Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στα τέλη Φεβρουαρίου, η αντίδραση του δυτικού κόσμου ήταν ενιαία και βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας. Οι κυρώσεις επεκτάθηκαν σε μεγάλο εύρος προσώπων και δραστηριοτήτων.
Ορισμένα από τα πρόσωπα που έχουν βρεθεί στη λίστα των ευρωπαϊκών κυρώσεων αναζητούν τρόπο να απεγκλωβιστούν απευθυνόμενοι στα δικαστήρια της ΕΕ.
Η ΕΕ έχει επιβάλει κυρώσεις σε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό εταιρειών και ιδιωτών για να χτυπήσουν τη Ρωσία «εκεί που πονάει», σύμφωνα με τα λόγια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Από τον Φεβρουάριο έχουν ήδη κατατεθεί περίπου 20 προσφυγές από μερικούς από τους πλουσιότερους μεγιστάνες της Ρωσίας ή μέλη των οικογενειών τους, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg. Ανάμεσά τους ο πρώην διευθύνοντας σύμβουλο της Sibur Holding Ντμίτρι Κόνοφ- ο οποίος κατέθεσε την έφεσή του στο Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο την 1η Ιουνίου-, ο Ρομάν Αμπράμοβιτς, ο Αντρέι Μελνιτσένκο και ο Μικαΐλ Φρίντμαν.
Κάθε εβδομάδα κατατίθενται περισσότερες προσφυγές. Έχουν ωστόσο ελπίδες; «Η συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων θα έχει πολύ περιορισμένες προοπτικές επιτυχίας», απαντάει ο Κάρστεν Ζάτσλερ που ειδικεύεται στο δίκαιο της ΕΕ.
Οι δικηγόροι του Κόνοφ από την άλλη πιστεύουν ότι «δεν υπάρχει πραγματική ή νομική βάση» για την απόφαση της ΕΕ να επιβάλει κυρώσεις στον πελάτη τους «και ελπίζουν ότι θα ακυρωθεί από το δικαστήριο».
Όποιος πλήττεται από μια απόφαση της ΕΕ έχει μια διορία μόλις δύο μηνών για να προετοιμάσει μια έφεση. Σε μια αρχική ήττα στο Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ασκηθεί έφεση για τελευταία φορά στο Δικαστήριο της ΕΕ.
Η δικαστική οδός μπορεί να δίνει μια έστω και μικρή ελπίδα στους Ρώσους δισεκατομμυριούχους, ωστόσο και αυτός ο δρόμος διαθέτει εμπόδια καθώς έχει γίνει πιο δύσκολη η εύρεση νομικής εκπροσώπησης, δεδομένου ότι μερικές από τις μεγαλύτερες δικηγορικές εταιρείες αποφάσισαν να διακόψουν τους δεσμούς τους με τη Ρωσία.
Ακόμη και για κάποιον που εσφαλμένα έχει καταγραφεί ως άτομο που υπόκειται σε κυρώσεις, γίνεται δύσκολο καθώς «πολλά δικηγορικά γραφεία αποφεύγουν κάθε υπόθεση που σχετίζεται με οποιονδήποτε τρόπο με τη Ρωσία μετά την εισβολή», είπε ο Ζάτσλερ.
Μια διέξοδος για τους Ρώσους είναι ο «κανόνας του ταξί» βάσει του οποίου οι δικηγόροι στη Βρετανία και την Ιρλανδία υποχρεούνται να δέχονται οδηγίες σε κάθε περίπτωση στον τομέα της νομικής τους εμπειρίας, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο πελάτης.
Ενώ το Brexit περιόρισε τα δικαιώματα των δικηγόρων που εδρεύουν στο Λονδίνο – οι οποίοι ιστορικά εκπροσωπούσαν συχνά Ρώσους πελάτες – να υποβάλουν αίτηση στα δικαστήρια της ΕΕ, πολλοί απέκτησαν ιρλανδικά διαπιστευτήρια για να τους επιτραπεί να συνεχίσουν. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να επιλέξουν με τον ίδιο τρόπο που μπορούν άλλοι επαγγελματίες νομικοί, εκτός εάν έχουν μια έγκυρη σύγκρουση ή άλλη δουλειά.