Δύο αρκετά διαφορετικοί πολιτικοί έχουν απομείνει να διεκδικούν την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος και της πρωθυπουργίας στη Βρετανία, με κοινό χαρακτηριστικό πάντως την αποφασιστικότητά τους να ανελιχθούν στην πολιτική.
Αν νικητής από την ψηφοφορία των μελών του κόμματος αναδειχθεί ο 42χρονος Ρίσι Σούνακ, που κέρδισε την πρωτιά στις ψηφοφορίες της κοινοβουλευτικής ομάδας των Τόρις, θα είναι ο πρώτος Πρωθυπουργός με καταγωγή εκτός Βρετανίας, από την Ινδία, και ασφαλώς ο πρώτος ινδουιστής ηγέτης της χώρας.
Θα είναι επίσης ο Πρωθυπουργός με την τρίτη μικρότερη διάρκεια παρουσίας στη Βουλή των Κοινοτήτων μετά από τους Άντινγκτον και Πιτ, έχοντας εκλεγεί βουλευτής μόλις το 2015.
Η μετεωρική του ανέλιξη οφείλεται εν πολλοίς στον Μπόρις Τζόνσον, τον άνθρωπο τον οποίο κατά τους επικριτές του «πρόδωσε» με την «αντι-συντηρητική» πολιτική αύξησης φόρων και με την παραίτησή του, τη δεύτερη κατά σειρά από τις συνολικά 59 παραιτήσεις από την κυβέρνηση που προκάλεσαν την πτώση του κ. Τζόνσον.
Μαζί με αυτή την «προδοτική» συμπεριφορά, ο Βουλευτής της περιφέρειας Ρίτσμοντ στο Γιόρκσιρ (έδρα του πρώην ηγέτη των Τόρις και νυν υποστηρικτή του Γουίλιαμ Χέιγκ) έχει να αντιμετωπίσει και την κατηγορία ότι δεν είναι ο κατάλληλος ηγέτης σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία διότι δεν αντιλαμβάνεται τις ανάγκες του απλού κόσμου – και αυτό λόγω της τεράστιας περιουσίας του, προσωπικής και της συζύγου του (κληρονόμου μιας εκ των πλουσιότερων οικογενειών στην Ινδία). Είναι μία περιουσία που τον καθιστά τον μόνο πολιτικό στη φετινή λίστα των Sunday Times με τους 250 πλουσιότερους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου.
Για τους φίλους του, ωστόσο, ο Ρίσι Σούνακ δεν γαλουχήθηκε ως προς το χαρακτήρα και τις αξίες κατά τη διάρκεια της επικερδούς καριέρας του στο Σίτι, ως διευθυντής hedge fund, αλλά την περίοδο που ως έφηβος βοηθούσε στην οικογενειακή επιχείρηση, ένα φαρμακείο.
Γεννήθηκε στο Σαουθάμπτον το Μάιο του 1980, τέκνο της οικογένειας του Γιασβίρ και της Ούσα Σούνακ, ινδουιστών της κοινότητας των Πουντζάμπι, που είχαν γεννηθεί στις βρετανικές αποικίες της Κένυας και της Τανζανίας αντίστοιχα, με γονείς που είχαν μεταναστεύσει στην ανατολική Αφρική από την Ινδία. Αμφότερες οι οικογένειες μετανάστευσαν στη συνέχεια στην Αγγλία τη δεκαετία του 1960, με πρώτη τη γιαγιά Σράκσα Μπέρι, η οποία ένα χρόνο αργότερα έφερε στο Λέστερ όπου ζούσε τον σύζυγο της και τα τρία τους παιδιά, μεταξύ των οποίων η μητέρα του Ρίσι Σούνακ.
Αργοτερα η φαρμακοποιός Ούσα συνάντησε στην περιοχή του Σαουθάμπτον τον μέλλοντα άντρα της και πατέρα του Ρίσι, που ήταν γενικός ιατρός στην ίδια περιοχή.
Μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Σαντζέι και τη μικρότερη αδερφή τους Ρααχί, τα παιδιά των Σούνακ έμαθαν να βοηθούν στο φαρμακείο, με τον έφηβο Ρίσι να κάνει παραδόσεις φαρμάκων με το ποδήλατό του τα Σαββατοκύριακα, αλλά και να κρατά τα βιβλία της επιχείρησης αφού μελετούσε παράλληλα οικονομικά για τις εξετάσεις A-level για την εισαγωγή σε πανεπιστήμιο.
Η εικόνα αυτή, μιας σκληρά εργαζόμενης οικογένειας που άρπαξε τις ευκαιρίες, ταιριάζει στις αξίες των οπαδών του Συντηρητικού Κόμματος και για αυτό προ ημερών ο Ρίσι Σούνακ φάνηκε ότι έχει σκοπό να την αναδεικνύει. Όπως είπε από την πόλη της Μάργκαρετ Θάτσερ, τα κηρύγματά της περί υπεύθυνου οικογενειακού προϋπολογισμού είχαν απήχηση στο σπίτι του «με τις συντηρητικές αξίες και τη μικρή επιχείρηση της μαμάς».
Οι γονείς Σούνακ πρόσφεραν στα παιδιά τους τις ευκαιρίες που ήθελαν και αυτά δεν τις άφησαν να πάνε χαμένες. Ο 40χρονος Σαντζέι είναι ψυχολόγος και η 37χρονη Ρααχί, επικεφαλής στρατηγικής στο Παγκόσμιο Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για την παροχή εκπαίδευσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Ο ίδιος ο Ρίσι Σούνακ φοίτησε σε ιδιωτικά σχολεία, με έναν από τους δασκάλους του να θυμάται πως «πάντα ξεχώριζε» για το χαρακτήρα, τις επιδόσεις και το χιούμορ του. Ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε ένα από τα πιο ακριβά και αποκλειστικά ιδιωτικά σχολεία της χώρας, το Winchester College, χωρίς μάλιστα υποτροφία.
Όπως έχει αστειευτεί ένας φίλος του, «αν θέλεις να νιώσεις ανεπαρκής, πέρασε λίγο χρόνο με τους Σούνακ».
Ως έφηβος ο Ρίσι φαίνεται ότι ήταν ευρωσκεπτικιστής, γράφοντας στο σχολικό περιοδικό πως «η ρητορική των Νέων Εργατικών μοιάζει ανησυχητικά φιλοευρωπαϊκή». Καταδίκαζε δε τον κατώτατο μισθό που εισήγαγε ο Τόνι Μπλερ ως «καταστροφέα» θέσεων εργασίας.
Έπαιζε κρίκετ και χόκεϊ επί χόρτου, έκανε στίβο και του άρεσε το ποδόσφαιρο, όντας φίλαθλος της Σαουθάμπτον. Στα 18 του έλαβε ως δώρο μια ευχετήρια κάρτα υπογεγραμμένη από όλους τους παίκτες του συλλόγου.
Οι σπουδές του έγιναν στην Οξφόρδη, όπου σε αντίθεση με τον Μπόρις Τζόνσον ή τον Ντέιβιντ Κάμερον πριν από αυτόν, δεν έδειξε ενδιαφέρον για την ανάμιξη σε συλλόγους που ασχολούνταν με την πολιτική, αλλά που είχαν στραμμένη την προσοχή τους στον κόσμο των επιχειρήσεων και των χρηματοοικονομικών. Συμφοιτητές του τον έχουν περιγράψει ως «σπασικλάκι» και θυμούνται την εμμονή του με το Star Wars, ενώ είναι γνωστός και για την αγάπη του για τον Τζέιμς Μποντ.
Με την αποφοίτησή του το 2001 έπιασε αμέσως δουλειά στην Goldman Sachs και εντός μηνών μπόρεσε να αγοράσει το πρώτο του διαμέρισμα σε ακριβή γειτονιά στο δυτικό Λονδίνο, με τη βοήθεια πάντως των γονιών του. Μετά από τρία χρόνια έκανε ένα διάλειμμα για να ολοκληρώσει σπουδές Master στη διοίκηση επιχειρήσεων στο Στάνφορντ της Καλιφόρνια, με υποτροφία.
