠΕΣ δεν έχει μέχρι στιγμής ενσωματωθεί στις δημοσιονομικές προβλέψεις της κυβέρνησης.
«Πιθανές μελλοντικές αλλαγές στη διεθνή φορολογία των εταιρειών αποτελούν παράγοντα κινδύνου για τα δημόσια οικονομικά δεδομένου του σχετικά υψηλού μεριδίου της Κύπρου στα δημοσιονομικά έσοδα που προέρχονται από αυτή την πηγή», τονίζεται.
Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων ανήλθαν σε μεγάλο ποσοστό 6,5% του ΑΕΠ το 2021 σε σύγκριση με μέσο όρο 3,1% για τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε σταθερή καθοδική πορεία
Ο οίκος αναφέρει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά το περασμένο έτος. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 86,5% του ΑΕΠ το 2022 από 101,2% το 2021 λόγω του δημοσιονομικού πλεονάσματος του περασμένου έτους και της πολύ υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Όσον αφορά το μέλλον, τα συνεχιζόμενα δημοσιονομικά πλεονάσματα και η ευνοϊκή δυναμική του χρέους αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω αισθητή μείωση του δείκτη χρέους.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί στο μέτριο 67,3% του ΑΕΠ το 2025.
Όσον αφορά την επιβάρυνση των επιτοκίων της κυβέρνησης, η προβλεπόμενη μείωση του ανεξόφλητου χρέους συμβάλλει στην αντιστάθμιση του αντίκτυπου της πρόσφατης αύξησης των επιτοκίων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει μέτρια μείωση των δαπανών για τόκους της γενικής κυβέρνησης στο 1,3% του ΑΕΠ το 2024 από 1,5% το 2022.
Η μετακύλιση των υψηλότερων επιτοκίων μετριάστηκε από ένα ευνοϊκό προφίλ χρέους μετά την επέκταση της μέσης διάρκειας του χρέους στο παρελθόν χρόνια. Η μέση σταθμισμένη διάρκεια του δημόσιου χρέους ήταν 7,4 έτη τον Αύγουστο του 2023, από 4,5 έτη τον Δεκέμβριο του 2012.
Οι πιθανοί κίνδυνοι βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης μετριάζονται από το μεγάλο χρηματικό απόθεμα της κυβέρνησης που ανερχόταν σε περίπου 12% του ΑΕΠ τον Αύγουστο του 2023.
Οι κύριοι κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά προέρχονται από ενδεχόμενο οικονομικό σοκ ή από υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον μεγάλο εγχώριο τραπεζικό τομέα του οποίου το σύνολο του ενεργητικού ανήλθε στο 261% του ΑΕΠ τον Ιούνιο του 2023.
Μειώθηκαν οι κίνδυνοι για τράπεζες
Για τις τράπεζες, ο οίκος αναφέρει ότι οι κίνδυνοι για την ποιότητα του ενεργητικού τους, έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αλλά εξακολουθούν να είναι υψηλότεροι από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα υποστηρίζεται από την ισχυρή κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα και τα πολύ μεγάλα αποθέματα ρευστότητας.
Ταυτόχρονα, ο οίκος υποδεικνύει ότι το κληροδοτημένο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στο τραπεζικό σύστημα από την κρίση του 2012-2013 παραμένει πιστωτική αδυναμία.
Αν και ο δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε σημαντικά από 46,4% τον Δεκέμβριο του 2016 σε 8,7% τον Ιούνιο του 2023 κυρίως λόγω των πωλήσεων και των διαγραφών προβληματικών δανείων, εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερος από ό,τι στις περισσότερες άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ.
Αναφορικά με τις αυξήσεις επιτοκίων, σημειώνει ότι ανέβασαν το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών και των εταιρειών, καθώς τα περισσότερα εγχώρια δάνεια έχουν κυμαινόμενα επιτόκια.
Επιπλέον, ο οίκος σημειώνει ότι το απόθεμα των δανείων του Σταδίου 2, αν και μειώθηκε, εξακολουθεί να είναι πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Τα δάνεια του Σταδίου 2 αντιπροσώπευαν το 11% των ακαθάριστων δανείων τον Ιούνιο του 2023, από 9% τον Δεκέμβριο του 2019. Η αύξηση των δανείων του Σταδίου 2 οφείλεται σε ανοίγματα προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και ενδέχεται να υποδηλώνει αυξανόμενους κινδύνους ποιότητας του ενεργητικού.
Παράγοντες αναβάθμισης και υποβάθμισης
Όπως αναφέρεται, οι αξιολογήσεις θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και διαρκής ισχυρή δημοσιονομική απόδοση που οδηγεί σε σημαντική μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους. (2) στοιχεία αυξημένης οικονομικής ανθεκτικότητας και αύξησης των επιπέδων παραγωγικότητας της εργασίας.
Οι αξιολογήσεις θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) σημαντική επιδείνωση της τροχιάς του δημόσιου χρέους, πιθανώς λόγω παρατεταμένης περιόδου ασθενούς ανάπτυξης, αυξανόμενων δημοσιονομικών πιέσεων ή υλοποίησης μεγάλων ενδεχόμενων υποχρεώσεων. (2) ουσιαστική αντιστροφή της πτωτικής τροχιάς στο απόθεμα των ΜΕΔ στον τραπεζικό τομέα.