Ενας στους τρεις Λιβανέζους ζει στη φτώχεια κι οι ανισότητες βαθαίνουν στη χώρα, που βιώνει βαθιά οικονομική κρίση από το 2019, υπογραμμίζεται σε έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας που δημοσιοποιήθηκε χθες Πέμπτη.
«Η φτώχεια στον Λίβανο υπερτριπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας», υπογραμμίζεται στο κείμενο, κατά το οποίο ο ένας πολίτης της χώρας στους τρεις ζούσε «στη φτώχεια το 2022».
Τα δεδομένα αφορούν περί το 60% του πληθυσμού, εξαιρουμένων περιοχών στο νότιο και στο ανατολικό τμήμα της χώρας, που γειτονεύουν αντίστοιχα με το Ισραήλ και τη Συρία.
Το χάσμα έχει βαθύνει ανάμεσα στη Βηρυτό και την επαρχία, ειδικά το βόρειο τμήμα του Λιβάνου, όπου το ποσοστό της φτώχειας φθάνει το 70%, για παράδειγμα στην περιφέρεια Ακάρ.
Η κρίση έχει «αναγκάσει τα νοικοκυριά (…) να περιορίσουν την κατανάλωση τροφίμων και τις δαπάνες τους που δεν αφορούν τη διατροφή, καθώς και τις δαπάνες για την υγεία, κάτι που εγείρει κίνδυνο σοβαρών συνεπειών μακροπρόθεσμα», προειδοποίησε η Παγκόσμια Τράπεζα.
Ο Ζαν-Κριστόφ Καρέ, διευθυντής του τμήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Μέση Ανατολή, σημείωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση της έκθεσης ότι είναι «επιτακτική ανάγκη» να «διευρυνθεί η κάλυψη και η έκταση των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας».
Η κατάρρευση της οικονομίας αποδίδεται από μεγάλο μέρος των πολιτών στην κακοδιοίκηση, τη διαφθορά, την αμέλεια και την αδράνεια της πολιτικής τάξης που παραμένει απαράλλακτη επί δεκαετίες.
Συνέπειες του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας
Ο Λίβανος είναι ταυτόχρονα βυθισμένος σε πολιτική κρίση, εξαιτίας της αδυναμίας των πολιτικών να συνεννοηθούν, κάτι που παραλύει τους θεσμούς κι αποτρέπει από τον Νοέμβριο του 2022 την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας.
Οι αρχές θεωρούν πως η οικονομική κρίση επιτείνεται λόγω της παρουσίας σχεδόν δυο εκατομμυρίων σύρων προσφύγων — ο Λίβανος έχει υποδεχθεί, κατ’ αναλογία προς τον πληθυσμό του, τους περισσότερους πρόσφυγες από τη Συρία στον κόσμο.
«Τα συριακά νοικοκυριά επλήγησαν σκληρά από την κρίση», επισημαίνει η Παγκόσμια Τράπεζα, σύμφωνα με την οποία σχεδόν οι εννέα Σύροι στους δέκα στον Λίβανο ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Από την πλευρά της, αποστολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) που επισκέπτεται τον Λίβανο έκρινε ότι οι «αρνητικές συνέπειες του πολέμου στη Γάζα και η κλιμάκωση των μαχών στα νότια σύνορα του Λιβάνου επιδεινώνουν περαιτέρω την ήδη εύθραυστη οικονομική κατάσταση».
Από την επομένη του ξεσπάσματος του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς, την 7η Οκτωβρίου, καταγράφονται καθημερινά ανταλλαγές πυρών στα σύνορα ανάμεσα στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις και τη Χεζμπολά, που υποστηρίζει τον σύμμαχό της, το παλαιστινιακό ισλαμιστικό κίνημα.
«Η ανεργία και η φτώχεια έχουν φθάσει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα», υπογράμμισε το ΔΝΤ, επιτιμώντας για ακόμη μια φορά τις λιβανικές αρχές επειδή δεν προώθησαν κατ’ αυτό «απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις».
Τον Απρίλιο του 2022, ο Λίβανος σύναψε κατ’ αρχή συμφωνία με το ΔΝΤ για τη χορήγηση δανείου τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμβαση με τετραετή διάρκεια, όμως οι αρχές δεν εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις που αποτελούσαν προαπαιτούμενα για την εκταμίευση του ποσού.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