Εκεί συνάντησε την Ακσάτα Μούρτι, την οποία παντρεύτηκε μετά από τέσσερα χρόνια στην Μπανγκαλόρ, όπου είχε χτιστεί η περιουσία του πατέρα της, ιδρυτή της πολυεθνικής εταιρείας IT Infosys.
Η προσοχή του άρχισε να στρέφεται και στην πολιτική, με φίλο του εκείνη την εποχή να θυμάται πως ο νεαρός Ρίσι επικαλούνταν τον Συντηρητικό πολιτικό Μάικλ Χέσελταϊν αναφερόμενος στις φιλοδοξίες του: «εκατομμυριούχος στα 20 και κάτι, Βουλευτής στα 30 και κάτι, Υπουργός στα 40 και κάτι, Πρωθυπουργός στα 50 και κάτι». Μόνο ο τελευταίος στόχος δεν έχει επιτευχθεί, ακόμα.
Η απόφασή του να εμπλακεί στην πολιτική εκτιμάται ότι επισπεύσθηκε μετά από τον γάμο του, καθώς η τόσο μεγάλη περιουσία της γυναίκας του σε συνδυασμό με τη δική του σήμαινε ότι «δεν είχε πια νόημα να προσπαθεί να βγάζει περισσότερα χρήματα», σύμφωνα με άλλον φίλο του που μίλησε στους Times.
Ωστόσο η διαχείριση αυτής της περιουσίας έχει αποδειχθεί ένα δυνητικό μειονέκτημα στην κούρσα διαδοχής, καθώς προ μηνών αποκαλύφθηκε ότι η σύζυγός του είχε δηλωθεί κάτοικος εξωτερικού στην εφορία και ως εκ τούτου δεν κατέβαλε φόρους στο Ηνωμένο Βασίλειο επί τους εκτός Βρετανίας εισοδήματος. Αυτό άλλαξε γρήγορα μετά από την κριτική που ασκήθηκε στον τότε Υπουργό Οικονομικών.
Ο κ. Σούνακ έχει τη φήμη του εμμονικού με συγκεκριμένα πράγματα, όπως η τάξη και η καθαριότητα, θέλει να κάθεται πιο μπροστά από τους άλλους στις φωτογραφίες και κυρίως επιδιώκει να είναι πάντα ντυμένος στην τρίχα. Αυτό το τελευταίο τού έχει προσδώσει το προσωνύμιο ‘dishy Rishi’ («Ρίσι ο κούκλος»). Την ίδια προσοχή στην εμφάνιση επιδεικνύει και στο προφίλ του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Από νωρίς στην πολιτική του καριέρα, με την εκλογή του το 2015, θεωρήθηκε ανερχόμενο αστέρι και η επιλογή του να στηρίξει το Brexit στο δημοψήφισμα του 2016 είχε θορυβήσει τον Ντέιβιντ Κάμερον. Ανέλαβε υπουργικό πόστο για πρώτη φορά επί κυβέρνησης Μέι, ως κατώτερης βαθμίδας υφυπουργός Στέγασης τον Ιανουάριο του 2018.
Ο Μπόρις Τζόνσον τον προήγαγε το 2019 τοποθετώντας τον μεταξύ των Υφυπουργών στο Υπουργείο Οικονομικών, για να του δώσει εν τέλει τα ηνία στον καθορισμό της οικονομικών πολιτικής τον Φεβρουάριο του 2020, όταν ο Σάτζιντ Τζάβιντ παραιτήθηκε ως Υπουργός Οικονομικών καταγγέλλοντας προσπάθεια επιρροής από τον αμφιλεγόμενο αρχισύμβουλο της Ντάουνινγκ Στριτ Ντόμινικ Κάμινγκς.
Αντιμετώπισε την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και το κόστος διαβίωσης παρέχοντας σημαντική έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε επιχειρήσεις και πολίτες, επιλέγοντας να αυξήσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές για να καλύψει τις δαπάνες, παρά τις έντονες αντιδράσεις από την πιο δεξιά πτέρυγα του κυβερνώντος κόμματος.
