Σε ένα δωμάτιο με τον Πούτιν ήθελε να βρεθεί ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, προκειμένου να καταλάβει ποια είναι τα κίνητρα του Ρώσου προέδρου και ποιες οι πραγματικές ανησυχίες του, λέει ο αρθρογράφος του περιοδικού Time Ιαν Μπρέμερ στο γερμανικό ειδησεογραφικό δίκτυο DW. «Είναι πολύ σημαντικό για τον Μπάιντεν. Η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις ανησυχίες των άλλων είναι το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα», τονίζει ο Μπρέμερ.
Τον Φεβρουάριο του 2021, οι σχέσεις μεταξύ των δύο πάλαι ποτέ υπερδυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου βρίσκονταν στο χειρότερο σημείο τους. Ο Μπάιντεν είχε αποκαλέσει τον Πούτιν δολοφόνο, προκαλώντας την οργή της Μόσχας. Ξαφνικά, όμως, τα πράγματα άλλαξαν και σχέδια εκπονήθηκαν για τη χθεσινή σύνοδο κορυφής στο ουδέτερο έδαφος της Γενεύης. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν αποκλιμάκωση της έντασης με τη Ρωσία, κυρίως λόγω της κινεζικής απειλής, εξηγεί ο καθηγητής διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ, Ράιμουντ Κρέμερ. «Κύριος στόχος της ευρωπαϊκής περιοδείας του Μπάιντεν είναι η σύναψη συμμαχιών κατά της Κίνας», υπογραμμίζει ο Κρέμερ.
Ο κατάλογος θεμάτων προς συζήτηση στη χθεσινή σύνοδο κορυφής ήταν μακρύς: οι συνθήκες πυρηνικού αφοπλισμού, η διένεξη στην Ουκρανία, η Συρία, το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η Λιβύη, το Αφγανιστάν, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η περιστολή της ελευθεροτυπίας, η εκστρατεία κατά της αντιπολίτευσης στη Ρωσία και η αεροπειρατεία αεροσκάφους της Ryanair από πράκτορες της Λευκορωσίας. Ένα θέμα δεν θα βρισκόταν, όμως, στην ημερήσια διάταξη, παρότι απασχολεί κατά προτεραιότητα την αμερικανική εξωτερική πολιτική: η Κίνα.
Ο Μπρέμερ λέει ότι αν και μια απευθείας συζήτηση Μπάιντεν – Πούτιν για την Κίνα είναι αμφίβολη, είναι ξεκάθαρο πως οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η Κίνα είναι ο σημαντικότερος ανταγωνιστής τους στη διεθνή σκηνή, γεγονός που επηρεάζει την αμερικανική στρατηγική απέναντι στη Ρωσία. Η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας οξύνθηκε λίγο πριν από την επίσκεψη Μπάιντεν στην Ευρώπη. Τρεις ημέρες πριν από τη σύνοδο του G7, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε εμπορική συμφωνία με την Ταϊβάν, προκλητική ενέργεια για το Πεκίνο. Μία ημέρα αργότερα, η Γερουσία των ΗΠΑ ψήφιζε νόμο με στόχο την αντιμετώπιση της κινεζικής τεχνολογικής πρωτοκαθεδρίας. Μία ημέρα πριν από τη σύνοδο, ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας Λόιντ Οστιν ζήτησε από το Πεντάγωνο να εκπονήσει στρατηγική ανάσχεσης της Κίνας.
Ο Ραλφ Φουχς, διευθυντής του ινστιτούτου Center for Liberal Modernity, υποστηρίζει ότι η Κίνα είναι νοητά παρούσα στο παρασκήνιο της συνόδου Μπάιντεν – Πούτιν. «Οι ΗΠΑ δεν έχουν συμφέρον για όξυνση με τη Ρωσία. Η ρωσοαμερικανική σχέση έχει περιφερειακή σημασία για την Ουάσιγκτον. Κάθε κρίση με τη Μόσχα αποτελεί πρόσκομμα στην ενίσχυση της στρατηγικής θέσης των ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Την ίδια ώρα, ο Πούτιν επιδιώκει από τη μεριά του σύσφιγξη των σχέσεων με το Πεκίνο», λέει ο Φουχς.
Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, Μόσχα και Πεκίνο ενίσχυσαν τις διμερείς σχέσεις τους, με τη Ρωσία να επιδιώκει με τον τρόπο αυτό να αντιμετωπίσει τη χρόνια οικονομική στασιμότητα.
Νέοι αγωγοί κατασκευάζονται για να τροφοδοτήσουν με ρωσικά καύσιμα την Κίνα, ενώ η Μόσχα προσφέρει προς πώληση στο Πεκίνο καινοτόμα οπλικά συστήματα, τα οποία η Δύση δεν πουλάει στην Κίνα. «Η Ρωσία βοηθά την Κίνα να κατασκευάσει δίκτυο αμυντικών δορυφόρων. Η Μόσχα παραμένει, ωστόσο, πολύ προσεκτική, καθώς δεν επιθυμεί να προσφέρει στους Κινέζους σχέδια τέτοιου προγράμματος, τα οποία το Πεκίνο θα αντιγράψει αμέσως», επισημαίνει η Σάρα Πακούνγκ, του ινστιτούτου διεθνών σχέσεων German Council on Foreign Relations.
Οι αντιδημοκρατικές ιδεολογικές ομοιότητες είναι αυτές που ωθούν τους προέδρους Σι και Πούτιν σε συνεργασία. «Υπάρχει πλέον πραγματικός διεθνής άξονας αυταρχικών καθεστώτων, τα οποία θεωρούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία εχθρό», σημειώνει ο Φουχς. «Για τη Ρωσία, όμως, κάθε υπερβολική προσέγγιση με την Κίνα θεωρείται επικίνδυνη», λέει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Μόσχας, Βικτόρια Ζουράβλεβα.