Στην πρώτη επέτειο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τα μηνύματα του διεθνούς Τύπου είναι δυσοίωνα. Κατά την προηγούμενη εβδομάδα, αναλυτές και αρθρογράφοι του διεθνούς Τύπου εξέπεμψαν το μήνυμα ότι την παρούσα στιγμή δεν υφίστανται οι κατάλληλες συνθήκες για την διπλωματική διευθέτηση της κρίσης στην Ουκρανία.
Την ίδια ώρα, η προσοχή των αναλυτών είναι στραμμένη στην Κίνα. Οι νέες αναλύσεις τοποθετούν την Ταϊβάν στο επίκεντρο της ιστορικής αναμέτρησης ΗΠΑ-Κίνας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κινεζικού Τύπου που στο ζήτημα της Ταϊβάν, το οποίο αποτελεί κόκκινη γραμμή για το Πεκίνο, αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα ακόμη και αυτό της ανοιχτής στρατιωτικής σύγκρουσης.
Ο δυτικός Τύπος για την επέτειο του πολέμου στην Ουκρανία
Η αμερικανική εφημερίδα «The Washington Post» στις 21 Φεβρουαρίου δημοσίευσε το κύριο άρθρο με τίτλο «Η ομιλία του Μπάιντεν πρόβαλε αποφασιστικότητα. Η ομιλία του Πούτιν διαστρέβλωσε την πραγματικότητα», στο οποίο ξεχώρισαν τα εξής: «Η διχογνωμία στις ομιλίες του προέδρου Μπάιντεν και του Βλαντιμίρ Πούτιν, που εκφωνήθηκαν με διαφορά ωρών, αποτελούν το πιο πρόσφατο σημάδι ότι η εμβάθυνση της σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης, που προκλήθηκε από τον πόλεμο του Ρώσου δικτάτορα στην Ουκρανία, βρίσκεται στην πιο επικίνδυνη καμπή των τελευταίων δεκαετιών. Η ομιλία του κ. Μπάιντεν στη Βαρσοβία, μία ημέρα μετά τη συγκλονιστική αιφνιδιαστική επίσκεψή του στο Κίεβο, ήταν μια σκληρή υπόσχεση ότι θα παραμείνει στο πλευρό της Ουκρανίας παρά τον κίνδυνο. Η ομιλία του κ. Πούτιν διαστρέβλωσε την πραγματικότητα της αδικαιολόγητης και αυτοκρατορικής επίθεσής του εναντίον ενός μικρότερου γείτονα με μια αυτοδικαιωτική λιτανεία ψεμάτων, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία ήταν το θιγμένο θύμα μιας αρπακτικής Δύσης. Από την άλλη, ανακοινώνοντας ότι η Μόσχα θα αναστείλει τη συμμετοχή της στην πιο σημαντική και εναπομείνασα συνθήκη η οποία ρυθμίζει τα πυρηνικά οπλοστάσια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, ο κ. Πούτιν έδωσε ένα ακόμη χτύπημα στην παγκόσμια ασφάλεια και σταθερότητα. Εξίσου ανησυχητική είναι η προοπτική ότι η Κίνα, η οποία επιδιώκει να συμμετάσχει με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία σε μια τριπλή κούρσα εξοπλισμών, εξετάζει το αν θα αρχίσει να εξοπλίζει τις ρωσικές δυνάμεις». Στο τέλος του άρθρου προβάλλεται το εξής μήνυμα: «Μην κάνετε κανένα λάθος: Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι στενότεροι σύμμαχοί τους βρίσκονται ουσιαστικά σε πόλεμο με τη Ρωσία στην Ουκρανία. Ακόμη και χωρίς στρατεύματα στη χώρα, η Ουάσινγκτον, το Λονδίνο, το Βερολίνο, το Παρίσι και οι άλλοι εταίροι του ΝΑΤΟ έχουν επενδύσει πλήρως σε αυτό που έχει γίνει ένας τρομερός αγώνας ενάντια στο αυταρχικό καθεστώς και τη ληστρική κοσμοθεωρία του κ. Πούτιν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο κ. Μπάιντεν είχε δίκιο να επαναβεβαιώσει τη δέσμευση του πολιτισμένου κόσμου στο να ματαιώσει έναν άδικο πόλεμο. Στο Κίεβο, όπως και στη Βαρσοβία, (ο Μπάιντεν) δεσμεύτηκε για την υποστήριξη των ΗΠΑ στο δικαίωμα της Ουκρανίας στην κυριαρχία, στο να ζει ελεύθερα και χωρίς επιθέσεις και στο να αγωνίζεται για τη δημοκρατία. Αυτό είναι το σωστό μήνυμα, την κατάλληλη στιγμή. Αποστολή του είναι να τηρήσει την υπόσχεσή του και να διασφαλίσει ότι ο επιθετικός πόλεμος του κ. Πούτιν θα καταλήξει σε ήττα».