Οι επικρίσεις από τους πολιτικούς του αντιπάλους, που αξιοποιούνται τώρα και από το επιτελείο της Λιζ Τρας, εντάθηκαν μετά από την επιβολή αστυνομικού προστίμου σε βάρος του για το partygate, για το πάρτι γενεθλίων του Τζόνσον στην αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου και για την αποκάλυψη ότι διέθετε μέχρι και όταν έγινε Υπουργός πράσινη κάρτα από τις ΗΠΑ, που θα μπορούσε δυνητικά να χρησιμοποιήσει για ευνοϊκές φορολογικές διευθετήσεις.
Ο ρόλος του στην κυβέρνηση, όπως εν τέλει και η η ίδια η κυβέρνηση Τζόνσον, έφτασε στο τέλος του δρόμου με τη παραίτηση του στις 5 Ιουλίου, εννέα λεπτά μετά από την παραίτηση του Υπουργού Υγείας κ. Τζάβιντ.
Σε αντιδιαστολή με τον επικοινωνιακά άνετο και μάλλον πιο μετριοπαθή ως πολιτικό Ρίσι Σούνακ, η 47χρονη (γενέθλια σήμερα 26 Ιουλίου) Υπουργός Εξωτερικών Λιζ Τρας περιγράφεται συχνά ως «ξύλινη» στην εκφορά του λόγου, αλλά και «δύναμη της φύσης» στην υποστήριξη των συντηρητικών της θέσεων. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, αντίπαλός της σχολίασε σκωπτικά πως είναι «εντυπωσιακό το πώς μπορεί να συνδυάζει τις ρομποτικές πτυχές της Τερέζα Μέι με την πλήρη έλλειψη του χαρίσματος του Μπόρις Τζόνσον».
Έχοντας επίγνωση της έλλειψης επικοινωνιακής άνεσης, κάτι που η ίδια παραδέχθηκε σε ένα από τα πρόσφατα τηλεοπτικά debate, πριν από τις δημόσιες εμφανίσεις της ακολουθεί ένα σταθερό τελετουργικό: πίνει έναν διπλό εσπρέσο, ακούει χορευτική ποπ και επαναλαμβάνει στον εαυτόν της, συχνά μπροστά σε έναν καθρέφτη, «πίστεψε στον εαυτό σου».
Όχι ότι η έλλειψη αυτοπεποίθησης συνιστά πρόβλημα για τη Μαίρη Ελίζαμπεθ Τρας, όπως μαρτυρά η εντυπωσιακή της πολιτική σταδιοδρομία. Σε αντίθεση με τη σχετική πολιτική απειρία του αντιπάλου της, η κ. Τρας πέρα από τα 12 χρόνια βουλευτικής εμπειρίας μπορεί να επαίρεται ότι είναι σήμερα η πολιτικός με την πιο μακρά συνεχή παρουσία σε υπουργικά πόστα. Έχει διατελέσει Υφυπουργός Παιδείας και Υπουργός Περιβάλλοντος επί Κάμερον, Υπουργός Δικαιοσύνης και Υφυπουργός Οικονομικών επί Μέι, Υπουργός Διεθνούς Εμπορίου και Υπουργός Εξωτερικών επί Τζόνσον.
Το βασικό χαρακτηριστικό που της πιστώνουν ή της χρεώνουν είναι η φιλοδοξία της. Είναι μια πολιτικός που αποφάσισε ότι θα φτάσει στα υψηλότερα αξιώματα της χώρας και το επεδίωξε με μια μεθοδικότητα και ευλάβεια τρομακτική για ορισμένους: το παγωμένο ξανθό του μαλλιού της έχει γίνει ένα πιο ζεστό χρυσό, ο δυναμισμός της αντανακλάται στις ψηλοτάκουνες γόβες και στο συνήθως αυστηρό ύφος της, το κύρος της εκφράζεται και με το ντύσιμό της: χτυπητό κόκκινο, μπλε ηλεκτρίκ, έντονο μουσταρδί.
Η δε ένθερμη στήριξη της παραμονής στην ΕΕ το 2016 έχει μετατραπεί πλέον σε απόλυτη προσήλωση και συχνή αποθέωση του Brexit, με κάποιους να θυμούνται ότι πριν πάρει θέση στο δημοψήφισμα ρωτούσε «ποιος νομίζετε ότι θα κερδίσει;».
