Την πληρέστερη μαρτυρία που κατέθεσε ποτέ ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, ο οποίος πέθανε χθες σε ηλικία 83 ετών, δημοσίευσε το «Βήμα» στις αρχές του 2006, σε μια σειρά συνεντεύξεων που παραχώρησε προς την εφημερίδα και στον Αλέξη Παπαχελά ο τέως βασιλιάς.
Η μαρτυρία αυτή είναι η πληρέστερη που είχε καταθέσει ποτέ, υπό οποιαδήποτε μορφή. Στην πλήρη της έκταση αφορά γεγονότα από τα νεανικά του χρόνια, ως πρίγκιπα, επί κυβερνήσεως Αλεξάνδρου Παπάγου, ως και την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών και την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της δημοκρατίας στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1974.
Στο παρόν ένθετο αναδημοσιεύονται τα μέρη της που αφορούν τις εξελίξεις από την περίοδο πριν και κατά την εκδήλωση της Αποστασίας, καθώς και τα όσα ακολούθησαν ως την εκδήλωση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Ο Μακάριος, η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και οι επιστολές
Θυμάστε το καλοκαίρι του ΄64 και την κρίση με την Τουρκία;
«Θυμάμαι. Ηταν μια μέρα του Ιουλίου του ΄64. Κατά τις 3.30 το απόγευμα και ενώ είχα ξαπλώσει, με ειδοποιεί ο Χοϊδάς ότι ο πρωθυπουργός ήθελε να επικοινωνήσω μαζί του. “Τι συμβαίνει; ” τον ρωτώ. Μου απάντησε ότι, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, υπήρχε ενδεχόμενο να εμπλακούμε σε πολεμική ρήξη με την Τουρκία. Αμέσως τηλεφώνησα στον πρωθυπουργό, ο οποίος μου είπε ότι ήταν σε συμβούλιο στο γραφείο του στη Βουλή και συζητούσαν πώς θα αναχαιτισθεί η τουρκική αεροπορία πάνω από την Κύπρο. Τότε, για πρώτη φορά και τελευταία, του ζήτησα αν μπορούσα να παραβρεθώ στη σύσκεψη. Δέχθηκε ευχαρίστως. Παρόντες ήσαν, αν θυμάμαι καλά, ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης, ο υπουργός Εξωτερικών, ο υπουργός Συντονισμού, ο υφυπουργός Εθνικής Αμύνης και οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Η όλη συζήτηση περιεστρέφετο γύρω από το πώς θα ήταν δυνατή η αναχαίτιση της τουρκικής αεροπορίας. Είχε ήδη, πριν από τη σύσκεψη, δοθεί εντολή για την απογείωση δύο αεροσκαφών και από τη συζήτηση που επακολούθησε έγινε αντιληπτό ότι τα αεροσκάφη είχαν σταλεί για να κάνουν εμφάνιση στην Κύπρο χωρίς την άδεια του πρωθυπουργού ή δική μου ενημέρωση. Η εντολή είχε δοθεί από τον τότε υφυπουργό Εθνικής Αμύνης Μ. Παπακωνσταντίνου, για να μη φέρει την ευθύνη, όπως ισχυριζόταν, ο πρωθυπουργός, ο οποίος είχε εξοργισθεί. Με τον αρχηγό της Αεροπορίας είχα τον εξής διάλογο απ΄ ό,τι θυμάμαι:
“Από πού θα απογειωθούν τα αεροπλάνα;”.
“Από την Κρήτη και τη Ρόδο, Μεγαλειότατε”.
“Σε πόση ώρα θα φθάσουν στον εναέριο χώρο της Κύπρου;”. “Σε 40 λεπτά”.
“Πόση ώρα θα διαρκέσει η αναχαίτιση;”.
“Πέντε-έξι λεπτά”.
“Πού θα προσγειωθούν τα αεροπλάνα;”.
“Οσα προλάβουν θα επιστρέψουν στη Ρόδο, άλλα θα προσγειωθούν στον Λίβανο και ορισμένα θα πέσουν στη θάλασσα”. Εμεινα έκπληκτος και τότε ο πρωθυπουργός απευθυνόμενος στους παρευρισκομένους είπε:
“Ηταν ανάγκη, κύριοι, να έρθει ο βασιλεύς σε αυτή την αίθουσα για να μάθω την αλήθεια;”».
– Τις διαβουλεύσεις με τον Μακάριο εκείνο το καλοκαίρι τις θυμάστε;
«Ηρθε ο Μακάριος, νομίζω μια μέρα του Αυγούστου του 1964, και θυμάμαι ότι πήγε το απόγευμα να επισκεφθεί τον πρωθυπουργό στο Καστρί. Επρόκειτο δε μετά να έρθει στα ανάκτορα για εθιμοτυπική επίσκεψη. Κατά τις 8.00 το βράδυ μου τηλεφωνεί ο πρωθυπουργός και μου λέει:
“Με συγχωρείτε πολύ που σας κρατάμε τόση ώρα, αλλά είναι αδύνατον να συνεννοηθώ με τον Μακάριο. Δεν συμφωνεί σε τίποτα. Πείστε τον, παρακαλώ”. Είχα τότε την αίσθηση ότι εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους για την Ελλάδα μια ενδεχόμενη πολεμική σύρραξη με την Τουρκία, χωρίς μάλιστα να έχουμε ευθύνη, αφού στην Κύπρο οι εξελίξεις ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτες. Οταν ήρθε στα ανάκτορα ο Μακάριος ήταν πολύ στενοχωρημένος με τον πρωθυπουργό. Είχε το παράπονο ότι η Ελλάς δεν συμπαραστέκεται στους Κυπρίους.
Του εξήγησα ότι συμφωνώ με τη θέση της Ελλάδος διότι δεν μπορούσαμε να εμπλακούμε σε σύγκρουση με την Τουρκία καθ΄ ην στιγμή δεν είχαμε κανέναν έλεγχο πάνω στα γεγονότα της Κύπρου.
Γύρω από το θέμα αυτό είχαμε μια μακρά και ζωηρή συζήτηση. “Μακαριότατε” του λέω κάποια στιγμή “έχω την εντύπωση ότι τα επόμενα χρόνια θα συναντήσετε πολλούς πρωθυπουργούς και υπουργούς στην Ελλάδα. Αλλοι θα σας λένε την αλήθεια, άλλοι όχι.
Θέλω να ξέρετε ένα πράγμα: Δεν θα σας πω ποτέ ψέματα. Θα πρέπει όμως να αντιληφθείτε ότι δεν εξυπηρετείται το συμφέρον της Ελλάδος με μια οιασδήποτε μορφής εμπλοκή με την Τουρκία, εκτός εάν είναι αναγκαίο για την άμυνα της χώρας”.
Του ζήτησα να δεχθεί την πρότασή του και ο Μακάριος, ο οποίος ήταν πολύ εκνευρισμένος, μου λέει:
“Εφόσον τοποθετείτε το πρόβλημα κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δέχομαι”.
Και τότε του θέτω την ερώτηση:
“Δηλαδή, εάν οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφωνήσουν με το σχέδιο αυτό, εσείς θα το υποστηρίξετε, θα το υπογράψετε;”.
“Θα το υπογράψω” μου απάντησε.
Τον συνόδευσα ως την πόρτα, τον αποχαιρέτησα και έφυγε. Από εκείνη την ημέρα ο Μακάριος και εγώ γίναμε δύο πολύ καλοί φίλοι και πρέπει να τονίσω ότι μου συμπαραστάθηκε σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής μου. Μόλις έφυγε ο Αρχιεπίσκοπος τηλεφώνησα στον πρωθυπουργό, ο οποίος με ρώτησε τι έγινε. Του απάντησα ότι ο Μακάριος συμφώνησε.
“Τι είπατε, Μεγαλειότατε;”. “Συμφώνησε” του επανέλαβα. Και αμέσως ο πρωθυπουργός με ρωτά:
“Μπορώ να κατέβω τώρα στο γραφείο σας;”.
“Βεβαίως, σας περιμένω”. Ηταν ήδη 9.00-9.30 το βράδυ. Μου ζήτησε να έρθει μαζί με τον Στ. Κωστόπουλο, που ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών, και τον Π. Γαρουφαλιά, που ήταν υπουργός Εθνικής Αμύνης. Τους μετέφερα όλη τη συζήτηση που είχα με τον Μακάριο και ο πρωθυπουργός μού λέει:
“Αυτό είναι θαύμα. Τι θα κάνουμε τώρα;”.
“Δεν έχω ιδέα” του απαντώ. “Εσείς μου ζητήσατε να τον πείσω, τον έπεισα, από ΄κεί και πέρα θα πρέπει να αποφασίσετε το επόμενο βήμα”.
“Εχετε καμιά ιδέα; ” με ρωτά. “Κάτι περνάει απ΄ το μυαλό μου:
να στείλουμε μήνυμα στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών εξηγώντας του τι έχει γίνει και να ζητήσουμε να υποστηρίξει τις θέσεις της Ελλάδας”, και προσθέτω: “Κύριε πρωθυπουργέ, απ΄ ό,τι κατάλαβα, ο Μακάριος θα πάει στην Αίγυπτο. Αν πρόκειται να γίνει μια συμφωνία, θα πρέπει να γίνει τις επόμενες τρεις ημέρες, αλλιώς θα χάσουμε και τον Μακάριο και τη συμφωνία!”. Φοβόμουν ότι θα τον μετέπειθε ο Νάσερ.
“Συμφωνώ απολύτως. Θα συντάξουμε τηλεγράφημα” μου λέει ο Γ. Παπανδρέου. Και τότε επακολούθησε το εξής χαρακτηριστικό: ο πρωθυπουργός κάθησε στο γραφείο μου, πήρε μια μπλε κόλλα χαρτί με το Κ. και το στέμμα και άρχισε να συντάσσει το τηλεγράφημα που θα απηύθυνα στον πρόεδρο των ΗΠΑ. Αφού έγραψε όλο το κείμενο με το χέρι, έβαλε την υπογραφή μου: “Κωνσταντίνος Β΄”. Μας διάβασε το κείμενο, συμφώνησαν οι Γαρουφαλιάς και Κωστόπουλος, το έστειλε στο υπουργείο Εξωτερικών και αφού μεταφράστηκε διαβιβάστηκε στον Τζόνσον, τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος όμως έκανε τρεις εβδομάδες να απαντήσει. Στο μεταξύ, όπως είχα προβλέψει, ο Μακάριος είχε αλλάξει γνώμη. Δυστυχώς έχω χάσει αυτό το χειρόγραφο-ντοκουμέντο, αν και ήταν στο γραφείο μου όταν έφυγα από την Ελλάδα».
– Τον Τζων Σωσσίδη τον είχατε γνωρίσει εκείνη την περίοδο;
«Αμυδρώς. Την εποχή εκείνη ήταν διπλωματικός σύμβουλος του πρωθυπουργού. Ηξερα ότι έπαιξε ουσιαστικό ρόλο».
Το 1965 ξεσπάει η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Κάποιοι κατηγορούν τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι συγκροτούσε μια συ νωμοτική στρατιωτική οργάνωση με βάση την Κύπρο. Η υπόθεση και η επιμονή του Κωνσταντίνου να προχωρήσει η ανάκριση οδήγησαν στην τελική σύγκρουσή του με τον Παπανδρέουσε σχέση με το ποιος έπρεπε να είναι ο υπουργός Αμυνας, που θα είχε και την πολιτική ευθύνη για τις έρευνες.
– Με τον Γαρουφαλιά είχατε κάποιες σχέσεις ιδιαίτερες εκείνη την περίοδο;
«Οχι. Γνώρισα τον Γαρουφαλιά όταν έγινε υπουργός και είχα πολύ καλές σχέσεις μαζί του, όπως επίσης με τον Κωστόπουλο, τον Ζίγδη, τον Μπακατσέλο και τους άλλους υπουργούς».
– Η πρώτη φορά που αρχίζει να υπάρχει μια σκιά στις σχέσεις σας με τον πρωθυπουργό είναι η ιστορία τού «ΑΣΠΙΔΑ»;
«Ναι, νομίζω ο “ΑΣΠΙΔΑ” ήταν η πρώτη σκιά στη σχέση μας».
– Τι μάθατε σ΄ αυτή την ιστορία, πόσο σοβαρή σας φαινόταν τότε;
«Σύμφωνα με πληροφορίες που έφθαναν από την Κύπρο, είχαν παρατηρηθεί ύποπτες κινήσεις ορισμένων αξιωματικών του στρατού με στόχο να οργανωθεί εκτροπή στο στράτευμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εφέρετο ότι ήταν ο εμπνευστής αυτών των κινήσεων. Πάντως ήταν ξεκάθαρο σ΄ εμένα ότι δεν μπορούσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των πληροφοριών».
– Δεν είπατε στον Αρναούτη να ψάξει κάτι;
«Οχι, πώς να ψάξει; Σε τέτοιες περιπτώσεις διενεργείται ανάκριση από τα αρμόδια όργανα».
– Σας φαινόταν όμως μια σοβαρή ιστορία.
«Αυτή την εντύπωση είχα σχηματίσει».
– Και η απειλή, ο κίνδυνος ποιος ήταν;
«Να εκδηλωθεί συνωμοσία στο στράτευμα. Είχα υπόψη μου ότι στο παρελθόν υπήρχε ο ΙΔΕΑ και ότι είχε παρουσιασθεί κάποτε σοβαρή αναταραχή στο Πεντάγωνο. Ανυποχώρητη θέση του πατέρα μου ήταν ότι ο στρατός έπρεπε να παραμένει έξω από την πολιτική. Τόσο ο βασιλεύς Παύλος όσο και εγώ δεν επιτρέπαμε στους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων να απευθύνονται σ΄ εμάς για πολιτικά θέματα. Η αρχή μας ήταν: Εξω από το στράτευμα η πολιτική. Βεβαίως είχαμε παρεξηγηθεί και είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επιδιώκαμε τον έλεγχο του στρατού. Αυτό δεν ήταν αλήθεια, αλλά δεν είχαμε τη δυνατότητα να αποδείξουμε το αντίθετο. Εναντιώθηκα σ΄ αυτό που ονομάστηκε “ΑΣΠΙΔΑ”, όπως εναντιώθηκα και στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου».
– Θυμάστε την πρώτη φορά που συζητήσατε με τον Παπανδρέου για το θέμα αυτό;
«Δεν θυμάμαι…».
– Αυτό αρχίζει ουσιαστικά τον Μάρτιο του ΄65.
«Είχα λάβει πολλές επιστολές από τον Γρίβα, ο οποίος διετείνετο ότι υπάρχει συνωμοσία».
– Εσείς αισθάνεστε ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν άνθρωποι στο δικό σας περιβάλλον που κινδυνολογούσαν; Λένε ότι ο Χοϊδάς αντιμετώπιζε τα πράγματα με εισαγγελικό τρόπο. Μπορεί να ήταν πιο απόλυτος απ΄ ό,τι θα έπρεπε ως σύμβουλος;
«Υπήρχαν φήμες και πληροφορίες για συνωμοσία στο στράτευμα. Ηταν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα. Δεν μπορώ να πω ότι ο Χοϊδάς ή κάποιοι άλλοι αντιμετώπιζαν τα πράγματα με εισαγγελική νοοτροπία. Ανησυχούσα διότι δεν ήθελα καμιάς μορφής συνωμοσία στο στράτευμα. Θα είχα γίνει έξαλλος αν είχα πληροφορηθεί την προετοιμασία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και θα είχα παρέμβει δυναμικά για να το αποτρέψω».
– Η ανησυχία αυτή δημιουργήθηκε από πληροφορίες που έρχονταν από τρίτους.
«Ο Γρίβας ήταν η βασική πηγή των περισσοτέρων πληροφοριών ότι εξυφαίνεται η συνωμοσία στο στράτευμα».
– Τον Μάρτιο του ΄65 υπάρχει μια συζήτηση που είχατε τότε με τον επιτετραμμένο της αμερικανικής πρεσβείας Ανσουτζ, όπου εσείς λέτε ότι θα προτιμούσατε να ήταν ο Στεφανόπουλος πρωθυπουργός, γιατί θα ήταν πιο συνεννοήσιμος σ΄ αυτά τα θέματα. Σας περνούσε από το μυαλό ως σκέψη αυτό;
«Θα πρέπει να σας πω ότι ουδόλως εκτιμούσα τον Ανσουτζ. Ηταν ατυχία η αντικατάσταση του Λαμπουίζ, ο οποίος ήταν σοβαρός και θετικός. Πάντα είχα την αίσθηση ότι δεν μπορούσα να εμπιστευθώ τον Ανσουτζ. Είχα φθάσει στο σημείο να ζητήσω από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ την απομάκρυνσή του από την Ελλάδα με τη σύμφωνη γνώμη του τότε υπουργού Εξωτερικών. Ηταν λάθος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να αφήσουν να ασκεί καθήκοντα πρέσβη ο Ανσουτζ για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Ο ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Ο Κωνσταντίνος στέλνει μια σειρά εξαιρετικά σκληρές και αυστηρές επιστολές στον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου αμφισβητώντας το δικαίωμά του να ορίζει υπουργό Αμύνης της δικής του επιλογής. Ως σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί ποιοι ακριβώς ήταν οι συντάκτες εκείνων των περίφημων επιστολών.