Στις 21 Φεβρουαρίου η βρετανική εφημερίδα «The Times» δημοσίευσε το άρθρο γνώμης του Roger Boyes με τίτλο «Ο Πούτιν αλλάζει ταχύτητες, όχι απλώς λόγια», στο οποίο επισημαίνονται τα εξής: «Είναι αρκετά σαφές ότι ο Πούτιν, αφού απέτυχε να εξασφαλίσει ένα χτύπημα νοκ-άουτ κατά της κυβέρνησης του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, μετατρέπει το 2023 σε προοίμιο για την επανεκλογή του ως προέδρου το 2024. Η πατριωτική ρητορική της στρατιωτικής κινητοποίησης αναμένεται να συνδυαστεί με την κινητοποίηση των νέων ψηφοφόρων. Για να συνεχίσει ο πληθυσμός να υποστηρίζει τους πολεμικούς του στόχους, τότε πρέπει να πειστεί ότι υπάρχει ρωσικό μέλλον. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι ειδικοί της πληροφορικής και προγραμματιστές έχουν εγκαταλείψει τη Ρωσία τον τελευταίο χρόνο- ο Πούτιν τους θέλει πίσω, και όχι μόνο για να πολεμήσουν στο Ντονμπάς. Στην Ουκρανία, η Ρωσία πολεμά έναν εχθρό ο οποίος έχει ψηφιακές γνώσεις. Ο Πούτιν δεν θα έκανε τέτοιες ομιλίες αν δεν προέβλεπε μια αλλαγή στο ρυθμό του πολέμου. Δεν υπήρξε καμία νύξη για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, κανένα κλαδί ελιάς προς τον Μπάιντεν, καμία δημόσια αναγνώριση ότι η Κίνα μπορεί να αναζητά διέξοδο εκ μέρους του στρατηγικού της συμμάχου στο Κρεμλίνο. Σχεδόν εκ των υστέρων, ο Πούτιν ανακοίνωσε ότι η Ρωσία θα αναστείλει τη συμμετοχή της στη νέα συμφωνία ελέγχου των εξοπλισμών Start. Ο σκοπός ήταν να κρατήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής κλιμάκωσης και να προειδοποιήσει τη Δύση να μην επιτεθεί σε ρωσικά αεροδρόμια. Ο Πούτιν ξεδίπλωσε χθες τις συνήθεις κουβέντες του για τη φύλαξη της Μητέρας Ρωσίας από την παρακμιακή Δύση, αλλά από το μισό χαμόγελό του φαινόταν ούτε ο ίδιος δεν τις πίστευε».