Είναι εργασιομανής και αυτό τροφοδοτεί τη φιλοδοξία της, η οποία βρήκε πρόσφορο έδαφος το οποίο εκείνη δεν άφησε ανεκμετάλλευτο. Η πρώην Υπουργός Εσωτερικών Άμπερ Ραντ είχε πει: «Ποτέ δεν είχα καταλάβει τι εννοούσαν όσοι έλεγαν για κάποιον ότι είναι πολύ πολιτικό ον ή όχι και τόσο πολύ, μέχρι που είδα τη Λιζ. Είναι απίστευτα επιτυχημένη πολιτικά υπό τρεις Πρωθυπουργούς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους».
Ο πρώην διευθυντής της Daily Mail Πολ Ντακρ, σίγουρα όχι ένας άνθρωπος που εντυπωσιάζεται ή εκφοβίζεται εύκολα από πολιτικούς, θυμάται πως σε ένα δείπνο που γνώρισε για πρώτη φορά την Τρας αφοπλίστηκε από την ευθύτητα των ερωτήσεών της και την απόρριψη της επάρκειας των απαντήσεων με τη λέξη «μαλ…», μια λέξη που πολλοί επιβεβαιώνουν ότι χρησιμοποιεί συχνά.
Φέρεται δε να έχει συγκρίνει τον εαυτό της με την Άρια Σταρκ, τη μικρή ατρόμητη πολεμίστρια από το Game of Thrones.
Η πιο κλασική σύγκριση, ωστόσο, γίνεται με τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Η ίδια κ. Τρας υποδαυλίζει αυτού του είδους τις αναφορές επιλέγοντας φωτογραφίσεις σε στιγμιότυπα που θυμίζουν Θάτσερ ακόμα και αν συνοδεύονται από σκωπτικά σχόλια. Όπως και η «σιδηρά κύρια» η νυν Υπουργός Εξωτερικών έχει φωτογραφηθεί σε άρμα μάχης, πάνω σε μοτοσικλέτα Triumph, στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας με ρωσικό καπέλο, ακόμα και να αγκαλιάζει ένα μοσχαράκι.
«Όλες οι γυναίκες πολιτικοί στο κόμμα παρομοιάζονται με τη Θάτσερ», έχει πει η ίδια απορρίπτοντας τα περί αντιγραφής. Πάντως, ακόμα και στο πρόσφατο debate του Channel 4 φόρεσε την ίδια μπλούζα με φιόγκο που είχε φορέσει η Θάτσερ σε τηλεοπτική προεκλογική εμφάνιση το 1979.
Ως προς την πολιτική, έχει ασπαστεί πλήρως την ιδεολογία της όψιμης θατσερικής περιόδου – χαμηλοί φόροι, περικοπή γραφειοκρατίας, συρρίκνωση δημοσίου, περιορισμός εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτοί που τη γνωρίζουν καλύτερα, πάντως, λένε ότι μάλλον ακριβέστερα την εκφράζει ο Ρίγκαν και γενικότερα οι παραδοσιακές πολιτικές του αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Γόνος κεντροαριστερής οικογένειας από τον αγγλικό βορρά, αν και γεννήθηκε στην Οξφόρδη το 1975, ήταν το δεύτερο απο πέντε παιδιά, με τον πρωτότοκο να πεθαίνει λίγο πριν από τη δική της σύλληψη. Η οικογένεια μετακόμισε όταν η Λιζ πήγαινε ακόμα στο δημοτικό στη Σκωτία και έπειτα σε Πολωνία και Καναδά, αλλά η ίδια πάντα λέει ότι κατάγεται από το Λιντς.
Φοίτησε σε δημόσιο γυμνάσιο σε ένα από τα πιο εύπορα προάστια του γενικά φτωχού Λιντς εκείνης της περιόδου, με σχετική οικονομική άνεση από τους γονείς που είχαν ακαδημαϊκές θέσεις. Ο πατέρας της Τζον είναι καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Λιντς και η μητέρα της Πρισίλα ειναι διδάκτωρ κοινωνικής ιστορίας της βικτωριανής εποχής. Η ίδια η Λιζ Τρας κέρδισε με το σπαθί της μια θέση στην Οξφόρδη, όπου σπούδασε φιλοσοφία, πολιτική και οικονομία.
