Η Γερμανία θα απενεργοποιήσει το Σάββατο τους τρεις εναπομείναντες πυρηνικούς σταθμούς της, ποντάροντας ότι μπορεί να εκπληρώσει τις πράσινες φιλοδοξίες της χωρίς ατομική ενέργεια, παρά την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Το σύννεφο λευκού ατμού που υψώνεται από το 1989 πάνω από τον ποταμό Νεκαρβεστχάιμ κοντά στη Στουτγάρδη θα αποτελέσει σύντομα μια μακρινή ανάμνηση, όπως και το συγκρότημα Ίζαρ 2 στη Βαυαρία και το εργοστάσιο Έμσλαντ στα βόρεια της χώρας.
Σε μια εποχή που πολλές δυτικές χώρες ενισχύουν την πυρηνική ενέργεια στο πλαίσιο της μετάβασής τους σε πιο πράσινες πηγές ενέργειας, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης εμμένει αποφασιστικά στα σχέδιά της, αν και δεν συμφωνούν όλοι.
Η Γερμανία επιδιώκει τη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας από το 2002, αλλά η απόφαση επιταχύνθηκε από την πρώην Καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ το 2011 μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία.
Η Φουκουσίμα έδειξε ότι «ακόμη και σε μια χώρα υψηλής τεχνολογίας όπως η Ιαπωνία, οι κίνδυνοι της πυρηνικής ενέργειας δεν μπορούν να ελεγχθούν με ασφάλεια», δήλωσε τότε η Μέρκελ.
Η απόφαση εξόδου ήταν δημοφιλής σε μια χώρα με ισχυρό αντιπυρηνικό κίνημα που τροφοδοτείται από τους φόβους για συγκρούσεις την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και καταστροφές όπως το Τσερνομπίλ.
Αλλά η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 απείλησε να ανατρέψει τα σχέδια, βάζοντας τέλος στο φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο και ρίχνοντας τη χώρα σε μια άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση.
Λίγους μόλις μήνες πριν από την απενεργοποίηση των τριών εναπομεινάντων σταθμών της Γερμανίας στις 31 Δεκεμβρίου 2022, το ρεύμα της κοινής γνώμης άρχισε να αλλάζει.
«Με τις υψηλές τιμές της ενέργειας και το φλέγον θέμα της κλιματικής αλλαγής, υπήρξαν φυσικά εκκλήσεις για την παράταση λειτουργίας των σταθμών παραγωγής ενέργειας», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο δήμαρχος του Νεκαρβεστχάιμ Γιόχεν Βίνκλερ.
Η κυβέρνηση του Καγκελάριου Όλαφ Σολτς, στην οποία συμμετέχουν οι πολέμιοι της πυρηνικής ενέργειας Πράσινοι, συμφώνησε να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των σταθμών μέχρι τις 15 Απριλίου.
«Θα μπορούσε να υπάρξει μια νέα συζήτηση αν ο χειμώνας ήταν πιο δύσκολος, αν υπήρχαν διακοπές ρεύματος και ελλείψεις φυσικού αερίου. Αλλά είχαμε έναν χειμώνα χωρίς πολλά προβλήματα χάρη στην επιτάχυνση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG)», δήλωσε ο Βίνκλερ.
Το Νεκαρβεστχάιμ έχει περίπου 4.000 κατοίκους, εκ των οποίων περισσότεροι από 150 εργάζονται στο εργοστάσιο, ωστόσο ο Βίνκλερ εμφανίζεται φιλοσοφημένος σχετικά με την απόφαση.
«Ο τροχός έχει ήδη γυρίσει και δεν υπάρχει λόγος να “πάμε πίσω” και να αντιστρέψουμε τη διαδικασία», είπε.
Δεκαέξι αντιδραστήρες έχουν κλείσει στη Γερμανία από το 2003. Οι τρεις τελευταίοι σταθμοί παρείχαν πέρυσι το 6% της ενέργειας της Γερμανίας, σε σύγκριση με το 30,8% από το σύνολο των πυρηνικών σταθμών το 1997. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία παρήγαγε το 46% της από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το 2022, από λιγότερο από 25% πριν από μια δεκαετία.
Ωστόσο, ο σημερινός ρυθμός προόδου στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν θα είναι αρκετός για να επιτύχει η Γερμανία τους δικούς της στόχους, προς μεγάλη οργή των ακτιβιστών υπέρ του περιβάλλοντος.
Η εξίσωση είναι ακόμη πιο περίπλοκη, δεδομένου του στόχου να κλείσουν όλες οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα στη χώρα έως το 2038, με ένα πρώτο κύμα κλεισίματος το 2030.
Ο άνθρακας εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο της γερμανικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με αύξηση 8% πέρυσι για να αντισταθμίσει την απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου μετά τη διακοπή των προμηθειών από τη Μόσχα ως απάντηση στις δυτικές κυρώσεις για την εισβολή της στην Ουκρανία.
Η χώρα θα πρέπει να εγκαταστήσει «τέσσερις έως πέντε ανεμογεννήτριες την ημέρα» τα επόμενα χρόνια για να καλύψει τις ανάγκες της, προειδοποίησε ο Σολτς, ένα μεγάλος αριθμός δεδομένου ότι πέρυσι εγκαταστάθηκαν μόλις 551.
Η Γερμανία πρέπει επίσης να υπερδιπλασιάσει τον ρυθμό με τον οποίο εγκαθιστά φωτοβολταϊκό εξοπλισμό, σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης Agora Energiewende.
Τους τελευταίους μήνες υιοθετήθηκε μια σειρά από κανονιστικές χαλαρώσεις σε μια προσπάθεια επιτάχυνσης των διαδικασιών σχεδιασμού.
Ο σχεδιασμός και η έγκριση ενός έργου αιολικής ενέργειας διαρκεί σήμερα κατά μέσο όρο τέσσερα έως πέντε χρόνια, σύμφωνα με την ένωση του κλάδου BWE. Ακόμα και η συντόμευση αυτού του χρόνου κατά ένα ή δύο χρόνια θα ήταν «ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός», δήλωσε εκπρόσωπός της.
Πηγή: ΚΥΠΕ