«Ουκρανία: η μοίρα των παιδιών της Ουκρανίας συνδέεται με την τύχη των παιδιών μας» είναι ο τίτλος της παρέμβασης του Giampaolo Silvestri που δημοσιεύτηκε στις 22 Φεβρουαρίου στην ιταλική εφημερίδα «Corriere della Sera». Ο αρθρογράφος τονίζει τα εξής: «Τα παιδιά της Ουκρανίας, τα οποία είναι τα πρώτα που σκεφτόμαστε σε αυτή την επέτειο (της έναρξης της ρωσικής εισβολής), πληρώνουν ένα απαράδεκτο τίμημα. Οι κύριοι πόροι πρέπει να αφιερωθούν σε αυτά, διότι είναι το παρόν και το μέλλον της Ουκρανίας αλλά και όλων μας. Και αυτό συνεπάγεται την επένδυση όλων των δυνατών πόρων σε παρεμβάσεις που να επιτρέπουν στα παιδιά να πιστέψουν ότι ένα καλό αύριο γι’ αυτά είναι εξακολουθεί να είναι πιθανόν. Στην Ουκρανία, όπως στη Ρουάντα μετά τη γενοκτονία, στην Ουγκάντα με τα παιδιά στρατιώτες, στο Κονγκό, στην Κένυα, στην Ακτή Ελεφαντοστού, στο Νότιο Σουδάν, στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, είδαμε ότι μπορεί κανείς να σταθεί στο πλευρό των παιδιών και να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, πρέπει να λάβουμε υπόψη το σύνολο των αναγκών των παιδιών, διότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την ανάγκη για ιατρική και ψυχολογική φροντίδα, από την ανάγκη για προσοχή και παιχνίδι, τροφή, στέγη και πάνω απ’ όλα εκπαίδευση. Δεύτερον, σκεπτόμενοι τα παιδιά ως μέρος της κοινότητάς τους, τα οικογενειακά και φιλικά τους δίκτυα καθώς και τα δίκτυα της αγάπης, πρέπει να αντιληφθούμε ότι μόνο αν ενεργοποιήσουμε όλα τα συστατικά που συνιστούν την κοινότητα των παιδιών θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον για αυτά. Ενώ ανταποκρινόμαστε σε όλες τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για να σώσουμε τη ζωή τους, δεν παραλείπουμε ποτέ να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να εξασφαλίσουμε την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, υιοθετώντας μια προσέγγιση με πολλούς εμπλεκόμενους φορείς και καινοτόμες λύσεις, συνεργαζόμενοι με τοπικούς φορείς οι οποίοι έχουν άμεση πρόσβαση στα παιδιά και τις γνώσεις που χρειάζονται. Δημιουργούμε χώρους όπου μπορούν να συναντηθούν μεταξύ τους για να παίξουν χωρίς άγχος, χωρίς φόβο, έστω και για λίγο, και όπου μπορούν να βρουν εκπαιδευτικούς ικανούς να τα υποστηρίξουν σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, να επεξεργαστούν μαζί τους τον φόβο που τα συνοδεύει. Εκπαιδεύουμε δασκάλους και παιδαγωγούς, τους παρέχουμε εργαλεία και τους πόρους για να μπουν σε διάλογο με τα παιδιά. Οι δάσκαλοι και οι παιδαγωγοί βρίσκονται επίσης στην πρώτη γραμμή, πρέπει να υποστηριχθούν για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στην πρόκληση της εκπαίδευσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης οι οποίες πάντα συνεπάγονται ατελείωτο άγχος. Υποστηρίζουμε τους γονείς και τις οικογένειες οι οποίοι είναι οι πρώτοι παιδαγωγοί και φροντιστές με συγκεκριμένα προγράμματα. Ας προωθήσουμε δράσεις συνηγορίας σε όλο τον κόσμο: πρέπει να γίνει συνείδηση όλων μας ότι η μοίρα των παιδιών της Ουκρανίας είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή των παιδιών μας και με τη δική μας. Ότι δεν μπορούμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας ασφαλείς αν οι άλλοι δεν είναι. Η ειρήνη ανήκει σε όλους ή σε κανέναν».
