Με σημερινές του προτάσεις, ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου της ΕΕ τονίζει ότι η πολωνική νομοθεσία, που υιοθετήθηκε για να αποκλείσει την δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της διαδικασίας επιλογής από το Εθνικό Συμβούλιο υποψήφιων δικαστικών λειτουργών στο Ανώτατο Δικαστήριο, παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης.
Συγκεκριμένα, στη μη δεσμευτική γνωμάτευση που εξέδωσε τονίζει ότι “το άρθρο 19, παράγραφος 1, εδάφιο β’, ΣΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα από το αιτούν δικαστήριο προκειμένου να εμποδισθεί η εφαρμογή αυτών των εθνικών προβλέψεων και να κηρύξει εαυτόν αρμόδιο να αποφανθεί επί των υποθέσεων βάσει του νομικού πλαισίου που εφαρμοζόταν πριν από την υιοθέτηση της εν λόγω νομοθεσίας.”
Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης, ο πολωνικός νόμος της 26ης Απριλίου 2019 τροποποίησε διάταξη του νόμου περί Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, δεν υπάρχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής σε ατομικές υποθέσεις αναφορικά με τον διορισμό δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο ίδιος νόμος ορίζει επίσης ότι η διαδικασία για προσφυγές κατά αποφάσεων του KRS σε ατομικές υποθέσεις σχετικά με το διορισμό δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία έχει κινηθεί αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος αυτός, παύει απευθείας από το νόμο.
Επιπλέον, με σημερινές του προτάσεις, έτερος Γενικός Εισαγγελέας του ΔΕΕ τονίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει εθνικές συνταγματικές ρυθμίσεις κατά τις οποίες η εκτελεστικής εξουσία ή μέλος της, όπως ο Πρωθυπουργός, έχει ρόλο στην διαδικασία διορισμού μελών του δικαστικού σώματος.
Ωστόσο, το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, υπό το φως του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης βάσει του Χάρτη, εφαρμόζεται όταν εθνικό δικαστήριο ελέγχει την εγκυρότητα διαδικασίας διορισμού δικαστών, όπως αυτής που προβλέπεται από το Σύνταγμα της Μάλτας.
Η μη δεσμευτική γνωμάτευση εκδίδεται μετά από αίτημα δικαστηρίου της Μάλτας να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (δικαίωμα για αποτελεσματική προσφυγή και δίκαιη δίκη) πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζονται όταν ένα εθνικό δικαστήριο ελέγχει την εγκυρότητα διαδικασίας για το διορισμό δικαστών, όπως αυτής που προβλέπεται από το Σύνταγμα της Μάλτας. Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ρωτά εάν οι παραπάνω διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση κατά την οποία η εκτελεστική εξουσία, εν προκειμένω ο Πρωθυπουργός, διαθέτει διακριτική και αποφασιστική εξουσία στην διαδικασία διορισμού μελών του δικαστικού σώματος. Τρίτον, διερωτάται, εάν, στην περίπτωση που η εξουσία του Πρωθυπουργού θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης, το γεγονός αυτό λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με μελλοντικούς διορισμούς ή εάν, επίσης, επηρεάζει προηγούμενους διορισμούς.