– Οταν ξεσπάει το θέμα της απομάκρυνσης του Γαρουφαλιά, εσείς πόσο γρήγορα καταλαβαίνετε ότι είναι πολύ σοβαρό;
«Κατάλαβα ότι ήταν σοβαρό το θέμα όταν διάβασα στις εφημερίδες ότι αντιστέκομαι στην απομάκρυνση του Γαρουφαλιά. Κανένας δεν μου είχε ζητήσει να υπογράψω διάταγμα για την απομάκρυνσή του. Θυμάμαι ότι πήρα στο τηλέφωνο τον πρωθυπουργό μερικές εβδομάδες πριν από την κρίση και τον ρώτησα: “Μου έχετε ζητήσει την απομάκρυνση του Γαρουφαλιά;”.
“Οχι, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα” μου απάντησε».
– Αυτό εσείς πώς το ερμηνεύετε;
«Εκείνη την εποχή υπήρχε μια τρομακτική ένταση. Δεν γνωρίζω γιατί έγιναν όλα αυτά, νομίζω όμως ότι είχα σωστά προβλέψει πως κάποιοι επεδίωκαν να συγκρουσθώ με τον Γ. Παπανδρέου. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Πρέπει όμως να σας ομολογήσω ότι διέπραξα λάθη. Πρώτον, δεν έπρεπε ποτέ να είχα απευθύνει στον πρωθυπουργό εκείνες τις επιστολές. Δεύτερον, δεν έπρεπε ποτέ να εμπλακώ τόσο γρήγορα σε διαφωνία με τον Γ. Παπανδρέου. Τρίτον, έπρεπε να καταβάλω μεγαλύτερες προσπάθειες για να τον πείσω να μην παραιτηθεί».
– Τις επιστολές, οι οποίες είναι κρίσιμες, ποιος τις έγραψε;
«Βασικά ο Κ. Χοϊδάς με τη δική μου συμπαράσταση και πιστεύω πως στη σύνταξή τους είχε παίξει ρόλο και ο Π. Κόκκας, που ήταν φίλος του Χοϊδά».
– Αρα, μπορεί να υποθέσει κανείςκαι ο Μητσοτάκης;
«Μπορείτε να κάνετε αυτή την εκτίμηση, αλλά δεν έχω τέτοιο δεδομένο. Ο ίδιος ο Κόκκας αργότερα μου ομολόγησε ότι είχε συμβάλει στη σύνταξη των επιστολών».
– Ο Αρναούτης;
«Ο Αρναούτης ήταν παρών όταν με τον Χοϊδά συντάσσαμε τις επιστολές αλλά δεν είχε καμία συμμετοχή».
– Οταν διαβάζατε αυτές τις επιστολές δεν καταλαβαίνατε ότι μπαίνατε σε ένα αδιέξοδο;
«Ναι. Κυρίως μετά τη δεύτερη επιστολή. Την πρώτη επιστολή ο πρωθυπουργός την είχε αποκαλέσει πατριαρχική. Ηταν λάθος μου».
– Κάποιοι λένε ότι, αν ήταν κάποιος άνθρωπος κοντά σας από το περιβάλλον του πατέρα σας, ενδεχομένως θα είχαν σταματήσει αυτές οι επιστολές. Το έχετε σκεφθεί ποτέ αυτό;
«Οχι».
Η κορύφωση της κρίσης, η ρήξη με τον Γέρο και η Αποστασία
Ο Κωνσταντίνος, αφού έχει στείλει τις περιβόητες επιστολές προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, κείμενα που δυναμίτισαν τις σχέσεις ανώτατου άρχοντος και πρωθυπουργού, περιγράφει όσα συνέβησαν τις κρίσιμες ώρες, γεγονότα που οδήγησαν στον εξαναγκασμό του πρωθυπουργού σε παραίτηση, όπως τη νύχτα της ίδιας ημέρας θα καταγγείλει προς τον ελληνικό λαό ο Γεώργιος Παπανδρέου. Οπως είναι γνωστό, ο Γ. Παπανδρέου αποχώρησε από τα ανάκτορα λέγοντας στον Κωνσταντίνο ότι θα υποβάλει την παραίτησή του γραπτώς.
«Μου αρκεί και προφορικώς» φέρεται απαντήσας ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αμέσως εκάλεσε τον Γεώργιο Νόβα, τότε πρόεδρο της Βουλής, και του έδωσε την εντολή σχηματισμού νέας κυβερνήσεως. Ο Κωνσταντίνος ομολογεί ότι αμέσως μετά τον Γ. Παπανδρέου εκάλεσε τον Γ. Νόβα και του έδωσε την εντολή χωρίς προφανώς να συνεννοηθεί με οποιονδήποτε, ούτε να συζητήσει τα διάφορα ενδεχόμενα. Αυτή η ταχύτητα στις ενέργειες του τέως βασιλέως έδωσε τη βάση για εξαγωγή του συμπεράσματος ότι είχε προηγηθεί συνωμοσία και προσυνεννόηση με τους αποστάτες. Λίγες ημέρες αργότερα οι εφημερίδες θα γράψουν ότι ο Γ. Νόβας περίμενε από νωρίς σε ένα σαλονάκι των ανακτόρων. Περίμενε «στην κουζίνα», θα πει επιγραμματικά λίγες ημέρες αργότερα ο Γ. Παπανδρέου.
– Με τη μητέρα σας είχατε κουβεντιάσει εκείνη την κρίση με τον Παπανδρέου; Ηξερε ότι υπάρχει κρίση;
«Ηξερε ότι συντάσσονταν οι επιστολές αλλά δεν αναμείχθηκε καθόλου. Ηθελε να αποφύγει σχόλια ότι δήθεν έφταιγε εκείνη, κάτι που τελικά δεν αποφεύχθηκε».
– Κατ΄ ιδίαν το κουβεντιάσατε;
«Ηταν φυσικό να συζητάμε για ένα τόσο σοβαρό θέμα. Δεν ήθελα η βασίλισσα, η μητέρα μου και η αδελφή μου να πληροφορούνται τις εξελίξεις από τις εφημερίδες».
– Λέω αν υπήρχε κάποια φωνή άλλη εκείνη τη στιγμή που σας έλεγε «μην το κάνεις», «πρόσεξέ το» κτλ. Υπήρχε, δηλαδή, ομοφωνία στο δικό σας περιβάλλον;
«Είχα την πρωτοβουλία και φυσικά την ευθύνη. Στο περιβάλλον μου δεν είχε διατυπωθεί διαφωνία. Θέλω όμως να επαναλάβω ότι η βασίλισσα και η μητέρα μου δεν είχαν καμία ανάμειξη».
– Τον Γαρουφαλιά τον είχατε δει εσείς τότε κατ΄ ιδίαν;
«Δεν νομίζω. Δεν είχα μαζί του ιδιωτική συνάντηση, αν αυτό εννοείτε. Μόνο σε ακρόαση τον είχα συναντήσει».
– Με τον «Γέρο» έγινε κάποια προσπάθεια εκτόνωσης προτού φθάσουμε στις 15 Ιουλίου;
«Οταν ήμουν στην Κέρκυρα τον πήρα στο τηλέφωνο και του λέω: “Κύριε πρωθυπουργέ, διαβάζω στις εφημερίδες ότι ζητάτε την απομάκρυνση του Γαρουφαλιά και ότι αντιδρώ”.
Μου απαντά: “Οχι, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο”.
Η μεταξύ μας διαφωνία προκλήθηκε όταν εξέφρασε ο Γ. Παπανδρέου την επιθυμία να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμύνης».
– Και εσείς θεωρείτε ότι υπήρχε ζήτημα στο να κρατήσει ο Παπανδρέου το υπουργείο.
«Θεωρούσα ότι, εφόσον στο πλαίσιο και υπό την ευθύνη του υπουργείου Εθνικής Αμύνης διεξήγετο ανάκριση και το όνομα του υιού του πρωθυπουργού εφέρετο να έχει παίξει ηγετικό ρόλο στην υπόθεση που ερευνάτο, δεν θα ήταν ορθό να αναλάβει ο πρωθυπουργός-πατέρας την ηγεσία του υπουργείου».
Στις 15 Ιουλίου 1965 ο Γ. Παπανδρέου υποβάλλει την παραίτησή του στον βασιλέα και αρχίζει η κρίση της Αποστασίας. Ο Κωνσταντίνος ορίζει πρωθυπουργό τον Πρόεδρο της Βουλής Νόβα, ο οποίος δεν παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης. Στη συνέχεια ορίζει τον Τσιριμώκο, ο οποίος επίσης αποτυγχάνει, και τελικώς στην τρίτη προσπάθεια παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης ο Στεφανόπουλος. Η ΕΚ έχει εν τω μεταξύ κηρύξει τον «Ανένδοτο Αγώνα» εναντίον του Παλατιού.
– Εσείς πόσο κοντά στις 15 Ιουλίου καταλαβαίνετε ότι πάμε σε ένα αδιέξοδο…
«Ηταν ξεκάθαρο εκείνες τις ημέρες αφού ο πρωθυπουργός επέμενε να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Το πρωί της 15ης Ιουλίου φώναξα τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Σγουρίτσα και τον ρώτησα αν το Σύνταγμα μου παρείχε το δικαίωμα να δώσω εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως σε τρίτο πρόσωπο σε περίπτωση που ο πρωθυπουργός θα υπέβαλλε την παραίτησή του. Ο Σγουρίτσας μού απάντησε θετικά. Θα έπρεπε δε η νέα κυβέρνηση να εμφανισθεί στη Βουλή εντός 15 ημερών και να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης».
– Τι συνέβη στις 15 Ιουλίου; Ερχεται ο Παπανδρέου σε εσάς και το κλίμα είναι βαρύ;
«Ημουν πολύ στενοχωρημένος διότι έβλεπα ότι είχε δημιουργηθεί αδιέξοδο. Στην ακρόαση που είχαμε ο πάντα ευγενής και πράος Γ. Παπανδρέου μού λέει, απ΄ ό,τι θυμάμαι:
“Μεγαλειότατε, πρέπει να αναλάβω το υπουργείο Εθνικής Αμύνης”. Του απαντώ: “Κύριε πρωθυπουργέ, δεν θεωρώ σκόπιμο να αναλάβετε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, εκκρεμεί ανάκριση και υποτίθεται ότι υπάρχουν καταγγελίες που επιβαρύνουν τον γιο σας. Σας προ τείνω λοιπόν να βάλω εν λευκώ την υπογραφή μου σε ένα διάταγμα και εσείς να συμπληρώσετε χωρίς να με ρωτήσετε το όνομα εκείνου που επιθυμείτε να διορίσετε υπουργό Εθνικής Αμύνης”.
Σκέφτηκε για λίγο την πρότασή μου και μου λέει:
“Οχι, θέλω να αναλάβω εγώ το υπουργείο. Αν με εμπιστεύεστε ως πρωθυπουργό της χώρας, πρέπει να με εμπιστεύεστε και ως υπουργό Εθνικής Αμύνης”.
“Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης” θυμάμαι πως του είπα. “Εγώ σας εμπιστεύομαι, είναι όμως αποκλειστικά και μόνο θέμα ηθικής τάξεως”.
Επέμενε. Είχα προβλέψει αυτό το ενδεχόμενο, αλλά δεν είχα επεξεργασθεί τρόπους αντιμετωπίσεως. Εκείνη τη στιγμή σκέφθηκα μια λύση την οποία δεν είχα προετοιμάσει ούτε συζητήσει με τον Χοϊδά. Του λέω:
“Κύριε πρωθυπουργέ, γιατί δεν κάνουμε κάτι άλλο;”.
“Τι άλλο μπορεί να γίνει; ” με ρωτά.
“Προτείνω να μεταφερθεί η διαδικασία της ανακρίσεως στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν το δεχθείτε, θα υπογράψω αμέσως το σχετικό διάταγμα για να αναλάβετε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης”. Ο πρωθυπουργός, δυστυχώς, δεν δέχθηκε την πρότασή μου και φεύγοντας κοντοστάθηκε στην πόρτα και μου είπε:
“Εχω την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το δικαίωμα να ζητήσω τη διεξαγωγή εκλογών. Αλλά δεν το ζητώ”.
Οπότε του λέω:
“Είμαι τότε, κύριε πρωθυπουργέ, ελεύθερος να κινηθώ όπως νομίζω”.
“Αντιλαμβάνομαι απολύτως τι μου λέτε, Μεγαλειότατε”.
Και εκεί έκλεισε η συζήτηση. Εφυγε και αμέσως ζήτησα να φωνάξουν τον Νόβα, που ήταν στο γραφείο του στη Βουλή. Του είπα ότι δεν συμφωνήσαμε, του ζήτησα τη δύναμη των κομμάτων και τον ρώτησα για άλλη μία φορά αν θα δεχθεί την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως. Μου έδωσε θετική απάντηση. Μετά ήρθε ο Χοϊδάς και μου είπε ότι σε λίγο θα έφθαναν ο Κωστόπουλος και ο ναύαρχος Τούμπας».
– Καταλαβαίνατε ότι εκείνη την ώρα είχε ανοίξει το κουτί της Πανδώρας;
«Ναι. Είχα συνειδητοποιήσει ότι είχαμε μπει σε μια φοβερή κρίση την οποία ειλικρινά δεν επιθυμούσα. Με είχε κυριεύσει ταυτόχρονα θλίψη για το αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί και θυμός γιατί δεν ήταν ανάγκη να φθάσουμε ως εκεί. Αν κοιτάξει κανείς πίσω μετά από 40 χρόνια, διερωτώμαι και εγώ: Ηταν ανάγκη, τόσο στην περίπτωση του ταξιδιού του Λονδίνου όσο και τον Ιούλιο του 1965, να φθάσουν οι τότε πρωθυπουργοί Καραμανλής και Γ. Παπανδρέου στα άκρα; Δεν θα μπορούσε ο Καραμανλής να υποχωρήσει αφού είχε διαπιστώσει ότι ο βασιλεύς Παύλος επέμενε να πραγματοποιηθεί το επίσημο αυτό ταξίδι που θεωρούσε ότι ήταν αναγκαίο για τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδος- Μ. Βρετανίας; Ηταν αναγκαίο να φθάσει στην παραίτηση; Επίσης, δεν θα μπορούσε ο Γ. Παπανδρέου να αποδεχθεί την πρότασή μου να μεταφερθεί η ανάκριση για τον “ΑΣΠΙΔΑ” στο υπουργείο Δικαιοσύνης και να αναλάβει αμέσως το υπουργείο Εθνικής Αμύνης; Δεν αποτελούσε η πρότασή μου αυτή μια διέξοδο που θα απέτρεπε την τραγική πολιτική κρίση που επακολούθησε;
Αυτά τα ερωτήματα δεν αμβλύνουν την πεποίθησή μου ότι η συγγραφή και αποστολή στον πρωθυπουργό εκείνων των επιστολών υπήρξε σοβαρό ολίσθημα. Ανεξάρτητα του εάν συντάκτης των επιστολών ήταν ο Χοϊδάς ή ο Κόκκας, οι επιστολές αυτές είχαν τη δική μου υπογραφή και συνεπώς φέρω αποκλειστικά την ευθύνη. Πιστεύω ότι, αν είχα περισσότερη υπομονή, ίσως να είχα πείσει τον πρωθυπουργό και δεν θα φθάναμε στα άκρα. Επρεπε να είχα συνομιλήσει νωρίτερα και περισσότερο μαζί του. Κατά καιρούς πολλές φήμες κυκλοφορούσαν, τόσο για τον βασιλέα Παύλο όσο και για μένα. Ειδικότερα, ότι τον πατέρα μου πίεζε η μητέρα μου σχετικά με το ταξίδι του Λονδίνου, ενώ εγώ κατά τη διάρκεια της κρίσεως του 1965 βρισκόμουν αφενός μεν υπό την επιρροή της μητέρας μου και αφετέρου κάτω από τις πιέσεις Αμερικανών και άλλων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Οι ιστορικοί, πιστεύω, θα πρέπει να ερευνήσουν ποιοι και γιατί πίεζαν τον Γ. Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965».
– Εχετε βρει απάντηση εσείς;
«Δεν έχω. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι οι σχέσεις του πρωθυπουργού Παπανδρέου και του βασιλέως Κωνσταντίνου ήταν σχέσεις, όπως σας έχω ήδη πει, παππούπρωθυπουργού και εγγονού- βασιλέως. Ηταν αρμονικές και πολύ λυπήθηκα που δεν κατάφερα να αποφύγω την αντιπαράθεση μαζί του».
– Εκείνη την ώρα πέρασε από το μυαλό σας να κάνετε εσείς πίσω;
«Εκανα ό,τι μου υπαγόρευε η κρίση μου την εποχή εκείνη».
– Να κάνετε τελείως πίσω. Να του πείτε:Πάρε εσύ το υπουργείο.
«Σας επαναλαμβάνω ότι ήταν θέμα ηθικής τάξεως. Του πρότεινα, ως διέξοδο στην κρίση, να αναλάβει αμέσως το υπουργείο Εθνικής Αμύνης υπό τον όρο να μεταφερθεί η ανάκριση στο υπουργείο Δικαιοσύνης».