Αρέσκεται στο να επισημαίνει τη διαφορά τάξης που της χωρίζει με τον θεωρητικά πιο αριστοκράτη Σούνακ, κάτι που φαίνεται να της δίνει πόντους καθώς η βάση των Τόρις την εκλαμβάνει ως συντηρητική από πεποίθηση αλλά παράλληλα και πιο κοντά στο λαό. Παρόλα αυτά η γειτονιά της ήταν αρκετά εύπορη και η ανατροφή της άνετη οικονομικά, κάτι που έχει οδηγήσει σε επικρίσεις για «κατασκευή» του φτωχού περιβάλλοντος στο οποίο αφήνει να εννοηθεί ότι μεγάλωσε.
Η κ. Τρας λέει ότι αγωνίστηκε να πάει στην Οξφόρδη από αντίδραση, επειδή στη γειτονιά έλεγαν πως όποιος ήθελε να σπουδάσει εκεί ήταν σνομπ. Έχει περιγράψει το εαυτό της στα νιάτα της ως καθ’ έξιν πνεύμα αντιλογίας, μια ικανότητα που ανέπτυξε ως μέλος της φοιτητικής νεολαίας των Φιλελεύθερων Δημοκρατών.
Ως μέλος του κεντροαριστερού κόμματος το 1994 είχε υποστηρίξει την κατάργηση της μοναρχίας, κάτι για το οποίο τώρα δήλωσε ότι μετανιώνει. Σε αντίθεση με την προσεγμένη της σημερινή εμφάνιση, τότε κυκλοφορούσε ατημέλητη, όπως ήταν η παράδοση στο Κολέγιο Μέρτον του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης όπου φοιτούσε.
Εκεί ήταν ωστόσο που την κέρδισε ο δεξιός συντηρητικός πολιτικός λόγος. «Κατάλαβα ότι για να έχεις έλεγχο της ζωής σου πρέπει να έχεις έλεγχο των χρημάτων σου. Παράλληλα συνάντησα Τόρις και είδα ότι δεν είχαν δύο κεφάλια και δεν έτρωγαν βρέφη», έχει πει.
Έκτοτε είναι παθιασμένη πολέμια της αριστεράς και είναι ενδεικτικό ότι δεν έχει φίλους στα αντιπολιτευόμενα κόμματα. Φέρεται δε, σύμφωνα με τους Times, να πιστεύει πως όποιος στηρίζει την αριστερά έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου.
Με την αποφοίτηση βρήκε δουλειά ως λογίστρια και απασχολήθηκε ως προϊσταμένη εμπορικού τμήματος στη Shell, μεταξύ άλλων θέσεων. Το 2000 παντρεύτηκε τον Χιου Ο’ Λίρι που επίσης ασχολούνταν και ασχολείται με τον τομέα των οικονομικών, με τον οποίο έχει δύο έφηβες κόρες, τη Φράνσες και τη Λίμπερτι. Όταν την πειράζουν ότι δεν έχει πολλές φίλους, απαντά ότι οι κόρες της της είναι οι φίλες της.
Την περίοδο 2003-2005, όταν είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για να διεκδικήσει το βουλευτικό αξίωμα, είχε αναπτύξει εξωσυζυγική σχέση για 18 μήνες με τον Συντηρητικό Βουλευτή Μαρκ Φιλντ. Ο δικός της γάμος επιβίωσε, του Φιλντ όχι. Παρά τις αρχικές έντονες αντιδράσες στην περιφέρεια που θα διεκδικούσε την έδρα, στο Νοτιοδυτικό Νόρφολκ, τελικά ήταν υποψήφια και κέρδισε το 2010. Δύο χρόνια μετά άρχισε η αδιάλειπτη παρουσία στα κυβερνητικά σχήματα τριών Συντηρητικών πρωθυπουργών.
