Κέρδος μετά την φορολογία ύψους €40 εκατομμύρια ανακοίνωσε για την εννιαμηνία του 2020 η Ελληνική Τράπεζα, σε σύγκριση με κέρδος ύψους €89,4 εκατ. την εννιαμηνία του 2019, ενώ το κέρδος για το γ΄ τρίμηνο του 2020 ανήλθε μετά την φορολογία στα €22,3 εκ., σε σύγκριση με €19,9 εκ. το β΄ τρίμηνο.
Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα για την εννιαμηνία που ανακοίνωσε σήμερα η Ελληνική Τράπεζα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) διαμορφώθηκε στο 20,06%, ενώ ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας στο 22,51%.
Οι ΜΕΧ ανήλθαν στα €1.650 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 σε σύγκριση με €2.276 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2019, σημειώνοντας μείωση ύψους 27%, ενώ οι ΜΕΧ εξαιρουμένου των ΜΕΧ που καλύπτονται από το Πρόγραμμα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (ΠΠΣ), ανήλθαν σε €1.185 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 και σε €1.808 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2019).
Γενικά, σύμφωνα με την Ελληνική Τράπεζα, η μείωση των ΜΕΧ οφείλεται σε περίπου €0,5 δισ. και περίπου €0,1 δισ. μη συμβατικών διαγραφών που πραγματοποιήθηκαν τη 2η τριμηνία του 2020 και 3η τριμηνία του 2020 αντίστοιχα, καθώς και στις αποπληρωμές και εξυγίανση που ανήλθαν σε περίπου €150 εκατ. κατά την εννιαμηνία του 2020, αντισταθμίζοντας τις αυξήσεις των ΜΕΧ κυρίως λόγω των νέων αθετήσεων και των δεδουλευμένων τόκων.
Οι τερματισμένοι λογαριασμοί οι οποίοι περιλαμβάνονταν στις ΜΕΧ ανήλθαν σε €872 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 (31 Δεκεμβρίου 2019: €1.435 εκατ.). Οι μεικτές χορηγήσεις με ρυθμιστικά μέτρα στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 ανήλθαν σε €996 εκατ. (31 Δεκεμβρίου 2019: €1.225 εκατ.).
Η χρέωση για ζημιές απομείωσης χρηματοοικονομικών μέσων και μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, ανήλθε στα €49,7 εκατ. για την εννιαμηνία του 2020 σημειώνοντας σημαντική αύξηση σε σύγκριση με €11,9 εκατ. την εννιαμηνία του 2019.
Σύμφωνα με την Ελληνική Τράπεζα, η αυξημένη χρέωση οφείλεται στις αυξημένες ζημιές απομείωσης του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων, κυρίως ως αποτέλεσμα της επίδρασης της πανδημίας του κορωνοϊού (€47,3 εκατ.).
Οι ζημιές απομείωσης χρηματοοικονομικών μέσων και μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για τη 3η τριμηνία του 2020, ανήλθαν σε χρέωση €7,3 εκατ., μειωμένη κατά 45% σε σύγκριση με €13,3 εκατ. την προηγούμενη τριμηνία.
Ο Δείκτης κάλυψης των προβλέψεων των ΜΕΧ ανήλθε στο 58,6% (εξαιρουμένων των ΜΕΧ που καλύπτονται από τη Συμφωνία ΠΠΣ) στις 30 Σεπτεμβρίου 2020.
Κατά την εννιαμηνία του 2020 το σύνολο των νέων χορηγήσεων που εγκρίθηκαν ανήλθε σε €712 εκατομμύρια.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του Ομίλου, ο Φοίβος Στασόπουλος, Μεταβατικός Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής του Ομίλου, είπε ότι τα αποτελέσματα για την εννιαμηνία «επιδεικνύουν την ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού μας μοντέλου και την ισχυρή κατάσταση της οικονομικής θέσης μας σε μια περίοδο σημαντικής και συνεχιζόμενης αβεβαιότητας».
Ανέφερε επίσης ότι «με ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια στο 22,5% και πλεονάζουσα ρευστότητα (Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας 454%) είμαστε σε πολύ καλή θέση για να στηρίξουμε τους βιώσιμους πελάτες μας και να χρηματοδοτήσουμε την ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας».
Ταυτόχρονα, ο κ. Στασόπουλος τόνισε πως η Τράπεζα εργάζεται «εντατικά για τη βελτίωση της ποιότητας της κατάστασης της οικονομικής θέσης της, μέσω της επίλυσης και απομόχλευσης των Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων, οι οποίες πλέον έχουν μειωθεί στο 17,6% (Δείκτης ΜΕΧ, εξαιρουμένων των ΜΕΧ που καλύπτονται από το ΠΠΣ)».
«Παραμένουμε προσηλωμένοι στη μετεξέλιξη της Τράπεζάς μας σε έναν σύγχρονο πελατοκεντρικό Οργανισμό που προσφέρει προϊόντα, υπηρεσίες και εξυπηρέτηση υψηλού επιπέδου και απρόσκοπτη εμπειρία στους πελάτες μας», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα, ο δείκτης εσόδων και εξόδων για την εννιαμηνία του 2020 ανήλθε στο 66,7%, ο Δείκτης Απαίτησης Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) στο 454% και το πλεόνασμα ρευστότητας στα €5,4 δισ.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2020, οι καταθέσεις πελατών ανήλθαν σε €14,1 δισ. (31 Δεκεμβρίου 2019: €14,6 δισ.)