– Τι είναι αυτό που σας φόβιζε να κάνετε πίσω; ότι θα χάσετε το πρεστίζ, τη δική σας δύναμη;
«Δεν ήταν ο φόβος ότι μειωνόταν το κύρος μου. Ηταν περισσότερο η πεποίθησή μου και η ανησυχία μου ότι από πλευράς πολιτικής και ηθικής δεοντολογίας δεν ήταν σωστό να αναλάβει ο πατέρας την ευθύνη της ανακρίσεως που διεξήγετο και σε βάρος του γιου του. Θέλω να πιστεύω πως ο Γ. Παπανδρέου ενδόμυχα συμφωνούσε μαζί μου, αλλά έχω την εντύπωση ότι οι τότε κομματικές συνθήκες τού υπαγόρευσαν την αρνητική στάση που κράτησε».
– Σας είχαν «φουντώσει» εσάς με πληροφορίες για τον «ΑΣΠΙΔΑ»τότε, πιο κοντά στις 15 Ιουλίου;
«Οχι περισσότερο απ΄ όσα σας περιέγραψα πριν. Κυκλοφορούσαν πολλές φήμες και πληροφορίες που δημιουργούσαν σύγχυση. Η ουσία είναι ότι ως αρχηγός του κράτους, ανεύθυνος κατά το Σύνταγμα, είχα χρέος να συμβουλεύω, τη δε ευθύνη των αποφάσεων είχε η κυβέρνηση. Επαναλαμβάνω ότι έκανα λάθος, δεν προσπάθησα όσο έπρεπε με τον Γ. Παπανδρέου».
AΠΟ ΤΟΝ NΟΒΑ ΣΤΟΝ TΣΙΡΙΜΩΚΟΚΑΙ ΣΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟ
– Φεύγει ο Παπανδρέου. Εσείς τι κάνετε αμέσως μετά;
«Αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η παραίτηση του πρωθυπουργού, κάλεσα τον Πρόεδρο της Βουλής Νόβα και του έδωσα την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως».
– Υπήρχε μια προετοιμασία πριν για το τι θα γίνει στην περίπτωση που παραιτηθεί ο Παπανδρέου;
«Είχε ερωτηθεί ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Νόβας ή από εμένα ή από τον Χοϊδά, δεν θυμάμαι ακριβώς, αν θα εδέχετο την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως έπειτα από ενδεχόμενη παραίτηση του πρωθυπουργού και είχε απαντήσει θετικά».
– Ο Νόβας ήταν ήδη μέσα στα ανάκτορα όταν παραιτήθηκε ο Παπανδρέου;
«Οχι. Ηταν στο γραφείο του στη Βουλή. Τηλεφώνησα αμέσως στον Χοϊδά και του είπα να καλέσει τον Πρόεδρο της Βουλής. Ηρθε στα ανάκτορα εκείνη τη στιγμή και με ενημέρωσε για την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων. Ηρθαν μετά ο Κωστόπουλος, ο οποίος ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ο ναύαρχος Τούμπας, ο οποίος ανέλαβε το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, και την επομένη άρχισε να συμπληρώνεται η κυβέρνηση. Η εντολή ήταν να συγκροτηθεί η νέα κυβέρνηση και να εμφανισθεί στη Βουλή να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης εντός 15 ημερών».
– Τον Στεφανόπουλο τον σκεφθήκατε καθόλου εκείνη τη στιγμή;
«Οχι. Μετά, όταν ο Νόβας δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης, με επεσκέφθησαν ο Στεφανόπουλος και ο Τσιριμώκος. Εγινε μεγάλη συζήτηση για το αν θα μπορούσε κάποιος από τους δύο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας εξασφαλίζοντας ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Ο Τσιριμώκος μού είπε ότι δεν πι στεύει ότι θα τα καταφέρει να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Ο Στεφανόπουλος μου ζήτησε περιθώριο 24 ωρών για να κάνει βολιδοσκοπήσεις. Συμφωνήσαμε λοιπόν να συναντηθούμε εκ νέου έπειτα από 24 ώρες για να αναθέσω την εντολή σε εκείνον που θα είχε μεγαλύτερη πιθανότητα να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης. Πράγματι σε 24 ώρες επανήλθαν σε ακρόαση. Επειτα από μακρά συζήτηση κατά την οποία οι δύο πολιτικοί ανέλυσαν τους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων της Βουλής και ενώ διεφαίνετο ότι περισσότερες πιθανότητες να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης είχε ο Στεφανόπουλος, γυρίζει και λέει:
“Εγώ είμαι γρουσούζης, δεν μπορώ να δεχθώ την εντολή”. Ο Τσιριμώκος, ο οποίος νομίζω ότι τα έχασε και εξεπλάγη περισσότερο από μένα, του είπε τότε: “Κύριε πρόεδρε, τι είναι αυτά που λέτε; Βάζετε τον βασιλιά σε πολύ δύσκολη θέση, έχουμε κάνει συμφωνία κυρίων”.
Ο Στεφανόπουλος όμως επέμενε στην άποψή του. Τότε απευθύνθηκα στον Τσιριμώκο και του λέω:
“Εχετε την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως”.
Ο Τσιριμώκος δέχθηκε, γεγονός που προκάλεσε πολιτική έκρηξη.
Κανείς δεν περίμενε ότι θα έδινα την εντολή σε έναν πρώην αριστερό. Είναι αξιοσημείωτο ότι την επομένη που ανέλαβε ο Τσιριμώκος, στην τελετή για την απονομή των διπλωμάτων στους αξιωματικούς της Σχολής Πολέμου στη Θεσσαλονίκη, οι τρεις αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων με συνεχάρησαν για την επιλογή μου. Δεν επέτρεψα βέβαια να γίνει πολιτική συζήτηση, ήταν εμφανές όμως ότι είχαν νιώσει ανακούφιση».
– Με τον Μητσοτάκη πότε έρχεστε σε επαφή εσείς;
«Νομίζω μόλις ανέλαβε ο Τσιριμώκος. Τον ρώτησα αν θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση και μου απάντησε θετικά».
– Εσείς θεωρούσατε ότι ήταν μια σημαντική προσωπικότητα;
«Ναι, βέβαια. Αναμφιβόλως είναι μια σημαντική πολιτική προσωπικότητα».
– Ετέθη ποτέ ζήτημα να αναλάβει ο ίδιος πρωθυπουργός;
«Οχι. Ούτε μου το ζήτησε ούτε το πρότεινε κανείς».
Η εξαγορά βουλευτών, οι Αμερικανοί και οι επαφές με τον Καραμανλή
Τα δραματικά γεγονότα του θέρους του 1965 δηλητηρίασαν την πολιτική ζωή του τόπου και απείλησαν τον κοινωνικό ιστό.
Ενδείξεις και μαρτυρίες οδήγησαν στην εκτίμηση ότι ακόμη και εξαγορές βουλευτών έγιναν προκειμένου να εξασφαλισθεί υποστήριξη για την αποκληθείσα αυλική κυβέρνηση των αποστατών. Ο τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος τονίζει: «Δεν είχα απολύτως καμία ανάμειξη σε αυτό το ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τους θεσμούς παρασκήνιο». Ο Κωνσταντίνος αποκαλύπτει όλο το θλιβερό παρασκήνιο, με τους βασιλικούς συμβούλους να κινούνται στα παρασκήνια για να συγκεντρώσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία πρόθυμη να στηρίξει την εκτροπή. Ενάμιση χρόνο αργότερα ο ίδιος ο τέως βασιλεύς θα αρχίσει να αισθάνεται το βάρος του πολιτικού προβλήματος. Και θα αρχίσει επαφές για λύση στο αδιέξοδο. Η πορεία της χώρας όμως έχει δρομολογηθεί. Ο εξευτελισμός των θεσμών οδηγεί στην απριλιανή χούντα…
– Οταν δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης ο Τσιριμώκος, φοβηθήκατε; Υποθέτω ότι ήταν πράγμα δύσκολο.
«Είχα τότε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Μαρκεζίνη, ο οποίος μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι δεν θα ψηφίσει την κυβέρνηση Τσιριμώκου. Του είπα:
“Δεν είναι δική μου δουλειά να σας πω ποιον θα ψηφίσετε, αλλά φαντάζομαι ότι αν συναντηθούμε ύστερα από πολλά χρόνια θα μου ομολογήσετε ότι κάνατε λάθος”. Οταν καταψηφίστηκε στη Βουλή ο Τσιριμώκος, ανέθεσα την εντολή στον Στεφανόπουλο. Ηταν η τελευταία μου προσπάθεια να στηρίξει η Βουλή μια νέα κυβέρνηση. Θυμάμαι ότι κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη συνεδρίαση του Συμβουλίου του Στέμματος, με παρόντες τον πρωθυπουργό και όλους τους αρχηγούς των κομμάτων, πήρε τον λόγο κάποια στιγμή ο Π. Κανελλόπουλος και είπε:
“Μεγαλειότατε, η Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις κάλπες και να πάει σε εκλογές”.
Εκείνη τη στιγμή αλληλοκοιτάχτηκαν οι Πιπινέλης και Μαρκεζίνης διότι κατάλαβαν ότι, αν ο Γ. Παπανδρέου διατύπωνε συγκεκριμένο αίτημα για τη διεξαγωγή εκλογών, δεν θα μπορούσα να αρνηθώ αφού ήταν σύμφωνο και το δεύτερο σε δύναμη κόμμα της ΕΡΕ. Ο Γ. Παπανδρέου όμως δεν έθεσε θέμα εκλογών».
– Γιατί ο Παπανδρέου δεν πήγε σε εκλογές;
«Αυτό είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Ασφαλώς θα είχε κάποιον λόγο. Πάντως η- σύμφωνα με τη δήλωση του Κανελλόπουλου- ετοιμότητα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως να αντιμετωπίσει τις εκλογές είχε ανοίξει εκείνη τη στιγμή μια μεγάλη πόρτα στον Παπανδρέου και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν θέλησε να τη διαβεί».
– Πείτε μου πώς νιώθετε στην Αθήνα της εποχής εκείνης. Κάθε ημέρα διαδηλώσεις όπου βρίζουν εσάς και διαδήλωναν εναντίον της μοναρχίας. Νιώσατε ανασφάλεια;
«Ανασφάλεια όχι, στενοχώρια ναι. Το ελληνικό κράτος ήταν ισχυρό. Θα μπορούσαμε όμως όλοι να είχαμε διαχειρισθεί διαφορετικά την κρίση ώστε να είχε αποφευχθεί το αδιέξοδο».
– Το κουβεντιάζατε με τους ανθρώπους σας;
«Βεβαίως, το κουβέντιαζα με πολύ κόσμο. Τόσο πολύ με ενοχλούσε η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί ώστε αποφάσισα ότι έπρεπε να κά νω κάτι. Πήρα λοιπόν μια πρωτοβουλία που θεωρώ ότι ήταν η πιο σωστή ενέργειά μου σε όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο. Προκάλεσα μυστική συνάντηση με τον Παπανδρέου και τον Κανελλόπουλο για να βρεθεί από κοινού μια διέξοδος».
– Οι Αμερικανοί σάς είχαν εκφράσει ενδιαφέρον εκείνη την εποχή για το τι γίνεται;
«Δεν επέτρεπα ανάμειξή τους στα εσωτερικά της χώρας».
– Πάω πάλι στα αρχεία γιατί υπάρχουν ενδιαφέροντα πράγματα σε σχέση με την τελευταία ψηφοφορία του Στεφανόπουλου: το ότι πάλι εσείς βλέπετε τον Ανσουτζ και του λέτε «χρειάζομαι βοήθεια για να πάρει ο Στεφανόπουλος ψήφο εμπιστοσύνης γιατί έχω πέντε-έξι βουλευτές οι οποίοι δεν είναι σίγουρο ότι θα ψηφίσουν Στεφανόπουλο». Υπάρχει επίσης ένα επίσημο αίτημα της CΙΑ προς την Ουάσιγκτον που λέει ότι είναι δική σας παράκληση να βοηθήσουν οι Αμερικανοί για αυτούς τους πέντε-έξι βουλευτές που έλειπαν. Από αυτά δεν έχει γίνει τίποτε;
«Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ποτέ δεν ζήτησα από τις αμερικανικές υπηρεσίες να παρέμβουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην κρίση εκείνη. Οι πληροφορίες μου ήταν ότι ο Ανσουτζ προσπαθούσε να εμποδίσει βουλευτές να ψηφίσουν τον Στεφανόπουλο. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά».
– Γιατί;
«Δεν ξέρω γιατί. Διαμαρτυρήθηκα μάλιστα σε τηλεφωνική επαφή που είχα με τον Ντιν Ρασκ, υπουργό Εξωτερικών τότε των ΗΠΑ. Δεν αναγνώριζα στους Αμερικανούς το δικαίωμα αναμείξεώς τους στα εσωτερικά της Ελλάδος. Ζήτησα λοιπόν από τον υπουργό Εξωτερικών της Αμερικής να δώσει εντολή στον Ανσουτζ να σταματήσει τις παρεμβάσεις του, ειδάλλως να τον μεταθέσει. Δυστυχώς δεν τον μετέθεσε. Δεν γνωρίζω τι έγραφε ο Ανσουτζ στα τηλεγραφήματά του».
– Την εποχή εκείνη είχαν επιρροή, δεν είναι όπως σήμερα.
«Ηταν υποτιμητικό να διαδίδεται ότι οι Αμερικανοί πίεζαν βουλευτές να ψηφίσουν Στεφανόπουλο. Θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί τα έγραφε αυτά ο Ανσουτζ».
– Εσείς ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια δεν έχετε μια εικόνα τού τι έγινε τότε; Γιατί σίγουρα κάτι έγινε.
«Ναι, το έχω ακούσει αυτό. Εξάλλου δεν το είχαν κρύψει. Είχε μάλιστα δημοσιευθεί ότι βουλευτές εξαγοράζονται».
– Πάντως εσείς ποτέ δεν δώσατε εντολή να κινηθεί μια τέτοια διαδικασία.
«Δεν είχα απολύτως καμία ανάμειξη σε αυτό το ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τους θεσμούς παρασκήνιο».
– Υπάρχει περίπτωση κάποιος δικός σας άνθρωπος να έκανε κάτι;
«Δεν έχω ερευνήσει το θέμα αυτό. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ τους Αρναούτη, Χοϊδά και Παπανικολάου αν είχαν επιχειρήσει να εξαγοράσουν βουλευτές. Δεν αμφιβάλλω όμως ότι θα μίλησαν σε κάποιους βουλευτές προκειμένου να τους πείσουν να στηρίξουν τις κυβερνήσεις Νόβα, Τσιριμώκου και Στεφανόπουλου».
– Ολο αυτό το διάστημα της κρίσης έχετε καμία επαφή με τον Παπανδρέου;
«Είχα πολλές επαφές με τον Γ. Παπανδρέου σε όλη τη διάρκεια της κρίσης οι οποίες είναι γνωστές. Θα ήθελα να αναφερθώ στην πρώτη συνάντησή μας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ηταν αμέσως μετά την ομιλία που απηύθυνε στον αθηναϊκό λαό. Είχε τότε θέσει το παρακάτω ρητορικό ερώτημα: “Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;”. Συναντηθήκαμε και τον ρώτησα γιατί το είπε αυτό.
“Κύριε πρόεδρε” του είπα “αφού εσείς βγαίνετε στο μπαλκόνι και απευθύνεστε με αυτόν τον τρόπο στον ελληνικό λαό, μήπως θα έπρεπε να βγω και εγώ να απαντήσω;”. Ο Παπανδρέου, που δεν είχε ποτέ θυμώσει μαζί μου, μου απάντησε χαμογελώντας:
“Δεν δύνασθε να το κάνετε αυτό. Είστε ο βασιλεύς. Αλλο τι θα κάνω εγώ ως πολιτικός. Εσείς δεν μπορείτε”.
Επίσης θυμάμαι πως μια μέρα τον συνάντησα τυχαία στον δρόμο στην Κηφισιά. Βγήκαμε από τα αυτοκίνητα και μιλήσαμε».
– Αυτό τι εποχή ήταν περίπου;
«Θα πρέπει να ήταν επί κυβερνήσεως Τσιριμώκου ή Στεφανόπουλου, δεν θυμάμαι».
– Το κλίμα;
«Θαυμάσιο. Πολύ καλό».
– Ησασταν οι δυο σας; Πόσην ώρα κράτησε αυτό;
«Οι δυο μας και η ασφάλεια. Κράτησε κάνα 20λεπτο».
– Μαθεύτηκε ποτέ;
«Είστε ο πρώτος που το μαθαίνει».
– Ολο αυτό το διάστημα με τον Καραμανλή υπάρχει κάποια επαφή έμμεση;
«Υπήρχε συχνή επαφή με τον Καραμανλή το ΄66. Το ΄65 δεν νομίζω. Πίστευα ότι θα είχαμε συναντηθεί το ΄64 στην κηδεία του βασιλέως Παύλου αλλά είχε πάει διακοπές στην Τεχεράνη και δεν μπόρεσε να έρθει».