Σε δημοσίευμα του Teri Schultz που δημοσιεύτηκε στις 21 Φεβρουαρίου με τον τίτλο «Ουκρανία: Πυρομαχικά για τον πόλεμο;», η αγγλόφωνη υπηρεσία του γερμανικού δικτύου «DW» ανέφερε τα εξής: «Η Εσθονία ζητά από τις Βρυξέλλες να χρηματοδοτήσει περισσότερα πυρομαχικά για το Κίεβο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιστεύει ότι η πρόσφατη εμπειρία της με τα εμβόλια COVID-19 θα λειτουργήσει και στην περίπτωση των αναγκαίων πυραύλων για την Ουκρανία. Για την ακρίβεια, το Ταλίν ζητά από τις Βρυξέλλες να διαθέσουν 4 δισεκατομμύρια ευρώ (4,25 δισεκατομμύρια δολάρια) από την κοινή χρηματοδότηση της ΕΕ για την εξασφάλιση 1 εκατομμυρίου πυρομαχικών, τα οποία θα παραδοθούν εντός των επόμενων έξι μηνών. Σε έγγραφο που κυκλοφόρησε μεταξύ των κυβερνήσεων της ΕΕ και το οποίο έχει στη διάθεσή της η DW, η Εσθονία υποστηρίζει ότι μια χρηματοδοτική ενίσχυση αυτού του μεγέθους θα μπορούσε να αυξήσει την ικανότητα της ευρωπαϊκής μεταποιητικής βιομηχανίας κατά επτά φορές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αναφέρει ότι θα επέτρεπε την παράδοση σημαντικών ποσοτήτων πυρομαχικών μέσα σε μισό χρόνο αντί μέσα σε τέσσερα χρόνια όπως υπολογίζεται υπό τις σημερινές συνθήκες. Οι μέγιστες συνδυασμένες δυνατότητες παραγωγής των ευρωπαϊκών κατασκευαστών πυρομαχικών ανέρχονται σήμερα σε 230.000 σφαίρες ετησίως, σύμφωνα με το εσθονικό έγγραφο. Η Ουκρανία, που βρίσκεται σήμερα σε πόλεμο με τη Ρωσία, χρησιμοποιεί σχεδόν τόσα πυρομαχικά κάθε μήνα. Ο υπουργός Άμυνας της Εσθονίας, Hanno Pevkur, δήλωσε στη DW ότι η κυβέρνησή του έχει λάβει θετικά σχόλια για την πρόταση την οποία χαρακτηρίζει ως μια πρόταση τύπου «win-win. Η αξιοποίηση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης για τη χρηματοδότηση αυτής της προσπάθειας δεν επιτρέπεται, καθώς τα κονδύλια της ΕΕ δεν μπορούν να διατεθούν για στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός έχει ήδη παρακαμφθεί μέσα από το ταμείο στρατιωτικής βοήθειας της ΕΕ. Το “Ευρωπαϊκό Ταμείο Ειρήνης” (EPF), αποτελεί έναν μηχανισμό “εκτός προϋπολογισμού” ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, επί του παρόντος, στον οποίο συνεισφέρουν όλα τα κράτη μέλη με βάση το ακαθάριστο εθνικό τους εισόδημα. Το Ταμείο χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα για την επιστροφή των στρατιωτικών συνεισφορών τους των κυβερνήσεων στην Ουκρανία. Η Εσθονία προτείνει ότι το ταμείο βοήθειας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί περαιτέρω για τη χρηματοδότηση της πρότασής της».