Τα καθαρά έσοδα από τόκους για την εννιαμηνία του 2020 ανήλθαν σε €212,2 εκατ., μειωμένα κατά 7% σε σχέση με €227,0 εκατ. την εννιαμηνία του 2019.
Τα συνολικά έξοδα για την εννιαμηνία του 2020 ανήλθαν, σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα της Ελληνικής Τράπεζας, σε €189,6 εκατ. σε σύγκριση με €199,6 εκατ. κατά την εννιαμηνία του 2019, μειωμένα κατά 5% κυρίως λόγω της μείωσης στα συνολικά διοικητικά και άλλα έξοδα.
Σε τριμηνιαία βάση, τα συνολικά έξοδα της 3ης τριμηνίας του 2020 ανήλθαν σε €65,1 εκατ. αυξημένα κατά 6% σε σύγκριση με €61,2 εκατ. τη 2η τριμηνία του 2020.
Τα έξοδα προσωπικού για την εννιαμηνία του 2020 ανήλθαν σε €93,0 εκ. και αντιπροσώπευαν το 49% των συνολικών εξόδων του Ομίλου (εννιαμηνία του 2019: 47%).
Τα αποθέματα ακινήτων, τα οποία ως επί το πλείστων προέκυψαν από διακανονισμό χρεών των πελατών, ανήλθαν σε €214,6 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 (31 Δεκεμβρίου 2019: €177,3 εκατ.). Η μεταβολή στο υπόλοιπο των αποθεμάτων ακινήτων από διακανονισμό χρεών των πελατών την εννιαμηνία του 2020 περιλάμβανε προσθήκες ύψους €48,5 εκατ., πωλήσεις ύψους €9,9 εκατ. και ποσό απομείωσης ύψους €1,3 εκατ.
Σύμφωνα με την Ελληνική Τράπεζα, στο πλαίσιο της κρίσης του κορωνοϊού (COVID-19) εφαρμόστηκε μορατόριουμ σε όλα τα επιλέξιμα άτομα ή νομικές οντότητες σε διάφορους τομείς (αναστολή δόσεων κεφαλαίου και τόκων για περίοδο εννιά μηνών). Το ποσό των μεικτών χορηγήσεων σε πελάτες που υπόκεινται σε μορατόριουμ για την αποπληρωμή δανείων ανήλθε στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 σε €2,8 δισ. (εξαμηνία 2020: €2,8 δισ.).
Ερωτηθείς ο κ. Στασόπουλος κατά πόσον η τράπεζα έχει προβεί σε εκτίμηση για το ποσοστό των δανείων που σήμερα βρίσκονται υπό καθεστώς αναστολής δόσεων και τα οποία θα μετατραπούν σε ΜΕΧ, ανέφερε ότι «η προσπάθεια είναι κατά την περίοδο πριν από τη λήξη του μορατόριουμ (δόσεων) να είμαστε σε θέση να ξέρουμε κατά πόσον θα είναι σε θέση οι πελάτες που βρίσκονται κάτω από μορατόριουμ να επαναρχίσουν την αποπληρωμή».
«Σε αυτούς που δεν είναι σε θέση να επαναρχίσουν την καταβολή δόσεων τι είδους λύση χρειάζεται να αξιολογηθεί από την τράπεζα η οποία μπορεί να είναι αναδιάρθρωση του υπόλοιπου του δανεισμού, ή αναστολή καταβολής κεφαλαίου για κάποια περίοδο πάντοτε ανάλογα με τα δεδομένα που διέπουν τον κάθε πελάτη» και «ανάλογα με τον τομέα δραστηριότητας του», πρόσθεσε.
Ανέφερε επίσης ότι η τράπεζα έχει κάνει επαφές με τους πλείστους πελάτες της που βρίσκονται υπό μορατόριουμ δόσεων και «από τα προκαταρκτικά στοιχεία φαίνεται ότι η πλειοψηφία των πελατών θα είναι σε θέση να επαναρχίσουν την κανονική καταβολή των δόσεων».
Πρόσθεσε πως για τους υπόλοιπους «είμαστε σε προχωρημένο στάδιο επεξεργασίας κάποιων τυποποιημένων λύσεων εκεί που μπορούν να εφαρμοστούν και κάποιων εξειδικευμένων λύσεων εκεί που δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι τυποποιημένες λύσεις».
Σημείωσε ότι μέρος των χορηγήσεων που προήλθαν από την πρώην Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα καλύπτονται από το ΠΠΣ του κράτους.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση σε σχέση με την πώληση δανείων, ο κ. Στασόπουλος είπε ότι όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι και πρόσθεσε ότι «οι σημερινές συνθήκες πιθανόν να μην ευνοούν την πώληση δάνειων στον βαθμό που μπορεί να την ευνοούσαν πριν ένα χρόνο».
«Αυτό δεν σημαίνει ότι το ενδεχόμενο πώλησης δεν παραμένει μία πιθανή επιλογή», ανέφερε, προσθέτοντας ότι παράλληλα η τράπεζα συνεχίζει «την έντονη οργανική απομόχλευση μέσω ρυθμίσεων με τους πελάτες της και παράλληλα έχουμε και κάποιες συμφωνίες για πώληση μικρών κομματιών του δανειακού μας χαρτοφυλακίου οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη».
Παράλληλα, συνέχισε, εξετάζουμε όλες τις άλλες πιθανές επιλογές οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν και στην πιο ραγδαία μείωση των οργανικών δανείων πάνω στον ισολογισμό της τράπεζας».