– Σας πήρε τηλέφωνο; Εστειλε κάποιο τηλεγράφημα;
«Οχι, δεν με πήρε τηλέφωνο. Κάποιο τηλεγράφημα ασφαλώς θα έστειλε. Ηρθε η κυρία Καραμανλή στα ανάκτορα και τη συνόδεψα στην αίθουσα τελετών όπου ευρίσκετο η σορός του πατέρα μου».
– Ως το ΄66 δεν είχατε κάποιο μήνυμα, κάτι…
«Δεν θυμάμαι».
Τα σχέδια του πραξικοπήματος και ο ρόλος των βασιλικών συμβούλων
Εχει πολλές φορές γραφεί ότι οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τους στρατηγούς·ότι, δηλαδή, το στρατιωτικό πραξικόπημα του Απριλίου 1967 είχε προετοιμασθεί από τους (βασιλόφρονες…) στρατηγούς, δηλαδή τους συγκροτούντες την ορατή ιεραρχία των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά εφαρμόστηκε από τους κατωτέρους τους, τους νασερικούς συνταγματάρχες, που είχαν- με τη βοήθεια των στρατηγών… – καταλάβει όλες τις νευραλγικές θέσεις. O τέως βασιλεύς εξιστορεί τη δική του εκδοχή για την οργάνωση και την επιτυχία του απριλιανού πραξικοπήματος και υποστηρίζει ότι το στρατιωτικό κίνημα εστρέφετο εναντίον του. Ο τότε βασιλεύς επιμένει στην αποκάλυψη ότι του είχαν προτείνει να εφαρμόσει ο ίδιος τον στρατιωτικό νόμο οι αρμόδιοι της τότε κυβερνήσεως:ο μακαρίτης Παναγής Παπαληγούρας, υπουργός Αμύνης στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου που κατήργησε η χούντα, και ο Γεώργιος Ράλλης, υπουργός Δημοσίας Τάξεως στην ίδια κυβέρνηση. Και οι δύο έμαθαν από πρώτο χέρι τι εστί στρατιωτικός νόμος όταν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 τους συνέλαβαν αμαχητί οι συνταγματάρχες!
Ενα κρίσιμο ερώτημα παραμένει ποιος είχε δώσει την εντολή να ετοιμασθεί το σχέδιο κατάληψης της εξουσίας «Προμηθεύς»το οποίο εφαρμόστηκε την 21η Απριλίου. Ο Μακαρέζος και ο Παττακός ισχυρίζονται ότι την επεξεργασία του σχεδίου τούς την είχε αναθέσει ο αρχηγός του ΓΕΣ στρατηγός Σπαντιδάκηςέπειτα από εντολή του Παλατιού. Ο Μακαρέζος επιμένει μάλιστα ότι ο Αρναούτης παρακολουθούσε την κατάρτιση του σχεδίου χωρίς να είχε αποφασισθεί πότε θα έμπαινε σε εφαρμογή. Οι στρατηγοί συναντώνταν τακτικά πάντως και είχαν αποφασίσει να στείλουν τον Σπαντιδάκη να εισηγηθεί στον βασιλέα την εκτέλεση του σχεδίου πριν από τις εκλογές του Μαΐου. Η συνάντηση δεν έγινε ποτέ γιατί οι συνταγματάρχες πρόλαβαν να κάνουν το δικό τους κίνημα στο… όνομα του βασιλέως.
– Να πάμε λίγο σ΄ αυτό το περίφημο σχέδιο που εφαρμόστηκε την 21η Απριλίου;
«Το επιτελικό αυτό σχέδιο, το οποίο ως πληροφορήθηκα μετά την 21η Απριλίου είχε καταρτισθεί επί κυβερνήσεως Πλαστήρα, “κοιμότανε” σε κάποια συρτάρια και κατά διάφορα χρονικά διαστήματα ανενεώνετο, με εντολή της εκάστοτε κυβερνήσεως, σύμφωνα με τη στρατιωτική διαδικασία. Κανείς δεν σκέφτηκε να μου μιλήσει για αυτό όταν πέθανε ο βασιλεύς Παύλος, με τον οποίον δεν θα μπορούσα να το είχα συζητήσει».
– Δηλαδή εσείς δεν είχατε ποτέ στο μυαλό σας ότι, αν τα πράγματα φτάσουν σε ένα αδιέξοδο και η χώρα είναι σε χάος, υπάρχει ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης;
«Εμένα δεν μ΄ ενδιέφερε αν υπήρχε ή όχι σχέδιο. Μ΄ ενδιέφερε άλλο θέμα: να διασφαλίσω ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις θα παρέμεναν μακριά από την πολιτική. Γι΄ αυτό τους έλεγα πάντοτε ότι έπρεπε να με πληροφορούν για τις όποιες πιέσεις ή τάσεις ενεφανίζοντο και να μην κινηθούν χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή μου, κάτι που θα μου επέτρεπε να παρέμβω δυναμικά για να αποτρέψω την οποιαδήποτε κίνηση που θα είχε στόχο την εκτροπή από τη συνταγματική τάξη. Θεωρούσα τον εαυτό μου τελευταία ασφαλιστική δικλίδα για τη διατήρηση της πολιτικής ομαλότητας».
– Πληροφορίες για κίνημα κομμουνιστών ή για ανταρσία υπήρχαν εκείνες τις ημέρες;
«Αν θυμάμαι καλά, επίσημη αναφορά περί υπάρξεως κομμουνιστικού κινδύνου έγινε μετά την κρίση του Ιουλίου του ΄65 από τον τότε αρχηγό της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλο, τόσο στη Βουλή όσο και κατά τη συζήτηση στο Συμβούλιο του Στέμματος, τον Σεπτέμβριο του 1965. Δεν είχα θεωρήσει αξιόπιστη την παραπάνω αναφορά, αφού δεν είχα από άλλη πηγή αντίστοιχες ενδείξεις. Την 21η Απριλίου, οι Παπαδόπουλος και Μακαρέζος χρησιμοποίησαν την απειλή κομμουνιστικού κινδύνου ως άλλοθι για το πραξικόπημα».
– Αυτό το οποίο φαίνεται από συνεντεύξεις που έχω κάνει, από αρχεία και από πολλά πράγματα είναι ότι ο Σπαντιδάκης δίνει την εντολή από το φθινόπωρο να ετοιμαστεί αυτό το σχέδιο. Με εσάς δεν το έχει κουβεντιάσει ποτέ;
«Οχι, ποτέ».
– Υπάρχει αυτή η περίπτωση του Αρναούτη με τον Σπαντιδάκη την οποία μου έχουν διηγηθεί δυο-τρεις άνθρωποι, και ο Μακαρέζος και άλλοι, όπου φαίνεται ότι ο Αρναούτης ήταν ενήμερος για την επεξεργασία του σχεδίου. Εσάς σας το ανέφερε ποτέ;
«Οχι, βέβαια. Δεν το πιστεύω. Επιτρέψτε δε να αμφισβητήσω την αξιοπιστία των πηγών σας, αφού και ο ίδιος ο Μακαρέζος δεν αναφέρει τίποτα στο πρόσφατο βιβλίο του. Εγώ πάντως μπορώ να μιλήσω μόνο για αυτά που γνωρίζω. Ο Αρναούτης δεν μου είχε πει τίποτα σχετικό.
Για το θέμα αυτό θα ήθελα να σας διηγηθώ ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον επεισόδιο. Ενα πρωινό, λίγες ημέρες μετά την 21η Απριλίου, παρουσιάστηκε στο Τατόι, χωρίς να έχει ορισθεί ακρόαση, ο Παττακός, ήδη υπουργός Εσωτερικών, και ζήτησε να με δει. Αιφνιδιάστηκα, τον δέχθηκα όμως και τον ρώτησα ποιος ήταν ο λόγος της επισκέψεώς του. Μου απάντησε ότι ήθελε να μου δώσει εξηγήσεις για το θέμα των πολιτικών κρατουμένων και για τις προγραμματισμένες νέες συλλήψεις. Από την πρώτη στιγμή πίεζα τη χούντα σε καθημερινή βάση να απολύσει πολιτικούς κρατουμένους και να σταματήσουν τις συλλήψεις. Στη συζήτηση που επακολούθησε, ο Παττακός μού είπε: “Μεγαλειότατε, σας ειδοποιήσαμε ότι θα κάνουμε επανάσταση, και επανάσταση δεν γίνεται χωρίς συλλήψεις”.
Εμεινα εμβρόντητος.
“Πότε και πώς με ειδοποιήσατε;”. “Φώναξα τον Αρναούτη και του ζήτησα να σας ενημερώσει”.
Εγινα έξω φρενών και αμέσως κάλεσα τον Αρναούτη, που ήταν στο υπασπιστήριο, καθώς εκείνες τις ημέρες εφιλοξενείτο στο Τατόι. Μόλις έφθασε, του είπα:
“Ο κ. Παττακός μού είπε ότι σας είχε καλέσει και σας είχε ζητήσει να με ενημερώσετε ότι ετοιμάζουνε επανάσταση”.
“Μεγαλειότατε, ο κ. Παττακός ψεύδεται” ήταν η οργισμένη απάντηση του Αρναούτη. Ο Παττακός έδειξε αμηχανία και αφού σκέφθηκε για λίγο, μου είπε:
“Μάλιστα μεγαλειότατε, έκανα λάθος. Δεν είχα μιλήσει στον Αρναούτη, αλλά στον Κομπόκη και του είχα ζητήσει να ειδοποιήσει τον Αρναούτη”.
Αμέσως κάλεσα στο τηλέφωνο τον Κομπόκη και του είπα:
“Κύριε Κομπόκη, έχω μπροστά μου τους κκ. Παττακό και Αρναούτη. Ο κ. Παττακός ισχυρίζεται ότι ζήτησε να ειδοποιήσετε τον κ. Αρναούτη ότι προτίθενται να κάνουν επανάσταση. Τι ακριβώς έχει συμβεί;”. “Μεγαλειότατε, είναι σωστό. Με φώναξε ο κ. Παττακός και μου ζήτησε να ειδοποιήσω τον Αρναούτη ότι θα κάνουν επανάσταση” μου είπε.
“Και εσείς ειδοποιήσατε τον Αρναούτη; ” τον ρώτησα.
“Οχι, μεγαλειότατε, δεν είπα τίποτα στον Αρναούτη”.
“Γιατί;”.
“Δεν το θεώρησα σκόπιμο και αναγκαίο” ήταν η απάντηση του Κομπόκη.
Εκεί έκλεισε η συζήτηση και ο Παττακός αναχώρησε. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω για τη συμπεριφορά του Κομπόκη, ο οποίος πρέπει να σας πω ότι τόσο στις 21 Απριλίου όσο και την 13η Δεκεμβρίου πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του είχα, είναι ότι προφανώς δεν ήθελε να πληροφορηθώ τους σχεδιασμούς του Παττακού και των συνεργατών του.
Θεωρώ υποχρέωσή μου να σας αναφέρω ότι ο Αρναούτης ήταν ο πρώτος που συνελήφθη τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου. Ηταν ένας άριστος αξιωματικός, είχε λάβει μέρος σε δύο πολέμους, τραυματίστηκε, παρασημοφορήθηκε με δύο ή τρία αριστεία ανδρείας και με υπηρέτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οταν οι Παπαδόπουλος, Παττακός και Μακαρέζος ήταν στο Τατόι το πρωί της 21ης Απριλίου, εγνώριζα ότι κινηματίες πυροβολούσαν το σπίτι του Αρναούτη. Ηταν και αυτό μια απόδειξη ότι το πραξικόπημα εστρέφετο εναντίον μου».
– Αυτό που θέλω να πω είναι μήπως κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι ήταν κοντά σ΄ εσάς, όπως ήταν ο Αρναούτης και μερικοί άλλοι, στην αγωνία τους να σας προστατέψουν έκαναν πράγματα χωρίς να σας τα λένε.
«Δεν το πιστεύω. Εξάλλου δεν είχε διαφανεί οιοσδήποτε κίνδυνος σε βάρος μου ώστε να απαιτούνται πρωτοβουλίες ή κινήσεις προστασίας μου εκ μέρους του Αρναούτη ή οιουδήποτε άλλου συνεργάτου μου».
– Ο Σπαντιδάκης σάς είχε παραπονεθεί ποτέ για αυτόν;
«Οχι».
– Στον Σπαντιδάκη είχατε εμπιστοσύνη;
«Στη ζωή πρέπει να εμπιστεύεσαι τους συνεργάτες σου. Η κυβέρνηση τον είχε τοποθετήσει αρχηγό του Επιτελείου. Δεν είχα καμία ένδειξη για να μην τον εμπιστεύομαι. Αν ερχόταν την παραμονή της 21ης Απριλίου και μου έλεγε “Μεγαλειότατε, αποφασίσαμε να κάνουμε κίνημα” θα ειδοποιούσα αμέσως τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εθνικής Αμύνης για να λάβουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα».
– Εσείς όμως δεν φοβόσασταν τον Ανδρέα να ανεβαίνει ουσιαστικά στην εξουσία;
«Ο Ανδρέας είχε προαγγείλει ότι θα ορκίσει κυβέρνηση στην πλατεία Συντάγματος. Αυτό δεν με είχε ανησυχήσει διότι παρ΄ όλη την ένταση που επικρατούσε πίστευα ότι οι κρατικές δομές ήταν ισχυρές και θα απέτρεπαν μια τέτοια συνταγματική εκτροπή εάν επεχειρείτο. Η προοπτική να γίνει τότε πρωθυπουργός ο Ανδρέας δεν ήταν ρεαλιστική».
– Εάν είχε όμως την πλειοψηφία;
«Την πλειοψηφία δεν θα την είχε ο Ανδρέας αλλά η ΕΚ, παρά τις εκρήξεις αντιβασιλικής ρητορείας, αν κέρδιζε στις εκλογές της 28ης Μαΐου 1967 που τελικά ματαιώθηκαν λόγω του πραξικοπήματος. Αλλωστε η ΕΚ δεν είχε θέσει θέμα αλλαγής του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, όπως προκύπτει από σχετική δήλωση του Γ. Παπανδρέου στη συνεδρίαση του Συμβουλίου του Στέμματος τον Σεπτέμβριο του 1965».
– Δημοσκοπήσεις είχατε εκείνη την εποχή;
«Οχι. Δεν με ενδιέφερε ποιος θα ήταν ο νικητής. Είχα καταβάλει πολλές προσπάθειες για να φθάσουμε στις εκλογές και το μόνο που με απασχολούσε ήταν να διεξαχθούν ομαλά. Ο στόχος των προσπαθειών μου ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα ο Καραμανλής, να επέλθει συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων, ΕΚ και ΕΡΕ, να επιτευχθεί η εκτόνωση και να προχωρήσουμε σε εκλογές ώστε να επανέλθει ο τόπος σε έναν ομαλό κοινοβουλευτικό βίο. Αυτή ήταν η στρατηγική. Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος να ανησυχώ για το αποτέλεσμα των εκλογών. Ηλπιζα στον κατευνασμό και στην εκτόνωση».
– Στα αμερικανικά αρχεία καταγράφεται μια συνάντηση του Μπίτσιου με τον σταθμάρχη της CΙΑ Τζακ Μόρι, στον οποίον λέει ότι εσείς σκέφτεστε μια εκτροπή και ρωτάει αν οι Αμερικανοί θα σας βοηθήσουν σ΄ αυτό.
«Μια τέτοια εγγραφή, αν υπάρχει στα αμερικανικά αρχεία, κακοποιεί την αλήθεια. Αποκλείω να μετέφερε ο Μπίτσιος στους Αμερικανούς σκέψη που δεν είχα ποτέ διαμορφώσει ή εκδηλώσει».
– Εσείς είχατε πάρει κάποια πρόσθετα μέτρα δικής σας ασφαλείας εκείνες τις ημέρες;
«Οχι, απολύτως τίποτα».
– Ούτε σας είχε πει ο Αρναούτης ή κάποιος άλλος ότι επρόκειτο να συναντήσει τον Ανδρέα;
«Το μεσημέρι της 20ής Απριλίου, παραμονής του πραξικοπήματος, υπήρξε μια περίεργη συγκυρία. Βρεθήκαμε να τρώμε στο “Χίλτον” σε ένα τραπέζι εγώ με τον Αρναούτη. Στα δεξιά ήταν ο Νίκος Φαρμάκης (σ.σ.: πρώην βουλευτής της ΕΡΕ και κατόπιν συνεργάτης των συνταγματαρχών) με έναν φίλο του και αριστερά καθόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου με έναν δικό του φίλο. Φάγαμε χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα».
– Υπήρχε η αίσθηση ότι η βασική πηγή των προβλημάτων που αντιμετωπίζατε ήταν ο Ανδρέας;
«Επικρατούσε η εντύπωση ότι επεδίωκε τη δημιουργία φορτισμένου πολιτικού κλίματος. Στην κοινή γνώμη όμως δεν κυριαρχούσε η αίσθηση ότι κάποιος απέβλεπε στην ανατροπή της Βασιλευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας».
