Δέκα μαχητές, αποστάτες της πρώην οργάνωσης ανταρτών FARC, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια στρατιωτικής επιχείρησης στη νοτιοανατολική Κολομβία, ανακοίνωσε χθες Δευτέρα το γενικό επιτελείο.
“Για την ώρα” έχει επιβεβαιωθεί “ο θάνατος δέκα ανταρτών”, ανέφερε ο Λουίς Φερνάντο Ναβάρο, ανώτερος αξιωματικός του στρατού, σε βίντεο που διανεμήθηκε από το επιτελείο σε μέσα ενημέρωσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μαχητές αυτοί ανήκαν σε ομάδα αποστατών της πρώην οργάνωσης ανταρτών Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC) υπό τη διοίκηση του “Μόνο Φερλέι”, όπως είναι το nom de guerre έμπιστου του “Ιβάν Μορδίσκο”, ενός από τους κυριότερους ηγέτες των αποστατών.
“Καταφέρθηκε αποφασιστικό πλήγμα εναντίον ενός από τους επικεφαλής, πρωτοπαλίκαρου (…) του εγκληματία που είναι γνωστός με το ψευδώνυμο Ιβάν Μορδίσκο”, ανέφερε ο Υπουργός Άμυνας, ο Διέγο Μολάνο, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Ο αεροπορικός βομβαρδισμός διεξήχθη στην κοινότητα Μοριτσάλ, στο διαμέρισμα Γουαϊνία. Σε αυτή την περιοχή, όπου μαίνονται βίαια επεισόδια, οι αποστάτες επιδιώκουν να “επεκτείνουν τις εγκληματικές δραστηριότητες” και να “συντονίσουν τη δραστηριότητα της διακίνησης ναρκωτικών, ώστε να περνάει” κοκαΐνη σε γειτονικά κράτη, πάντα σύμφωνα με τον κ. Μολάνο.
Οι αρχές κατηγορούν τον “Ιβάν Μορδίσκο” ότι έχει συμμαχήσει με τον “Χεντίλ Δουάρτε”, έναν από τους βασικούς ηγέτες των αποστατών, προκειμένου να αναδιοργανωθούν παλιές μονάδες (“μέτωπα”) των ανταρτών. Ο τελευταίος ήταν από τους πρώτους που ανακοίνωσαν πως αποσύρονται από τη συμφωνία ειρήνης του 2016.
Χωρίς ενιαία διοίκηση, οι αποστάτες των FARC εκτιμάται πως αριθμούν περίπου 2.500 πολεμιστές και χρηματοδοτούνται κυρίως από τη διακίνηση ναρκωτικών, τις παράνομες εκμεταλλεύσεις μεταλλείων -ειδικά χρυσού- και τις εκβιάσεις, σύμφωνα με την κολομβιανή στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών.
Η συμφωνία ειρήνης που υποτίθεται ότι θα γύριζε τη σελίδα σχεδόν 6 δεκαετιών εμφυλίου πολέμου στην Κολομβία επέτρεψε να αποστρατευθούν κάπου 13.000 άνδρες και γυναίκες που συμμετείχαν στον πόλεμο στις τάξεις των FARC, ανάμεσά τους κάπου 7.000 μαχητές και μαχήτριες. Σχεδόν 300 εξ αυτών έχουν έκτοτε πέσει νεκροί σε στοχευμένες δολοφονίες, που οι αρχές διατείνονται πως διαπράχθηκαν κυρίως από πρώην συντρόφους τους στα όπλα.