Το προβάδισμα που έχει στις δημοσκοπήσεις και στα προγνωστικά των γραφείων στοιχημάτων οφείλεται στο ότι «μιλά» πιο πολύ από τον Ρίσι Σούνακ στο ένστικτο των Συντηρητικών ψηφοφόρων – και όχι μόνο επειδή θεωρείται πλέον γνήσια οπαδός των ευκαιριών του Brexit.
Κάθε φωτογραφία της στο Instagram έχει στο φόντο τη σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή πρώτη μίλησε για άμεσες περικοπές των φόρων του Σούνακ, ο οποίος θέλει πρώτα να περιμένει τη χαλιναγώγηση του πληθωρισμού. Δε διστάζει να συμμετέχει στον «πολιτισμικό πόλεμο» κατά της πολιτικής ορθότητας, που έχει αναδειχθεί σε βασική διαχωριστική γραμμή στη βρετανική κοινωνία και πολιτική. Δε διστάζει επίσης να μιλήσει με όρους που δελεάζουν τους σκεπτικιστές της κλιματικής αλλαγής, που δεν είναι αμελητέα ποσότητα μεταξύ των Βουλευτών και των απλών μελών των Τόρις.
Κάποιοι της καταλογίζουν, άλλοι της πιστώνουν, την πίστη μέχρι τέλους στον Μπόρις Τζόνσον, με τον οποίο τελικά εξελίχθηκαν σε στενοί πολιτικοί και ιδεολογικοί σύμμαχοι. Πλέον θεωρείται ως μια πιθανή συνεχίστρια της πολιτικής και του δόγματος Τζόνσον, «αλλά με χαμηλότερους φόρους και λιγότερες δαπάνες», όπως το έθεσε σύμμαχός της – και με λιγότερες συνταγματικές ατασθαλίες.
Της έχει επίσης καταλογιστεί ότι επέτρεψε στο επιτελείο της «τοξικές» παρασκηνιακές επιθέσεις κατά των υπολοίπων αρχικών υποψηφίων διαδόχων του Τζόνσον, ιδίως της Πένυ Μόρνταντ, από την οποία «έκλεψε» τη δεύτερη θέση στην τελική ψηφοφορία των Βουλευτών των Τόρις.
Και τέλος, συνεχώς επανέρχεται η «κατηγορία» πως στερείται ηγετικών ικανοτήτων, ρητορικής δεινότητας και ικανότητας να συνεγείρει τους ψηφοφόρους.
Από τους λίγους στενούς φίλους της, πάντως, περιγράφεται ως γυναίκα με χιούμορ και εξωστρεφής, με συχνές εξόδους για ποτό και χορό, ακόμα και στο περιθώριο επισήμων επισκέψεων στο εξωτερικό. Κυρίως βέβαια επισημαίνουν την ακατάσχετη ενέργειά της και την εμμονή με τη δουλειά και το διάβασμα.
Αλλά για τους υπόλοιπους, ακόμα και στο κόμμα, θεωρείται «περίεργη», «εκκεντρική», σημειώνουν ακόμα το ότι πλησιάζει πολύ κοντά στον συνομιλητή της, σαν να μην αντιλαμβάνεται την έννοια του προσωπικού χώρου, καθώς και τη δυστοκία στο να κάνει απλές συζητήσεις. «Η συζήτηση μαζί της απλά δεν κυλάει», έχει αναφερθεί, ενώ έχουν υπάρξει και ομιλίες με περίεργες διατυπώσεις, εμφάσεις και επιλογές λέξεων. Όλοι δε επισημαίνουν το διακριτό γέλιο της, «σαν πολυβόλο».
Για αυτό από το επιτελείο της υπάρχουν φόβοι ότι στον ένα μήνα και κάτι της προεκλογικής εκστρατείας απέναντι στον «Ρίσι τον κούκλο» ίσως η Λιζ Τρας να χάσει πόντους.
Πάντως στο τηλεοπτικό debate της Δευτέρας στο BBC, αν και η άμεση δημοσκόπηση που έγινε έδωσε οριακά νικητή τον Ρίσι Σούνακ στο γενικό κοινό, με 39% έναντι 38%, μεταξύ των ψηφοφοριών των Τόρις η κ. Τρας κέρδισε με 47% έναντι 38% του αντιπάλου της.