– Πάντως όντως αυτή η σιγουριά που υπήρχε ήταν ψεύτικη. Η σιγουριά ότι υπήρχε ένα κράτος το οποίο μπορούσε να αντιδράσει.
«Εκ των υστέρων, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου διέψευσε πολλές παραδοχές. Θέλω όμως να σας διαβεβαιώσω ότι ποτέ δεν ένιωσα τον κίνδυνο να βρεθώ ένα πρωί μακριά από την Ελλάδα. Αυτό το αισθάνθηκα για πρώτη φορά την 21η Απριλίου».
– Θα επιμείνω λίγο ακόμα στο θέμα του σχεδίου, απλώς να το ξεκαθαρίσουμε. Υπάρχουν μαρτυρίες και πολιτικών- του Ράλλη, του Παπαληγούρα- ότι είχαν έλθει σε εσάς και σας είχαν πει «κάτι πρέπει να κάνουμε».
«Θα μου επιτρέψετε να σας θυμίσω ότι τη συνάντηση που σας περιέγραψα σας την είχα διηγηθεί προ ετών. Ελαβε χώρα στο γραφείο του Μπίτσιου. Συμμετείχαν σ΄ αυτήν ο Κανελλόπουλος ως πρωθυπουργός, ο Παπαληγούρας, υπουργός Εθνικής Αμύνης, και ο Γεώργιος Ράλλης, υπουργός Δημόσιας Τάξης. Στη σύσκεψη οι δύο υπουργοί μού εισηγήθηκαν να ενεργοποιήσω τη διάταξη του άρθρου 91 του Συντάγματος του 1952 για την αναστολή ορισμένων άρθρων του Συντάγματος και να θέσω σε ισχύ τον νόμο “περί καταστάσεως πολιορκίας”. Ερώτησα τον πρωθυπουργό ποια ήταν η δική του άποψη. Μου απάντησε:
“Οπως γνωρίζετε, μεγαλειότατε, κατ΄ αρχήν δεν συμφωνώ με τέτοιες λύσεις, αλλά στην προκειμένη περίπτωση συμφωνώ με τους δύο υπουργούς μου”.
“Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν δέχομαι” τους είπα».
– Ο Ράλλης το λέει διαφορετικά;
«Ο Ράλλης μού καταλόγισε δημόσια ότι δεν έχω καλή μνήμη. Ισχυρίζεται ότι μου εισηγήθηκαν να κινηθώ εντός του συνταγματικού πλαισίου. Ουσιαστικά όμως αυτό εσήμαινε εκτροπή με τις δικές μου ευλογίες».
Η 21η Απριλίου 1967 και οι διαπραγματεύσεις με τους πραξικοπηματίες
Τα μεσάνυχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου 1967 τα ρολόγια σταμάτησαν στην Ελλάδα.
Επίορκοι αξιωματικοί καταχρώμενοι τα όπλα που τους είχε εμπιστευθεί η πατρίδα τα έστρεψαν εναντίον των πολιτών για να επιβάλουν απροκάλυπτη στρατιωτική δικτατορία. Τα σχέδια των πραξικοπηματιών επέτυχαν πλήρως επειδή, κατ΄ αρχάςυπήρχαν οι αντικειμενικά ευνοϊκές συνθήκες. Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί εφήρμοσαν απλώς ένα ειδικό σχέδιο («Προμηθεύς») που οι Ενοπλες Δυνάμεις είχαν επισήμως αλλά απορρήτως ετοιμάσει για να εφαρμόσουν αν έκριναν οι κυβερνώντες (δηλαδή ο ανώτατος άρχων που θα υπέγραφε το διάταγμα) ότι έπρεπε να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας!
Βεβαίως στην επιβολή της δικτατορίας συνετέλεσε και η ατμόσφαιρα πολιτικής παρακμής που είχε δημιουργηθεί με τα όσα ταπεινωτικά για τον λαό και τη χώρα συνέβησαν προκειμένου να επιβιώσει η κυβέρνηση των Αποστατών. Οπωσδήποτε οι απριλιανοί συνταγματάρχες κατάφεραν να παγιδεύσουν τα αφεντικά τους και να βάλουν ως προμετωπίδα τους τον τότε βασιλέα, όπως ο ίδιος αφηγείται σήμερα. Δεν είναι μόνον σκηνές από αστυνομική ταινία ορισμένα απ΄ όσα συνέβησαν στην Αθήνα και στο Τατόι. Είναι θλιβερά γιατί έδειξαν πόσο σαθρό ήταν το κράτος που προέβαλλε τον λεγόμενο… εσωτερικό εχθρό για να επιβιώνουν οι γεννήτορες της βίας και της πολιτικής ανωμαλίας στην Ελλάδα.
– Πείτε μου, πώς άρχισε εκείνη η δραματική βραδιά της 20ής προς 21η Απριλίου;
«Είχα καλέσει στο Τατόι τη μητέρα μου και τις δύο αδελφές μου. Η Σοφία επρόκειτο να επιστρέψει την επομένη στην Ισπανία. Αφού παρακολουθήσαμε ένα κινηματογραφικό έργο, η μητέρα μου αποχώρησε με τη μικρή μου αδελφή Ειρήνη. Επεισα τη Σοφία να παραμείνει και της υποσχέθηκα ότι θα την κατεβάσω στο Ψυχικό, όπου διέμενε με τη μητέρα μας. Επειδή πέρασε η ώρα, την παρεκάλεσα κάποια στιγμή να επιστρέψει μόνη της».
– Πότε πήρατε το πρώτο τηλεφώνημα;
«Λίγα λεπτά μετά τις 2.00 τα ξημερώματα, με ξύπνησε η τηλεφωνήτρια και μου ανήγγειλε ότι με ζητεί στο τηλέφωνο ο Αρναούτης, ο οποίος ψιθυριστά μου είπε ότι πυροβολούν το σπίτι του και ότι δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει. Του είπα να εξακριβώσει τι συμβαίνει και μου απάντησε ότι το σπίτι του ήταν περικυκλωμένο από ένστολους. Πήρα αμέσως στο τηλέφωνο τον αντισμήναρχο Παπαγεωργίου, ο οποίος ήταν υπασπιστής υπηρεσίας, και του δίνω εντολή να σημάνει συναγερμό».
– Πόσους άνδρες είχατε;
«Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά δεν θα ήταν πάνω από 40, ελαφρά οπλισμένοι. Υπήρχαν νομίζω μόνο ένα οπλοπολυβόλο και μερικά περίστροφα».
– Μιλήσατε με τον Παπαληγούρα και τον Ράλλη νομίζω…
«Οχι, δεν μίλησα με τον Παπαληγούρα. Τηλεφώνησα στον πρωθυπουργό για να τον ρωτήσω τι συνέβαινε:
“Μεγαλειότατε, αυτή τη στιγμή έχουν έλθει να με συλλάβουν και με τραβούν από το κρεβάτι”. Και αμέσως μετά διακόπηκε η επικοινωνία μας. Μετά επικοινώνησε μαζί μου ο Ράλλης από τον Σταθμό Χωροφυλακής στο Μαρούσι, μάλιστα είχε φθάσει εκεί και ο Αβέρωφ. Ανταλλάξαμε απόψεις και όταν κόπηκαν οι επικοινωνίες συνεχίσαμε με τη μοτορόλα της Χωροφυλακής. Θυμάμαι ότι και οι δυο τους μου έλεγαν να αρνηθώ να υπογράψω οιοδήποτε κείμενο. Τους διαβεβαίωσα ότι δεν πρόκειται να βάλω την υπογραφή μου σε ό,τι και αν μου φέρουν. Ο Ράλλης μού ζήτησε την άδεια να επικοινωνήσει με το Γ΄ Σώμα Στρατού για να τους ενημερώσει ότι τόσον ο βασιλεύς όσον και η κυβέρνηση είναι αιχμάλωτοι, δεν έχουν καμία συμμετοχή και θα έπρεπε να μην υπακούσουν στις εντολές των πραξικοπηματιών. Συμφώνησα και του είπα να κινηθεί αμέσως. Δεν ξέρω αν είχατε μιλήσει ποτέ με τον μακαρίτη στρατηγό Ορέστη Βιδάλη… Τον συνάντησα αργότερα στις ΗΠΑ, όπου ήταν εξορία, και συζητήσαμε τι ακριβώς είχε συμβεί το μοιραίο εκείνο πρωινό. Μου διηγήθηκε ότι τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του τηλεφώνησαν από το Επιτελείο και του έδωσαν εντολή να εφαρμόσει το σχέδιο “Προμηθεύς”. Ανοιξε τον σχετικό φάκελο και έθεσε το σχέδιο σε εφαρμογή. Πάνω στη διαδικασία αυτή, μπήκε στο γραφείο του ένας αξιωματικός της Χωροφυλακής, δεν θυμάμαι αν ήταν ο διοικητής Θεσσαλονίκης, και του είπε ότι ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Ράλλης τον είχε ενημερώσει ότι ο βασιλεύς και η κυβέρνηση είναι αιχμάλωτοι και δεν πρέπει να υπακούσει στις εντολές του Γενικού Επιτελείου. Ο Βιδάλης τηλεφώνησε στο Επιτελείο, μίλησε με τον αρχηγό του Στρατού, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι ο βασιλεύς ήταν μαζί τους. “Μεγαλειότατε” μου λέει “ποιον έπρεπε να πιστέψω; Τον αξιωματικό της Χωροφυλακής ή τον αρχηγό του Στρατού;”».
– Με αξιωματικούς;
«Επικοινώνησα με τον ταγματάρχη τότε Κομπόκη, ο οποίος ήταν διοικητής της 1ης Μοίρας Αλεξιπτωτιστών, και τον διέταξα να κατευθυνθεί αμέσως στο σπίτι τού Αρναούτη, που ήταν κοντά στο δικό του, να δει τι συμβαίνει και μετά να μεταβεί στον Ασπρόπυργο να οπλίσει τη μονάδα του και να τη φέρει προς ενίσχυσή μας στο Τατόι. Δυστυχώς ο Κομπόκης δεν υπήκουσε και όπως αποδείχθηκε με επρόδωσε εκείνο το πρωινό, όπως και αργότερα, τη 13η Δεκεμβρίου».
– Πώς συναντήσατε τους τρεις πραξικοπηματίες;
«Τους υποδέχθηκα στη βιβλιοθήκη, αφού ο αντισμήναρχος Παπαγεωργίου τους είχε ζητήσει να αφήσουν τα περίστροφά τους στον προθάλαμο.
Τους συνόδεψε ο υπασπιστής μου, ο οποίος, αν δεν με απατάει η μνήμη μου, παρέμεινε στη συζήτηση που επακολούθησε».
– Εσείς φοράτε στολή εκστρατείας, έτσι δεν είναι;
«Φορούσα στολή εκστρατείας. Ηταν τόση η οργή μου που δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου τις λεπτομέρειες της στιχομυθίας. Ισως έπρεπε να τους είχα αντιμετωπίσει με το περίστροφο στο χέρι. Ημουνα βλοσυρός και άφηνα τον Παπαδόπουλο να μιλά, γιατί όπως θυμάστε ήταν πολύ φλύαρος».
– Σας έλεγε ότι ήθελε να σας ενημερώσει ή τίποτε άλλο;
«Προσπαθούσε να με πείσει ότι είχε σώσει την πατρίδα, τον θεσμό της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και τον θρόνο. Και θυμάμαι ότι τον ρώτησα κάποια στιγμή εκνευρισμένος:
“Και ποιος σας έδωσε άδεια να σώσετε τη βασιλεία; Σας το ζήτησε κανείς;”.
Τους είπα ότι ήταν επίορκοι, με το πραξικόπημα υπονόμευαν τη Βασιλευομένη Δημοκρατία και βάζανε την Ελλάδα σε μεγάλες περιπέτειες».
– Ξέρατε κανέναν από τους τρεις;
«Μόνον τον Παττακό. Είχα ακούσει για τον Παπαδόπουλο, με αφορμή το επεισόδιο της ζάχαρης στον Εβρο το 1965. Διασώθηκε τότε και δεν παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο με παρέμβαση του Γ. Παπανδρέου επειδή ήταν συντοπίτης του. Οπως με ενημέρωσε ο Γαρουφαλιάς, υπουργός τότε Εθνικής Αμύνης, ο πρωθυπουργός δεν του επέτρεψε να διατάξει τη διενέργεια ανακρίσεως. Δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομα Μακαρέζος».
– Και όταν σταμάτησε ο Παπαδόπουλος, άρχισε ο Παττακός να σας μιλάει;
«Μίλησε και ο Παττακός. Ο Μακαρέζος δεν άνοιξε το στόμα του. Ο Παττακός μίλησε και προσπάθησε κατά κάποιον τρόπο να είναι πιο ήπιος».
– Σας έδειξαν το διάταγμα;
«Δεν τόλμησαν να ανοίξουν την τσάντα και να μου δείξουν το διάγγελμα που είχαν ετοιμάσει και το διάταγμα που ήθελαν να υπογράψω και με το οποίο ανεστέλλοντο άρθρα του Συντάγματος και ετίθετο εν ισχύι ο νόμος περί “καταστάσεως πολιορκίας”. Το διάταγμα αυτό ουδέποτε το υπέγραψα, παρά τις επανειλημμένες πιέσεις τους. Τους έδιωξα από το Τατόι. Ημουν οργισμένος. Εβλεπα τη σκοτεινή σήραγγα στην οποία έμπαινε η πατρίδα μας».
– Ξέρατε αν ήσασταν περικυκλωμένος;
«Υπήρχαν άρματα μάχης που είχανε τοποθετηθεί σε όλη την περίμετρο. Διέταξα τον αξιωματικό της ασφαλείας μου να αναζητήσει τον διοικητή της μονάδας που είχε περικυκλώσει το Τατόι για να παρουσιασθεί ενώπιόν μου. Αντί να παρουσιασθεί ο διοικητής της μονάδος, συνελήφθη ο αξιωματικός ασφαλείας. Και τότε αντιλήφθηκα ότι εκινούντο εναντίον μου. Αμέσως διέταξα να συσπειρωθεί το προσωπικό της ασφαλείας μου με στόχο την αποτελεσματική προστασία μου».
– Καταφέρατε να μιλήσετε με κανέναν άλλον εσείς;
«Τους είπα ότι θέλω να ελευθερώσουν τον Αρναούτη και να δω τον Μπίτσιο, αλλά αρνήθηκαν. Μετά ζήτησα επιμόνως να έρθει ο αρχηγός του Στρατού. Μου είπαν θα κοιτάξουν να τον βρούνε. Από ένα ραδιόφωνο πληροφορήθηκα ότι ο βασιλεύς είχε την πρωτοβουλία της “Επαναστάσεως”. Ητανε το χειρότερο συναίσθημα της ζωής μου, διότι συνειδητοποιούσα ότι οι άνθρωποι αυτοί με δολιότητα εξαπατούσαν τον ελληνικό λαό. Επειτα από λίγο ήρθε ο Σπαντιδάκης. Ζήτησα να μου φέρουν το αυτοκίνητό μου για να κατεβώ στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ έφθασαν και ορισμένοι υπασπιστές μου, δύο εκ των οποίων είχαν ήδη προσχωρήσει στη χούντα».
– Είχατε ανθρώπους κοντά σας ή ήσασταν…
«Είχα την ασφάλειά μου. Φεύγοντας, με ρώτησε ο Σπαντιδάκης πού θα πάμε.
“Θα πάω να δω εάν είναι καλά η οικογένειά μου”.
Αφού συναντήθηκα με τη μητέρα μου και τις αδελφές μου και διαπίστωσα ότι είναι καλά, κατευθύνθηκα στα ανάκτορα Αθηνών. Εκεί συνάντησα δύο επιτίμους υπασπιστές του πατέρα μου, τον ναύαρχο Λάππα και τον στρατηγό Παπαρρόδο. Ο πρώτος με συνεβούλευσε να αντισταθώ, ο δεύτερος να συμμαχήσω. Επίσης επεδίωξα ανεπιτυχώς να δω τον τότε αυλάρχη μου, στρατηγό Παπαθανασιάδη. Στη συνέχεια αναζήτησα τον Μπίτσιο, αλλά δεν τον βρήκα».
– Η μητέρα σας σάς είπε κάτι;
«Ναι. Με ρώτησε πώς είμαι. Μου είπε ότι είχε μια πολύ έντονη συζήτηση με τον αξιωματικό του άρματος, ο οποίος της έλεγε ότι ο βασιλεύς ήταν μαζί τους. Η μητέρα μου τον διέψευδε και τον διαβεβαίωνε ότι ήμουν αντίθετος, αφού είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. “Σας κοροϊδεύουνε, σας λένε ψέματα” του έλεγε η μητέρα μου, και ο αξιωματικός στο τέλος δεν ήξερε ποιον να πιστέψει, διότι ο Παττακός όταν τους φώναξε τα μεσάνυχτα τους ανεκοίνωσε ότι η “Επανάσταση” γίνεται στο όνομα του βασιλέως. Ετσι, τα άρματα μάχης βγήκαν στους δρόμους οργανωμένα και πειθαρχημένα».
