Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θα αποκτήσουν «ανεμπόδιστη πρόσβαση» σε στρατιωτικές βάσεις στην Παπούα Νέα Γουινέα, θα είναι σε θέση να «τοποθετήσουν εξοπλισμό», ενώ θα έχουν δικαίωμα «αποκλειστικής χρήσης» ορισμένων ζωνών όπου μπορεί να γίνουν «κατασκευαστικά έργα», προβλέπει ιστορική διμερής συμφωνία που υπογράφτηκε στα τέλη Μαΐου ανάμεσα στις ΗΠΑ και το μικρό κράτος του Ειρηνικού, όπου επιδιώκουν να εναντιωθούν στην επιρροή της Κίνας.
Οι λεπτομέρειες της συμφωνίας παρέμεναν μυστικές μετά την υπογραφή της, προτού το πλήρες κείμενό της, αντίγραφό του περιήλθε στην κατοχή του Γαλλικού Πρακτορείου, παρουσιαστεί χθες Τετάρτη το βράδυ στο κοινοβούλιο της Παπούας Νέας Γουινέας.
Με βάση το περιεχόμενο του κειμένου, η Ουάσιγκτον θα μπορεί να «τοποθετεί εξοπλισμό, εφεδρείες και υλικό» σε βάσεις και να έχει την «αποκλειστική» χρήση τομέων όπου θα γίνουν «κατασκευαστικά έργα», ειδικά σε αεροδρόμια-κλειδιά.
Το κείμενο θα επιτρέψει η Ουάσιγκτον να εγκαταστήσει στρατεύματα, πλοία και αεροσκάφη σε σημεία όπως η ναυτική βάση Λόμπρουμ, στο νησί Μάνους, και σε λιμάνι στην πρωτεύουσα Πορτ Μόρεσμπι.
Πλούσια σε φυσικούς πόρους και κοντά σε θαλάσσιες οδούς-κλειδιά, η Παπούα Νέα Γουινέα μετατράπηκε σε διακύβευμα στο διπλωματικό μπρα ντε φέρ ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Ο Πρωθυπουργός της Παπούας Νέας Γουινέας, ο Τζέιμς Μαράπε, υπερασπίστηκε τη συμφωνία, που πυροδότησε κύμα διαμαρτυριών και καταγγελιών για την εγκατάλειψη της εθνικής κυριαρχίας του κράτους του Ειρηνικού.
Ο Πρωθυπουργός Μαράπε αντέταξε πως «αφήσαμε τον στρατό μας να αποδυναμωθεί τα τελευταία 48 χρόνια», υπογραμμίζοντας πως η εθνική κυριαρχία οποιασδήποτε χώρας ορίζεται από «τη στρατιωτική της ισχύ».
Ο πρώην Πρωθυπουργός Πίτερ Ο’Νιλ έκρινε από τη δική του πλευρά πως η συμφωνία μετατρέπει τη χώρα σε στόχο.