– Και κατόπιν πηγαίνετε στο Πεντάγωνο;
«Μετά, με τον Σπαντιδάκη, πήγα στο Πεντάγωνο όπου πέρασα δραματικές στιγμές. Κατευθύνθηκα στο γραφείο του υπουργού Εθνικής Αμύνης. Εκεί η κατάσταση ήταν αφόρητη. Οι τρεις πραξικοπηματίες με πίεζαν να υπογράψω το διάταγμα για την αναστολή των διατάξεων του Συντάγματος. Μου ζητούσαν να εκφωνήσω διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό και να σχηματίσω κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Σπαντιδάκη.
Τους έδιωχνα από το δωμάτιο, αυτοί ξαναμπαίναν, ξαναβγαίναν. Αυτό γινότανε συνέχεια. Επικρατούσε χάος. Τους είπα ότι θέλω να μιλήσω με τον πρωθυπουργό.
“Δεν έχετε πρωθυπουργό” μου απάντησαν. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τους είπα:
“Σας έδωσα μία εντολή. Θέλω να την εκτελέσετε αμέσως. Δεν θα την επαναλάβω. Θέλω να δω τον πρωθυπουργό της Ελλάδας τώρα. Πηγαίνετε έξω”.
Τελικά ήρθε ο Κανελλόπουλος, τον οποίον κρατούσανε σε κάποιο υπόγειο. Μπήκε μέσα κατάλευκος, έξαλλος, αλλά κι εγώ ήμουνα στην ίδια κατάσταση. Και θυμάμαι ότι μου ΄πε:
“Τρεις συνταγματάρχαι και δύο λοχαγοί κατέλαβαν την εξουσία. Τι θα κάνετε, μεγαλειότατε;”. “Κύριε πρωθυπουργέ, γι΄ αυτό ζήτησα να έρθετε, να με βοηθήσετε, να με συμβουλεύσετε τι να κάνω”.
“Να τους συλλάβετε όλους” μου απάντησε. Του πιάνω τότε το χέρι, πάμε στο παράθυρο και τον ρωτώ:
“Τι βλέπετε εκεί έξω;”.
“Αρματα μάχης και στρατιώτες” μου απαντά.
“Δεν ελέγχω κανέναν από αυτούς, μπορείτε να μου πείτε πώς θα τους συλλάβω;”.
Γύρισε τότε και μου λέει:
“Τι σκοπεύετε να κάνετε;”. “Δεν ξέρω τι θα κάνω, κύριε πρωθυπουργέ. Ακριβώς αυτό θέλω να συζητήσω μαζί σας. Σκέφτομαι ότι πρέπει να κερδίσω χρόνο για να μπορέσω να αποκτήσω τη δυνατότητα να κινηθώ αποτελεσματικά αργότερα. Αλλως, μια προσωρινή λύση θα ήταν να ορκίσω κυβέρνηση με όσο μπορώ περισσότερους πολίτες και λίγους στρατιωτικούς”.
“Νομίζω ότι δεν έχετε άλλον τρόπο” μου απάντησε. “Πρέπει να ξαναπάω στο απομονωτήριό μου”.
Εκ των υστέρων ο Κανελλόπουλος είχε δηλώσει ότι μου εισηγήθηκε να συγκεντρώσουμε όλους τους αξιωματικούς και να τους μιλήσουμε. Δεν είναι αλήθεια. Δεν μου έκανε τέτοια πρόταση. Αλλά και εάν μου την είχε κάνει, δεν θα την έκανα δεκτή διότι θα ήταν αναποτελεσματική».
– Θα επιχειρούσατε ποτέ να βγείτε εσείς εκείνη την ώρα στο προαύλιο ή να κάνετε αυτό που έκανε ο γαμπρός σας, ο Χουάν Κάρλος, έπειτα από πολλά χρόνια;
«Δεν μπορεί να συγκρίνει κανείς τα δύο αυτά γεγονότα. Ο Χουάν Κάρλος απευθύνθηκε στον ισπανικό λαό από την τηλεόραση, κάτι που δεν ήταν εφικτό να κάνω αφού είχαν καταληφθεί από τους πραξικοπηματίες όλες οι επικοινωνίες. Σκέφθηκα ότι θα έπρεπε να μιλήσω σε όλους τους στρατηγούς, σε όλους τους ανώτατους αξιωματικούς, διότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατωτέρων φαινόταν πως στήριζε με φανατισμό τους πραξικοπηματίες».
Το απριλιανό πραξικόπημα και η συνάντηση με τον πρόεδρο Τζόνσον
Πρόσωπο το οποίο συγκέντρωνε την αντιπάθεια όσων γνώριζαν τα παρασκήνια της δραματικής εκείνης εποχής, σχεδόν μισητός από μεγάλο τμήμα του λαού που καταλάβαινε τι παιζόταν στους χώρους των βασιλικών ανακτόρων, ο ταγματάρχης Μάκης Αρναούτης παρ΄ ολίγον να εκτελεσθεί από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967, όπως εξιστορεί ο τέως βασιλεύς. Αξιωματικός που εφέρετο ως πραγματικός αρχηγός του Στρατού (αφού ήταν ο έμπιστος του νεαρού βασιλέως, εδρεύων μονίμως στα ανάκτορα), ο ταγματάρχης των καταδρομών γνώρισε εκ του σύνεγγυς τι σημαίνει ίντριγκα στις Ενοπλες Δυνάμεις, συνωμοσία, κατάλυση της νομιμότητας και κατάργηση της ιεραρχίας. Ο κομμουνιστικός κίνδυνος τον οποίο επεκαλούντο οι Ηρακλείς του θρόνου ήταν το επιχείρημα με το οποίο τους έδεσαν στο Πεντάγωνο το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 οι επίορκοι συνταγματάρχες.
Είχαν σπείρει ανέμους και θέριζαν θύελλες…
– Κάποια στιγμή φωνάξατε τους ανώτατους αξιωματικούς σε μία αίθουσα. Τι συνέβη εκεί;
«Ναι, από ταξίαρχο και πάνω, εκτός από τον Παττακό. Ηταν αξιωματικοί του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Οταν συγκεντρώθηκαν όλοι στην αίθουσα συσκέψεων, τους απηύθυνα τα εξής περίπου λόγια:
“Κύριοι, είμαι αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων. Εάν ο βασιλεύς Παύλος ζούσε, εγώ θα ήμουν τώρα υπολοχαγός. Γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα τη στρατιωτική τέχνη. Εχω να σας πω ένα πράγμα: Ο βασιλεύς είναι απόλυτα αντίθετος με το πραξικόπημα και θέλω να ξέρω σε ποιον μπορώ να βασιστώ. Οποιος είναι αποφασισμένος να στηρίξει τον βασιλέα, παρακαλώ να σταθεί όρθιος”.
Επικράτησε παγωμένη σιγή. Ξαφνικά σηκώθηκαν όλοι όρθιοι. Και τότε αντιλήφθηκα ότι κανείς τους, εκτός από έναν, δεν ήλεγχε μάχιμη μονάδα. Ο μόνος αξιωματικός ο οποίος θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να με βοηθήσει ήταν ο νεότερος όλων: ο ταξίαρχος Ζαφειρόπουλος, διοικητής των καταδρομέων. Ηταν γενναίος αξιωματικός και είχε υπηρετήσει τον πατέρα μου. Πίστευα λοιπόν ότι αυτός θα μπορούσε να με βοηθήσει τις κρίσιμες εκείνες στιγμές. Επρεπε όμως να βρω τρόπο να μιλήσω μαζί του ιδιαιτέρως και εμπιστευτικώς. Οπότε, απευθυνόμενος σε όλους που ευρίσκοντο στην αίθουσα, τους ζήτησα να τους δω έναν-έναν, ιεραρχικά, στο γραφείο στο οποίο είχα εγκατασταθεί.
Αρχισαν λοιπόν να έρχονται έναςένας και να διατυπώνουν τη γνώμη τους. Η διαδικασία αυτή πρέπει να κράτησε περίπου δύο ώρες. Κάθε τόσο έμπαιναν στο γραφείο οι τρεις πραξικοπηματίες και με πίεζαν να ενεργήσω άμεσα, διότι, όπως ισχυρίζοντο, υπήρχε τάχα κίνδυνος οι κομμουνισταί να πάρουν τον έλεγχο της καταστάσεως!.. Τους έδιωχνα λέγοντάς τους ότι όλα αυτά είναι βλακείες και ότι δεν υπάρχει στον ορίζοντα κομμουνιστικός κίνδυνος. Σε κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα του υπασπιστηρίου, όπου περίμεναν οι υπασπισταί μου μαζί με τους υπασπιστές των αρχηγών και ο Αρναούτης, τον οποίο είχαν απελευθερώσει στο μεταξύ, και εμφανίζεται ο πλοίαρχος Λαγωνίκας, ο οποίος μετά έγινε και στέλεχος της χούντας» (σ.σ.: γενικός γραμματεύς του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας).
“Προσέξτε, μεγαλειότατε, έρχονται να συλλάβουν τον Αρναούτη”. Φώναξα τότε τον Σπαντιδάκη και του ζήτησα σε έντονο ύφος να φέρει πίσω τον Αρναούτη. Πραγματικά σε λίγο επέστρεψε ο Αρναούτης. Το κλίμα ήταν τέτοιο που είχες την αίσθηση ότι οι νεότεροι αξιωματικοί ήταν έτοιμοι να φθάσουν στα άκρα. Αφού μίλησα με διαφόρους αξιωματικούς, έφθασε έπειτα από δύο ώρες η σειρά του Ζαφειρόπουλου. Του λέω:
“Κύριε Ζαφειρόπουλε, είναι ζήτημα αν έχουμε ένα λεπτό στη διάθεσή μας. Εχεις τη δυνατότητα να πας να ενημερώσεις τους καταδρομείς που είναι υπό τις διαταγές σου ότι ο βασιλεύς είναι αιχμάλωτος και να τους φέρεις να πιάσουμε το Πεντάγωνο; Αν το κάνεις αυτό, θα σώσουμε την Ελλάδα”. Ο Ζαφειρόπουλος καθόταν σε στάση προσοχής και χαμογελούσε. Τον ρωτώ τότε γιατί χαμογελά.
“Μεγαλειότατε, δεν έχετε καταλάβει τι γίνεται εδώ πέρα. Φοβάμαι πως μόλις βγω από αυτό το δωμάτιο θα με πάνε κατευθείαν στη φυλακή. Εάν όμως μπορέσω να φτάσω έως τους καταδρομείς, είμαι βέβαιος πως θα έλθουν”.
“Ο Θεός μαζί σου” του λέω. “Πήγαινε και φέρ΄ τους”.
Αφού έφυγε, έδωσα εντολή να μην μπει κανείς στο γραφείο μου. Δεν ήθελα να δω κανέναν, για να σκεφτώ με ηρεμία ποιες θα ήταν οι κινήσεις μου σε περίπτωση που έφερνε ο Ζαφειρόπουλος τους καταδρομείς. Και ξαφνικά σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας και έκανα εμετό. Διότι ήξερα ότι, αν επετύγχανε στην αποστολή του ο Ζαφειρόπουλος, θα ήμουνα αναγκασμένος να δώσω εντολή να εκτελέσουν τους Παπαδόπουλο, Μακαρέζο και Παττακό.
Ισως δεν θα το έκανα την επομένη.
Εκείνη την ημέρα όμως θα έδινα εντολή, διότι ήταν ένοχοι εσχάτης προδοσίας και στάσης. Την επομένη, αν είχα εντωμεταξύ αποκτήσει τον έλεγχο της καταστάσεως, θα τους παρέπεμπα στο Στρατοδικείο. Βεβαίως εγνώριζα ότι εφόσον είχα φτάσει σε αυτή την ακραία απόφαση, στην ίδια ενδεχομένως θα είχαν φτάσει και εκείνοι. Δυστυχώς ο Ζαφειρόπουλος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή και έτσι το σχέδιό μου ματαιώθηκε.
Είχαν ήδη περάσει περίπου πέντε ώρες. Προβληματιζόμουν έντονα. Επρεπε να πάρω μια διαφορετική πρωτοβουλία, αφού η άμεση δυναμική αντιμετώπιση του πραξικοπήματος δεν μπορούσε να υλοποιηθεί.
Τότε, σαν μια διέξοδο, σκέφτηκα να αναθέσω την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κόλλια. Ηθελα αφ΄ ενός μεν να κερδίσω χρόνο και αφ΄ ετέρου δε να αποφύγω την αιματοχυσία σε περίπτωση που κάποιες μονάδες, διαπιστώνοντας ότι είμαι εναντίον της χούντας, θα αποφάσιζαν να κινηθούν.
Οταν τους το ανακοίνωσα αιφνιδιάστηκαν, διότι ο Παπαδόπουλος και ο Παττακός δεν γνώριζαν ποιος ήταν ο Κόλλιας. Μόνον ο Μακαρέζος τον ήξερε. Τους ενημέρωσα ότι στις 6 το απόγευμα θα είμαι στα ανάκτορα των Αθηνών. Εξω επικρατούσε χάος. Αυτό που πρέπει να καταλάβετε είναι ότι όσο ήμουν μέσα στο γραφείο δεν έβλεπα το τι γινόταν. Συλλαμβάνανε στρατηγούς, τους πετάγανε μέσα σε δωμάτια, κτλ., κτλ. Οταν έβγαινα από το γραφείο, η απόλυτη τάξις.
Αναζητούσα λοιπόν τον κατάλληλο τρόπο να κερδίσω χρόνο για να μπορέσω να τους ανατρέψω. Εκεί επικεντρώθηκαν οι προσπάθειές μου.
Η Ιστορία θα με κρίνει. Επρεπε κάτω από την ασφυκτική πίεση του χρόνου να πάρω μια απόφαση καθοριστικής σημασίας για τον τόπο. Θα πρέπει να σας επισημάνω ότι εκείνες τις ώρες ήμουνα εντελώς απομονωμένος. Η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας είχε καταργηθεί, ο πρωθυπουργός και βασικοί υπουργοί είχαν συλληφθεί, η δε ιεραρχία στο στράτευμα είχε ανατραπεί. Καθώς έφευγα από το Πεντάγωνο, έφθανε ο Κόλλιας. Απ΄ ό,τι έμαθα στην εξορία, εισέβαλαν βιαίως στο σπίτι του και του ανήγγειλαν ότι τον κάνουνε πρωθυπουργό!.. Ο Κόλλιας αρνήθηκε και τότε του είπε ο Λαδάς ότι τον ήθελε ο βασιλεύς. Ο Κόλλιας δέχθηκε να τους ακολουθήσει, υπό την προϋπόθεση ότι θα συναντούσε τον βασιλέα. Μόλις τον είδα, του λέω:
“Κύριε Κόλλια, έχει γίνει πραξικόπημα, σας έχω διορίσει πρωθυπουργό. Εάν δεχτείτε, ίσως βοηθήσουμε τον τόπο να βγει από το αδιέξοδο. Εάν αρνηθείτε, θα επικρατήσει χάος”».
– Να τελειώσουμε την ημέρα. Τους ορκίζετε εσείς και μετά φωτογραφηθήκατε μαζί τους, γεγονός που έχει συζητηθεί πολύ. Μάλιστα μου έχετε πει ότι δεν υπήρχε εκεί φωτογράφος.
«Δεν υπήρχε. Εγώ ζήτησα φωτογράφο. Καθώς ήμουνα απομονωμένος και δεν είχα καμία δυνατότητα να επικοινωνήσω με τον ελληνικό λαό, φαντάστηκα ότι με την ενόχλησή μου αποτυπωμένη σε μια φωτογραφία, θα γινότανε αντιληπτό ότι δεν υποστήριζα το πραξικόπημα. Εκ των υστέρων ήταν λάθος η φωτογράφιση. Την ορκωμοσία έκανε ο μακαρίτης Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, που ήταν βαρήκοος και δεν πολυκαταλάβαινε τι είχε συμβεί. Μετά την ορκωμοσία, συνεχάρη την κυβέρνηση. Εγινα έξαλλος και του λέω εις επήκοον όλων:
“Μακαριότατε, ποιους συγχαίρετε; Αυτοί έχουν κάνει πραξικόπημα”».
– Στη συνέχεια είδατε τον Τάλμποτ.
«Ηρθε στο γραφείο μου και με ρώτησε τι έγινε. Του περιέγραψα τι είχε συμβεί. Μου είπε ότι είχε την εντύπωση πως οι ΗΠΑ θα σταματήσουν την παροχή στρατιωτικής βοήθειας».
– Φοβόσασταν εκείνη την ημέρα ότι θα εκτελέσουν τον Ανδρέα;
«Υπήρχε τέτοιος φόβος. Οι διαθέσεις τους ήταν άγριες. Εδώ ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν τον Αρναούτη, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις ανωτάτων αξιωματικών. Τι θα τους συγκρατούσε να εκτελέσουν και τον Ανδρέα, αν τα πράγματα φθάναν στα άκρα; Δεν εγνώριζα πού βρισκόταν ο Μπίτσιος, και ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η οποιαδήποτε επαφή με τους συνεργάτες μου».
– Εσείς βρίσκεστε μόνος τώρα στα ανάκτορα. Αργά το βράδυ, πείτε μου, τι σκέφτεστε;
«Ηταν μια δραματική και βασανιστική νύχτα. Σκεφτόμουνα ότι η Ελλάς είχε εισέλθει σε μεγάλη περιπέτεια. Αισθανόμουνα τύψεις διότι δεν είχα καταφέρει, έστω και την τελευταία στιγμή, να παρέμβω δυναμικά για να αποτρέψω αυτή την εγκληματική και καταστροφική για το έθνος εξέλιξη. Ητανε το χειρότερο πράγμα που είχε συμβεί στη ζωή μου. Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι ήλεγχαν την κατάσταση, άρχισα να σκέφτομαι πώς θα αποκτήσω τη δυνατότητα να τους ανατρέψω για να επαναφέρω τη συνταγματική νομιμότητα και δημοκρατία στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το μόνο πoυ απασχολούσε συνέχεια τη σκέψη μου. Σήμερα θα έλεγα ότι ίσως θα έπρεπε να είχα επιλέξει άλλους τρόπους αντιδράσεως, όπως να μην είχα ορκίσει την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών. Μια τέτοια στάσις όμως ήταν ενδεχόμενο να οδηγήσει σε αιματοχυσία, κάτι που δεν θα ήθελα με κανέναν τρόπο να διακινδυνεύσω. Ηταν αποφασισμένοι, ιδίως οι νεότεροι αξιωματικοί, που ήλεγχαν τις μάχιμες μονάδες».
– Πείτε μου, πόσο δύσκολες ήταν οι πρώτες μέρες;
«Οι πρώτες μέρες ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Πιέζανε, ζητούσαν να ορκίσω νέους υπουργούς για να συμπληρωθεί η κυβέρνηση, ψάχνανε συνεργάτες. Θυμάμαι, όταν ήρθε η πρώτη φουρνιά υποψηφίων υπουργών για να ορκιστούν στο Τατόι, αντίκρισα τον ναύαρχο Αθανασίου, τον οποίο γνώριζα από μικρό παιδί και συμπαθούσα. Μόλις τον είδα, αιφνιδιάστηκα και του είπα: “Ναύαρχε, τι κάνεις εσύ εδώ;”. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχε προσχωρήσει στη χούντα. “Δεν το κάνατε εσείς το πραξικόπημα, μεγαλειότατε;”.
“Οχι” του λέω. Και τότε ο ναύαρχος μού απαντά:
“Φεύγω αμέσως”.
“Μια στιγμή” του λέω. “Τώρα που ξέρω ότι είσαι εναντίον τους, κάτσε εδώ”- και τον κράτησα με τα δόντια.
Επίσης αγνοούσα ότι ο Ζωιτάκης υποστήριζε το πραξικόπημα, γι΄ αυτό, όταν ήλθε να ορκισθεί, του είπα:
“Δεν ντρέπεστε που έρχεστε εδώ;
Να ορκιστείτε ως τι;”».
– Είχατε την αίσθηση ότι προσπαθούσαν να σας ελέγξουν και ότι σας παρακολουθούσαν;
«Από την πρώτη στιγμή. Ακόμα και ο υπασπιστής υπηρεσίας την ημέρα εκείνη, ο Βαγενάς, ήταν μυημένος στο κίνημα. Το αντιλήφθηκα δε, όταν μετά, στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας στο Ψυχικό με τον Σπαντιδάκη, έκανε ανοιχτή προπαγάνδα. Είχε τοποθετηθεί στα ανάκτορα ως πράκτορας των πραξικοπηματιών. Παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου. Είχαν δε, πιστεύω, τοποθετήσει μικρόφωνα μέσα στα ανάκτορα. Αντικατέστησαν και την ασφάλειά μου με ανθρώπους δικούς τους.
Κάθε φορά που συναντούσα τον Παπαδόπουλο επέμενε ότι έπρεπε ο αδελφός του, Κώστας, να ενταχθεί στο προσωπικό των ανακτόρων».
– Ως γραμματέας;
«Ναι, ως γραμματέας. Παρά τις συνεχείς πιέσεις, ποτέ δεν έκανα αποδεκτό το αίτημα αυτό».
– Πείτε μου λίγο, τι τύποι ήταν ο Παπαδόπουλος και ο Παττακός;
«Πάρα πολύ κουραστικοί. Ο Παττακός ήταν πιο ντόμπρος, πιο ευθύς. Από την πρώτη στιγμή, μου έλεγε ότι αυτός έκανε την “Επανάσταση”. Δεν το πίστευα. Απεδείχθη όμως ότι όταν ο Παπαδόπουλος δείλιασε την τελευταία στιγμή και θέλησε να υπαναχωρήσει, ο Παττακός τού είπε ότι θα βγει τα μεσάνυχτα με τα άρματα μάχης και όποιος θέλει ας τον ακολουθήσει.
Ο Παπαδόπουλος ήταν ο θεωρητικός, ο σκληρός. Μίλαγε ακατάπαυστα και δεν μπορούσες να καταλάβεις τι έλεγε. Χρησιμοποιούσε μια πολύ περίεργη γλώσσα, έλεγε… και έλεγε και δεν σταματούσε!.. Ο πιο δυσάρεστος από τους τρεις ήταν ο Μακαρέζος, ο οποίος όμως ήταν και ο πιο συγκροτημένος».
– Ο Αρναούτης πού ήταν εκείνο το διάστημα;
«Επειτα από μεγάλη προσπάθεια και αφού έκαμψα τις αντιρρήσεις των πραξικοπηματιών, λέγοντάς τους ότι είναι ο γραμματεύς μου και θα φύγει μαζί μου, τον έβγαλα από το Πεντάγωνο, γιατί φοβόμουνα ότι θα τον εκτελούσαν. Τον πήρα μαζί μου στο αυτοκίνητο και τον φιλοξένησα στο Τατόι μέχρις ότου τακτοποιηθούν τα διάφορα διαδικαστικά προβλήματα για τη μετάβασή του στο Λονδίνο ως βοηθός στρατιωτικού ακολούθου της ελληνικής πρεσβείας, όπως το είχα ζητήσει. Μετά από μια δεκαπενθήμερη, αν θυμάμαι καλά, διαμονή του στο Τατόι, τον πήγα ο ίδιος στο αεροδρόμιο γιατί φοβόμουνα μήπως τον συλλάβουν. Ενιωσα δε ότι ήταν ασφαλής μόνον όταν μπήκε στο αεροπλάνο».
– Ο Μπίτσιος;
«Δεν τον συνάντησα καθόλου κατά τη διάρκεια της 21ης Απριλίου. Δεν ήξερα πού ήτανε. Οπως σας ανέφερα νωρίτερα, δεν κατάφερα να τον εντοπίσω. Εκ των υστέρων πληροφορήθηκα ότι είχε μεταβεί αρχικά στην αγγλική πρεσβεία και μετά στο Πεντάγωνο, όπου όμως δεν τον άφησαν να με συναντήσει. Το βράδυ ήλθε στο Τατόι και μου ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από τη θέση του αρχηγού του γραφείου μου. Κατόπιν αυτού, με δική μου εισήγηση, τοποθετήθηκε μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδος στον ΟΗΕ».
– Οπότε, ανθρώπους είχατε κοντά σας;
«Δεν είχα κανέναν κοντά μου».
– Με τον Καραμανλή είχατε καθόλου επαφή εκείνο το διάστημα;
«Βέβαια. Υστερα από ένα μικρό χρονικό διάστημα, του έστειλα μήνυμα ότι προτίθεμαι να προετοιμάσω την ανατροπή της χούντας και ότι θα χρειαστώ ένα χρονικό διάστημα για να ετοιμαστώ. Τον παρεκάλεσα δε να μην προβεί σε καταγγελία κατά της χούντας ούτε να απευθύνει διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό μέχρις ότου τον ειδοποιήσω ότι είμαι έτοιμος. Και ενώ μου είχε υποσχεθεί ότι δεν θα κάνει τίποτα, δυστυχώς τον Νοέμβριο του 1967, όταν εκδηλώθηκε η κρίση με την Τουρκία, έκανε μια δήλωση ότι θα ήταν ευκαιρία ο βασιλεύς να ανατρέψει τη χούντα. Αυτή η δήλωση έγινε άκαιρα, αφού δεν είχα ολοκληρώσει την προετοιμασία μου».
– Πόσο κοντά φθάσαμε στον πόλεμο τον Νοέμβριο;
«Σύμφωνα με όσα μου είπε ο Ντεμιρέλ στην κηδεία του Αϊζενχάουερ, πάρα πολύ κοντά. Μια μέρα, με ειδοποίησαν ότι ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης Σπαντιδάκης ζητούσε αναβολή της ακροάσεως που είχε προγραμματισθεί. Δεν δέχτηκα, και όταν τον συνάντησα μου είπε ότι έχουμε μεγάλη κρίση. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις είχαν εισέλθει στα τουρκοκυπριακά χωριά και υπήρχαν θύματα. Πήγαμε στο Πεντάγωνο, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, οι επιτελάρχες, ο πρωθυπουργός και τα μέλη της κυβερνήσεως.
Αφού άκουσα την ενημέρωση που έγινε, σύμφωνα με την οποία ανεμένετο η απόβαση τουρκικών δυνάμεων στο νησί, τους πρότεινα να ζητήσουν από τον Μακάριο να αποσυρθούν οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις από τα τουρκοκυπριακά χωριά. Η πρότασή μου αρχικά αντιμετωπίστηκε αρνητικά, διότι η εκτίμηση της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν ότι η κίνηση αυτή θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη υποχώρηση. Επέμενα ότι, αν δεν αποσυρθούν οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις, τουρκικός στρατός θα αποβιβασθεί στην Κύπρο, οπότε θα εμπλακούμε σε πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία.
Μετά από διεξοδική συζήτηση, ο Παπαδόπουλος συμφώνησε και τότε τηλεφώνησα στους πρέσβεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας και τους ανακοίνωσα ότι μέχρι τις 6 η ώρα το πρωί θα είχαν αποσυρθεί οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις από τα τουρκοκυπριακά χωριά. Η απόφαση αυτή δεν αποτελούσε στρατιωτική ήττα της Ελλάδος, αφού δεν είχε εκπορευθεί από την Αθήνα η εντολή για τη στρατιωτική εισβολή στα τουρκοκυπριακά χωριά.
Ο Ντεμιρέλ, όταν τον συνάντησα στην Ουάσιγκτον, μου ομολόγησε ότι είχε λάβει το μήνυμα προς τους πρέσβεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας με καθυστέρηση 45 λεπτών, και εν τω μεταξύ είχε δώσει εντολή στον τουρκικό στρατό να προχωρήσει στην απόβαση. Μόνον δε όταν η αμερικανική κυβέρνηση του ανακοίνωσε ότι είχα προσωπικά διαβεβαιώσει ότι θα αποχωρήσει ο ελληνικός στρατός έδωσε εντολή να ματαιωθεί η απόβαση».
– Πείτε μου για τον Σεπτέμβριο του 1967 και την επίσκεψή σας στον Λευκό Οίκο. Εκεί είχατε ένα τετ-α-τετ με τον Τζόνσον;
Ζήτησε ο πρόεδρος ήταν η αποφυλάκιση του Ανδρέα Παπανδρέου. Εξήγησα στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών ότι δεν εξασκώ στη χούντα τόση επιρροή ώστε να κατορθώσω κάτι τέτοιο, του υποσχέθηκα όμως ότι θα προσπαθήσω. Στη συνέχεια τον ρώτησα: “Γιατί ενδιαφέρεστε μόνο για ένα άτομο; Υπάρχουν και άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι”, και του ζήτησα τη συνδρομή του στις προσπάθειες που έκανα για την απελευθέρωσή τους. Μεταξύ των κρατουμένων, του είπα, είναι και ο Γιάννης Τσουδερός, ο οποίος επίσης έχει σπουδάσει στις ΗΠΑ και είναι υιός πρωθυπουργού.
“Γι΄ αυτόν δεν έχω ακούσει τίποτα”.
“Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μείνει στη φυλακή;”.
“Κατάλαβα τι μου λες, αλλά πρέπει να αντιληφθείς και εσύ ότι εδώ ενεργώ με κριτήριο τον αριθμό των «Περάσαμε μία ολόκληρη ημέρα μαζί. Ηταν ένας εντυπωσιακός άνθρωπος, ψηλός, επιβλητικός, ευγενής και έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον συνομιλητή του.
Την εποχή εκείνη, οι ακροάσεις με τους προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών ελάμβαναν χώρα χωρίς την παρουσία τρίτων προσώπων.
Θυμάμαι, ο πρόεδρος άρχισε να διαβάζει μια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχετική με την πολιτική της κυβερνήσεως των ΗΠΑ έναντι της Ελλάδος. Κάποια στιγμή διέκοψε το διάβασμα και με ρώτησε:
“Με ακούτε;”.
“Οχι” του απαντώ.
“Μπράβο” ήταν η απάντησή του, που με εξέπληξε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση, πέταξε το χαρτί που κρατούσε και μου είπε:
“Εγώ έκανα το καθήκον μου. Ελα να κουβεντιάσουμε τώρα”. Το πρώτο πράγμα που επίμονα μου επιστολών που φθάνουν στον Λευκό Οίκο. Ο μεγαλύτερος αριθμός επιστολών που λαμβάνω είναι εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ταυτόχρονα όμως ο Γκαλμπρέιθ έχει ξεσηκώσει όλους τους διανοουμένους των ΗΠΑ εναντίον μου γιατί ο Παπανδρέου είναι στη φυλακή. Πρέπει να με βοηθήσεις”.
Του απάντησα ότι θα συνεχίσω να κάνω ό,τι μπορώ».
– Από αυτά που ξέρω, πρέπει ουσιαστικά να του μιλήσατε για το δικό σας κίνημα;
«Τον είδα το πρωί, μετά πήγαμε και φάγαμε με το υπουργικό συμβούλιο και ύστερα πήγα στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας. Εκεί επακολούθησε έντονη συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας απάντησα σε πολλές πιεστικές και αιχμηρές ερωτήσεις.
Χαρακτηριστική ήταν η εξής: “Εσείς έρχεσθε εδώ και μας ζητάτε βοήθεια, ενώ υπάρχουν 6.000
πολιτικοί κρατούμενοι στη χώρα σας”.
“Κάνετε λάθος. Υπήρχαν 8.500 πολιτικοί κρατούμενοι, ο αριθμός των οποίων μετά τις συνεχείς παρεμβάσεις μου έχει περιορισθεί κάτω από τις 3.000”.
Επακολούθησε συζήτηση για το Κυπριακό, τις πιέσεις της Τουρκίας και σε κάποια στιγμή τού δήλωσα ότι η χουντική κυβέρνηση δεν ήταν δική μου κυβέρνηση, και στόχο έχω την ανατροπή της.
Στη συνέχεια επέστρεψα στον Λευκό Οίκο. Εξήγησα στον πρόεδρο πώς έχει η κατάσταση, πώς έγινε το πραξικόπημα και με βεβαίωσε ότι η Αμερική δεν είχε καμία ανάμειξη. Αυτό, αν θέλει κανείς το πιστεύει».
– Μιλήσατε ανοιχτά για τον ρόλο της CΙΑ στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου;
«Οχι. Δεν ήθελα να τσακωθώ με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών αμφισβητώντας αυτά που μου έλεγε. Κάποια στιγμή, του είπα ότι εγώ θα προσπαθήσω να τους ανατρέψω. Και τον ρώτησα αν θα σταθεί δίπλα μου σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Με ρώτησε με ποιον τρόπο και του απάντησα ότι δεν ζητώ τη συνδρομή των αμερικανικών δυνάμεων αλλά απλώς θέλω να γνωρίζω αν θα έχω την πολιτική και ηθική του στήριξη. Η απάντησή του ήταν:
“Ναι, θα σε στηρίξω”.
Δεν του είπα λεπτομέρειες, ούτε και τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο, του ξεκαθάρισα όμως ότι θα καταβάλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσω τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Ηθελα να έχω την πολιτική και ηθική υποστήριξη του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών στην προσπάθειά μου αυτή».
– Πρακτική βοήθεια δεν ζητήσατε;
– Ούτε περιμένατε καμιάν απάντηση αργότερα από αυτόν ή κάποια άλλη πληροφορία; Ζητήσατε αυτό το μηχάνημα επικοινωνίας ώστε να μπορείτε να μιλάτε μαζί του;
«Ο, τι μπορούσα ευπρεπώς να ζητήσω από τον πρόεδρο το ζήτησα, μια και δεν είχα καμία εμπιστοσύνη στην αμερικανική πρεσβεία. Επρεπε λοιπόν να εξασφαλίσω απευθείας επικοινωνία με τον Λευκό Οίκο. Δεν γνωρίζω βέβαια αν έφθαναν τελικά τα μηνύματά μου στον πρόεδρο».
– Υπήρχε κάποιος Αμερικανός με τον οποίο παίζατε σκουότς…
«Ναι, ήταν ο Τζο Λέπσικ. Ηταν βοηθός στρατιωτικού ακολούθου».
– Εσείς ξέρατε τη σχέση του με την CΙΑ τότε;
«Υποθέτω ότι όλοι οι αξιωματούχοι στις πρεσβείες των μεγάλων χωρών έχουν σχέση με τις μυστικές υπηρεσίες».
– Αυτό είναι σαφές, και ότι ήταν πράκτορας της CΙΑ.
«Τον γνώρισα γιατί με συνόδευσε στο ταξίδι μου στην Αμερική. Ο Τζο μού έδινε πληροφορίες σχετικά με το τι συνέβαινε στην πρεσβεία, κάτι που εξακολούθησε να κάνει και αφού έφυγα από την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του ΄67».
– Αυτός πότε ήρθε στην Ελλάδα;
«Το ΄60-΄61…».
– Και έμεινε ώσπου φύγατε;
«Οχι, παραπάνω. Θυμάμαι πως ερχόταν στη Ρώμη και μου έδινε διάφορες ενδιαφέρουσες πληροφορίες».
– Του είχατε εμπιστοσύνη για να του δώσετε κάποιο μήνυμα;
«Του έδινα μηνύματα, αλλά δεν ξέρω αν έφθαναν στον προορισμό τους αφού δεν μπορούσα να το ελέγξω. Αυτό όμως δεν με ενδιέφερε διότι όταν έχεις να κάνεις με έναν άνθρωπο που διεκπεραιώνει διάφορες αποστολές ρυθμίζεις τα μηνύματά σου αναλόγως. Εργάζετο στην πρεσβεία των ΗΠΑ και ήτο βέβαιον ότι εξυπηρετούσε τα δικά τους συμφέροντα. Οταν ζούσα στη Ρώμη, και για να με καλοπιάσουν οι Αμερικανοί, ο πρέσβης τους μού έδινε όλα τα τηλεγραφήματα που έφθαναν στην Αθήνα».
H ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Στα τέλη του 1966 ο Κωνσταντίνος έρχεται σε επαφή με τους Κανελλόπουλο και Παπανδρέου, με τους οποίους συμφωνεί να υπάρξει υπηρεσιακή κυβέρνηση η οποία θα προχωρούσε σε εκλογές τον Μάιο του 1967.
– Περιγράψτε μου λίγο το κλίμα όταν βρίσκεστε για πρώτη φορά στο ίδιο τραπέζι ο Κανελλόπουλος, ο Παπανδρέου και εσείς.
«Η συνάντηση αυτή ήταν αποτέλεσμα εργασίας πολλών μηνών. Το κλίμα ήταν πολύ ευχάριστο διότι και οι δύο αυτοί πολιτικοί εγνωρίζοντο πολλές δεκαετίες, ήσαν πολιτισμένοι, διέθεταν μεγάλη πείρα και πολιτική σοφία. Είχαμε φθάσει σε μια συμφωνία και το μόνο που απέμενε ήταν να υπογραφεί το σχετικό κείμενο. Η συζήτηση που έγινε ήταν εποικοδομητική και υπήρχε η αίσθηση ότι είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για τη διέξοδο από την κρίση».
– Εσείς γιατί το αποφασίσατε αυτό;
«Το αποφάσισα γιατί θεωρούσα ότι ήταν επικίνδυνη για τη χώρα η παράταση αυτής της καταστάσεως. Επρεπε να εκτονωθεί με την προσφυγή στις εκλογές».
– Αυτή είναι η περίοδος που αλλάζετε τον Χοϊδά με τον Μπίτσιο ή όχι; Και αναρωτιέμαι αν έπαιξε ρόλο αυτό.
«Οχι. Ολα αυτά έγιναν επί Μπίτσιου, αλλά δεν έπαιξε ρόλο η αλλαγή. Ο Χοϊδάς αποχώρησε για λόγους υγείας».
– Δεν είχατε κάποιον μετριοπαθή, δηλαδή…
«Αρχικά, με εντολή μου ο Μπίτσιος συναντήθηκε μυστικά πρώτα με τον Γ. Παπανδρέου και μετά με τον Κανελλόπουλο. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν πολλούς μήνες και κατέληξαν σε συμφωνία βάσει της οποίας θα εσχηματίζετο υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Παρασκευόπουλο και τα δύο μεγάλα κόμματα, η ΕΚ και η ΕΡΕ, θα επέλεγαν από κοινού τους υπουργούς και τους γενικούς γραμματείς. Τελικά η συμφωνία υπεγράφη στο Τατόι. Θυμάμαι μάλιστα ότι εκείνη την ημέρα είχα διώξει όλο το προσωπικό για να μη διαρρεύσει η συνάντηση. Για λογαριασμό μου υπέγραψε ο Μπίτσιος».
– Εσείς ξέρατε ότι ο Ανδρέας δεν ήταν ενήμερος γι΄ αυτό;
«Οχι. Δεν είχα θέσει τέτοιο ερώτημα στον Γ. Παπανδρέου. Είχε συμφωνηθεί ότι μετά την υπογραφή η ΕΡΕ θα απέσυρε την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου και εγώ θα έδινα την εντολή για σχηματισμό υπηρεσιακής κυβερνήσεως, που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές, στον Παρασκευόπουλο, τότε διοικητή της Εθνικής Τραπέζης, τον οποίο θα έπρεπε να πείσω να συμπεριλάβει στην κυβέρνησή του τα πρόσωπα τα οποία είχαν επιλέξει οι Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελλόπουλος. Προτού φύγουν από το Τατόι ρώτησα τον Γ. Παπανδρέου αν είναι αποφασισμένος να τηρηθεί η συμφωνία για να διεξαχθούν οι εκλογές στις 28 Μαΐου 1967. Η απάντηση που μου έδωσε μπροστά στον Κανελλόπουλο ήταν:
“Αντιλαμβάνομαι το ερώτημα που μου κάνετε. Αρχηγός του κόμματος είμαι εγώ, εγώ αποφασίζω και όχι ο Ανδρέας”. Είχε αντιληφθεί το τι υπονοούσα».
– Ο Ανδρέας πάντως δεν γνώριζε τη συμφωνία;
«Δεν γνωρίζω αφού ποτέ δεν τον είχα ρωτήσει. Δεν ρωτάς κάποια πράγματα. Εθεσα το παραπάνω ερώτημα στον Γ. Παπανδρέου γιατί αμετάθετο στόχο είχα την ομαλή διενέργεια εκλογών χωρίς ένταση για να εξέλθει ο τόπος από τα αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει».
– Εκείνη την ώρα σκεφτήκατε ότι υπάρχει ακόμη πικρία από τον Μητσοτάκη και τους άλλουςότι αυτούς που σας στήριξαν κάπου τους πουλήσατε εσείς με αυτή την κίνηση; Τους πουλήσατε; Νιώθετε ότι τους πουλήσατε;
«Οχι, ποτέ δεν ένιωσα κάτι τέτοιο. Ο Στεφανόπουλος μπορεί να στενοχωρήθηκε λιγάκι αλλά ποτέ δεν το έδειξε.
Ούτε ο Μητσοτάκης εξεδήλωσε πικρία. Και οι δύο αυτοί πολιτικοί άνδρες, σοβαροί και με όραμα για την Ελλάδα, είχαν συνειδητοποιήσει, πιστεύω, ότι η συμφωνία μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα».
– Η επαφή με τον Καραμανλή πότε γίνεται; πριν από τις συναντήσεις ή μετά;
«Πριν. Πρέπει να έγινε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Προκύπτει και από το αρχείο Καραμανλή ότι έστειλα τον Μπίτσιο στο Παρίσι να τον δει διότι πίστευα ότι έπρεπε να ενωθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις».
– Με ποιους όρους;
«Να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα».
– Να αναλάβει την ΕΡΕ, δηλαδή, ουσιαστικά.
«Αυτό θα ήταν δικό του θέμα. Δεν θα του έλεγα εγώ τι να κάνει. Του διεμήνυσα απλώς να επιστρέψει στην πολιτική σκηνή».
– Δεν του προτείνατε να τον κάνετε πρωθυπουργό;
«Οχι. Δεν πρότεινα να τον κάνω πρωθυπουργό. Του ζήτησα να γυρίσει στην Ελλάδα και να βοηθήσει τον τόπο να βγει από το αδιέξοδο. Οταν επέστρεψε ο Μπίτσιος από το Παρίσι, ήρθε στο Τατόι και επειδή ήταν βράδυ ήταν και η βασίλισσα παρούσα στη συζήτηση. Ο Μπίτσιος μού μετέφερε τον διάλογο που είχε με τον Καραμανλή, ο οποίος, αφού με ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον μου, είπε στον Μπίτσιο ότι δεν μπορούσε να γυρίσει στην Ελλάδα και δεν επιθυμούσε να αναμειχθεί εκ νέου στην πολιτική. Οταν δε ρώτησα τον Μπίτσιο γιατί είχε αυτή τη στάση ο Καραμανλής, μου απάντησε:
“Ο Καραμανλής μού τόνισε ότι προϋπόθεση για να επιστρέψει στην Ελλάδα είναι να κηρύξετε τον στρατιωτικό νόμο, ως έχετε δικαίωμα σύμφωνα με το Σύνταγμα”. Ταράχτηκα και του λέω:
“Κύριε Μπίτσιο, η αποστολή σας δεν ήταν να μου μεταφέρετε τέτοιες εισηγήσεις. Δεν πρόκειται να το δεχθώ. Θα πρέπει να επιστρέψει στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για να βοηθήσει τον τόπο και να συμβάλει στην ομαλή διεξαγωγή των εκλογών”».
– Αυτή είναι η τελευταία επαφή με τον Καραμανλή πριν από το πραξικόπημα;
«Ναι».
– Πληροφορίες για πραξικόπημα είχατε;
«Οχι, εκτός από διάφορους ψιθύρους και φήμες που κυκλοφορούσαν. Υπήρχαν σχετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες και γενικότερα».
Ο ΠΑΣΑΛΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο… ΣΑΤΑΝΑΣ
«Οταν έπεσε η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου αναγκάστηκα να καλέσω όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και είπα σε όλους ότι θα έγραφα σε ένα χαρτί τις λύσεις που πρότεινε καθένας και αν υπήρχε μια κοινά αποδεκτή λύση θα την εφαρμόζαμε. Βεβαίως πρώτος ήταν στην τάξη το μεγαλύτερο κόμμα, ήταν ο πρόεδρος της Ενωσης Κέντρου, μετά ήταν ο πρόεδρος της ΕΡΕ, μετά ήταν ο Στεφανόπουλος, μετά ήταν ο Πασαλίδης και μετά ο Μαρκεζίνης. Ο Παπανδρέου μού είπε ότι λύσις πρώτη να μου δώσετε την εντολή, δεν το συνιστώ. Λύσις δεύτερη να δώσετε την εντολή εις τον Κανελλόπουλο, δεν δύνασθε εφόσον δεν την έχετε δώσει σε μένα. Λύσις τρίτη είναι να κάνετε υπηρεσιακή κυβέρνηση, αλλά αυτή έχει αποτύχει. Λύσις τέταρτη, μου λέει, είναι να κάνετε μια οικουμενική κυβέρνηση και να πάμε όλοι μαζί σε εκλογές.
Εφυγε και ήρθε ο αρχηγός της ΕΡΕ. Τα ίδια. Ηρθε ο Στεφανόπουλος. Τα ίδια. Ηρθε ο Πασαλίδης, ο πρόεδρος της ΕΔΑ. Τα ίδια. Και όταν ο Πασαλίδης έφτασε στο θέμα της οικουμενικής, του είπα: Κύριε πρόεδρε, εγώ οικουμενική δεν κάνω. Μου λέει: Γιατί; Διότι, του λέω, εάν σας φωνάξω όλους να κάνουμε οικουμενική κυβέρνηση, δεν θα συμφωνήσετε, θα διαφωνήσετε, θα τσακωθείτε και θα γίνουμε ρεζίλι. Και παίρνει τη μαγκούρα του και την κουνούσε και με κοιτούσε στα μάτια.
Παιδί μου, μου λέει, εσένα, παιδί μου, σε ήξερα για έξυπνο.
Τώρα κατάλαβα ότι είσαι κουτός. Του λέω: Γιατί έρχεσαι στο γραφείο μου, πρόεδρε, και με βρίζεις; Λέει: Ακουσέ με να σου πω. Φώναξέ μας να κάνουμε οικουμενική κυβέρνηση. Εάν πετύχει αυτό, εσύ θ΄ ανέβεις κι εμείς θα μείνουμε εκεί που είμαστε. Εάν αποτύχει αυτό, εμείς πάλι θα μείνουμε κάτω κι εσύ θ΄ ανέβεις. Ε, μπράβο, του λέω, είναι η καλύτερη συμβουλή που έχω λάβει όλη την ημέρα. Λοιπόν, συμφωνώ, θα κάνουμε οικουμενική. Θα με φωνάξεις κι εμένα; Βεβαίως, του λέω, όλοι θα μπουν στην κυβέρνηση. Πάμε, μου λέει, γιατί τώρα περιμένει και ο Σατανάς. Του λέω: Ποιος είναι ο Σατανάς; Μου λέει: Δεν ξέρεις ποιος είναι ο Σατανάς; Του λέω: Δεν ξέρω. Μου λέει: Ο Μαρκεζίνης. Σηκωθήκαμε, λοιπόν, επειδή ήταν και λίγο μεγάλος στην ηλικία και δεν μπορούσε να περπατήσει καλά. Του ΄δωσα το χέρι μου και τον πήγα μέχρι την αίθουσα που περίμενε ο πρόεδρος των Προοδευτικών. Και του είπα χαριτολογώντας: Ετσι μπράβο, πρόεδρέ μου, στηρίξου πάνω στον βασιλιά και όλα θα πάνε καλά. Και πήγε έξω και το είπε στον Τύπο.
Πήγαμε μέσα, βλέπω τον Μαρκεζίνη και του λέω: Κύριε πρόεδρε, έχετε υπόψη πώς σας αποκαλεί ο πρόεδρος της ΕΔΑ; Το ξέρω, μου λέει, Σατανά με λέει. Γνωρίζονταν πολλά χρόνια και ο Μαρκεζίνης κι αυτός την ίδια λύση πρότεινε, εκτός του ότι επέμενε ότι έπρεπε να γίνει αυτός πρωθυπουργός».
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΑΛΛΗ
«Εκπλήσσομαι»
Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης- λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό του στις 15 Μαρτίου του 2006- μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης του τέως βασιλέως Κωνσταντίνου στο «Βήμα» τον Φεβρουάριο του 2006 είχε αποστείλει την επιστολή η οποία ακολουθείαπαντώντας στα όσα είχε ισχυριστεί ο Κωνσταντίνος περί συνταγματικής εκτροπής που του επροτάθη από τον ίδιο και τους Κανελλόπουλο- Παπαληγούρα.
«Εκπλήσσομαι γιατί ο πρώην βασιλέας της Ελλάδος, μολονότι του απάντησα επί του ιδίου θέματος πριν από τέσσερα ή πέντε χρόνια, επανέρχεται επαναλαμβάνοντας ότι δήθεν οι αείμνηστοι Π. Κανελλόπουλος και Π. Παπαληγούρας, καθώς και εγώ, του εισηγηθήκαμε ουσιαστικώς “εκτροπή με δικές του ευλογίες”. Ο βασιλέας μάς είχε καλέσει στο Τατόι- και όχι στο γραφείο του Μπίτσιου- σε γεύμα εργασίας και ανήσυχος μας ρώτησε τι θα συμβεί σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής. Του απαντήσαμε ότι στην περίπτωση αυτή, ως και στις περιπτώσεις εκδήλου απειλής της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας λόγω εσωτερικών κινδύνων, θα του προτείνουμε την υπογραφή διατάγματος διά του οποίου θα ανεστέλλοντο 10 άρθρα του Συντάγματος περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952 που ίσχυε τότε. Στη συνέχεια τα μέτρα που ελήφθησαν θα έπρεπε να ανακοινωθούν αμέσως στη Βουλή προς επικύρωση, όπως απαιτεί το ίδιο άρθρο 91 του Συντάγματος.
Παρόμοιες διατάξεις περιέχουν τα Συντάγματα του 1975, του 1986 και του 2001 στο άρθρο 48 εδάφια 1, 2 και 3. Η εφαρμογή ή όχι του άρθρου 91 του Συντάγματος του 1952 δεν εξηρτάτο από τις ευλογίες του βασιλέως, αλλά από την εισήγηση της κυβερνήσεως που έπρεπε να επικυρωθεί από τη Βουλή. Προσθέσαμε στον πρώην βασιλέα ότι στην περίπτωση που η Βουλή θα είχε διαλυθεί, θα έπρεπε με το ίδιο διάταγμα της κηρύξεως καταστάσεως πολιορκίας να συγκληθεί εντός 10 ημερών η διαλυθείσα Βουλή για να αποφασίσει τη διατήρηση ή την άρση του διατάγματος αυτού.
Η ίδια ακριβώς διαδικασία στην περίπτωση που η Βουλή έχει διαλυθεί προβλέπεται και σήμερα στο άρθρο 48 εδάφιο 2 του Συντάγματος που επαναλαμβάνει αυτολεξεί τις σχετικές διατάξεις των Συνταγμάτων 1975 και 1986».
Γεώργιος Ι. Ράλλης
ΠΗΓΗ: in.gr