Ο ασιατικός Τύπος
«Η Ταϊβάν δεν μπορεί να διακινδυνεύσει να αποκοπεί» ήταν ο τίτλος του κύριου άρθρου που δημοσιεύτηκε στις 22 Φεβρουαρίου στην αγγλόφωνη εφημερίδα της Ταϊβάν «Taipei Times». Στο άρθρο αναφέρθηκαν τα εξής: «Δύο υποβρύχια καλώδια που συνδέουν την κομητεία Λιεντσιάνγκ με την Ταϊβάν υπέστησαν ζημιές από κινεζικά σκάφη στις αρχές του μήνα. Το περιστατικό όχι μόνο αφήνει τους κατοίκους της κομητείας χωρίς σταθερή υπηρεσία διαδικτύου και τηλεφώνου, αλλά εγείρει ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια καθώς όπως φαίνεται η Ταϊβάν και τα απομακρυσμένα νησιά της θα μπορούσαν εύκολα να “αποσυνδεθούν” από τον κόσμο σε έναν στρατιωτικό αποκλεισμό ή λόγω σαμποτάζ. Η διασφάλιση της ασφάλειας των υποθαλάσσιων συστημάτων επικοινωνίας θα μπορούσε να αποτελέσει πρόκληση για την Ταϊβάν και η βελτίωση της “ψηφιακής ανθεκτικότητας” αποτελεί απαραίτητο μέρος της αυτοάμυνας του έθνους. Μετά την εισβολή της Ρωσίας, η Ουκρανία χρησιμοποιεί τη δορυφορική ευρυζωνική υπηρεσία Starlink για να επεκτείνει την πρόσβαση στο Διαδίκτυο στις κατεχόμενες περιοχές. Η υπουργός Ψηφιακών Υποθέσεων Audrey Tang δήλωσε ότι η Ταϊβάν θα μπορούσε να κατασκευάσει περισσότερα από 700 σημεία λήψης για να βελτιώσει την πρόσβαση σε επικοινωνιακούς δορυφόρους μέσης και χαμηλής τροχιάς. Μακροπρόθεσμα, η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να παράσχει περισσότερη υποστήριξη και πόρους για την επιτάχυνση του 10ετούς σχεδίου της Διαστημικής Υπηρεσίας της Ταϊβάν με στόχο την ανάπτυξη εγχώριων επικοινωνιακών δορυφόρων».
Η αγγλόφωνη κινεζική εφημερίδα «China Daily» σε κύριο άρθρο που δημοσιεύτηκε με τίτλο «Η ριψοκίνδυνη απερισκεψία της Ουάσιγκτον στα Στενά» στις 21 Φεβρουαρίου ανέφερε τα εξής: «Ο αναπληρωτής βοηθός υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Μάικλ Τσέις, φέρεται να έφτασε στην Ταϊβάν για επίσκεψη. Εάν οι αναφορές για το ταξίδι του ανώτερου αξιωματούχου του Πενταγώνου αποδειχθούν αληθινές, είναι βέβαιο ότι αυτό θα επιδεινώσει τις εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών και θα βυθίσει περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις, που ήδη βρίσκονται σε καθοδική πορεία, σε ακόμη χαμηλότερο επίπεδο. Οι σινοαμερικανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν δραστικά τον περασμένο Αύγουστο, όταν η τότε πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, επισκέφθηκε την Ταϊβάν παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της ηπειρωτικής Κίνας. Μόλις στα μέσα Νοεμβρίου σημειώθηκε μια ανάπαυλα στις τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών μετά την κατ’ ιδίαν συνάντηση των ηγετών τους στο Μπαλί της Ινδονησίας, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της G20. Μέχρι στιγμής το Πεντάγωνο έχει αρνηθεί να σχολιάσει την αναφερόμενη επίσκεψη, γεγονός που υποδηλώνει ότι θα ήθελε να επιδείξει προσοχή στο χειρισμό αυτού του ευαίσθητου θέματος. Ωστόσο, η κυβέρνηση του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος έχει προφανώς ενθαρρυνθεί από την αυξανόμενη στρατιωτική υποστήριξη που λαμβάνει από την Ουάσινγκτον. Σε συνάντηση που είχε την Τρίτη με Αμερικανούς νομοθέτες η ηγέτιδα της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-γουέν δήλωσε ότι η Ταϊβάν ενισχύει τους στρατιωτικούς δεσμούς της με τις ΗΠΑ και θα συνεργαστεί ακόμη πιο στενά μαζί τους για την αντιμετώπιση του “αυταρχικού επεκτατισμού”, αποκαλύπτοντας την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει εξωτερικές δυνάμεις για να αντισταθεί στην επανένωση του νησιού με τη μητέρα πατρίδα. Το ζήτημα της Ταϊβάν βρίσκεται στον πυρήνα των εθνικών συμφερόντων της Κίνας και αποτελεί το θεμέλιο της πολιτικής βάσης των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ. Είναι επίσης το στοιχείο που ενδεχομένως θα κρίνει αν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου θα διολισθήσουν κάποια στιγμή σε μια άμεση στρατιωτική σύγκρουση. Και το ζήτημα της Ταϊβάν, μια εσωτερική υπόθεση της Κίνας, είναι ουσιαστικά διαφορετικό από την κρίση στην Ουκρανία που ενορχηστρώθηκε από τις ΗΠΑ. Η μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλουν οι ΗΠΑ για να συσχετίσουν τα δύο δείχνει και την επικίνδυνη απερισκεψία, αν όχι πρόθεση, των ΗΠΑ να ξεκινήσουν άλλη μια σύγκρουση στην άλλη πλευρά της ευρασιατικής ηπείρου για να διατηρήσουν την ηγεμονία τους».
Ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος
Ο Oleg Karpovich σε άρθρο γνώμης με τίτλο «Το τέλος μιας εποχής» που δημοσιεύτηκε στις 23 Φεβρουαρίου στην ρωσική εφημερίδα «Izvestia» ανάφερε τα εξής: «Η δήλωση του Βλαντιμίρ Πούτιν σχετικά με την αναστολή της συμμετοχής της Ρωσίας στη συνθήκη START-3 ήταν αναμφίβολα το αποκορύφωμα της ομιλίας του στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση. Έχοντας περιγράψει λεπτομερώς τους κύριους παράγοντες που προκάλεσαν το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης και χρησιμοποιώντας μια σειρά από παραδείγματα για να καταδείξει την αποτυχία της δυτικής στρατηγικής που αποσκοπεί στην πρόκληση μιας “στρατηγικής ήττας” στη Μόσχα, ο αρχηγός του κράτους προέβη σε μια απροσδόκητη κίνηση που αφοπλίζει τους γεωπολιτικούς μας αντιπάλους. Τώρα που η εποχή των διπλών προτύπων και της αυταπάτης έφτασε στο τέλος της, οι πρώην εταίροι μας θα πρέπει και πάλι να αναγνωρίσουν, όπως έκαναν πριν από 60 χρόνια, τους κινδύνους και τις συνέπειες που απορρέουν από την αλαζονεία και τη μυωπία τους. Η ρωσική ηγεσία, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς πολιτικούς, βλέπει με λογική σκέψη όλους τους κινδύνους που απορρέουν από τον πυρηνικό τυχοδιωκτισμό. Η Μόσχα θα συνεχίσει να κάνει ό,τι μπορεί για να εμποδίσει το χειρότερο σενάριο από το να γίνει πραγματικότητα. Ωστόσο, η απερισκεψία των αντιπάλων μας μας αναγκάζει να λάβουμε προληπτικά μέτρα και να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια. Η παλιά έννοια του ελέγχου των εξοπλισμών είναι ξεπερασμένη. Ίσως στο σύντομο μέλλον να είμαστε σε θέση να επεξεργαστούμε νέες προσεγγίσεις για την πρόληψη της πυρηνικής αντιπαράθεσης. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό και οι ελίτ στην Ουάσιγκτον να μεθύσουν από τον μύθο της δικής τους υπεροχής, πρέπει να δείξουμε την αποφασιστικότητά μας να παίξουμε με νέους πιο σκληρούς κανόνες. Η αναστολή της START-3 από τη Μόσχα στέλνει ένα μήνυμα στη Δύση: η υπομονή της Ρωσίας εξαντλείται. Ο κόσμος βρίσκεται και πάλι σε μια επικίνδυνη καμπή, μόνο που τώρα η ευθύνη ανήκει εξ ολοκλήρου στους Αμερικανούς ηγέτες, οι οποίοι σαφώς δεν αντιλήφθηκαν πόσο μακριά θα μπορούσαμε να φτάσουμε στην επιδίωξη των συμφερόντων μας».
«Αυτή τη στιγμή ο πόλεμος εισέρχεται σε μια νέα, αποφασιστική φάση» είναι ο τίτλος του άρθρου γνώμης του Akper Hasanov που ήταν δημοσιευμένο στην ουκρανική ενημερωτική ιστοσελίδα «Gazeta.ua» στις 23 Φεβρουαρίου. Στο άρθρο επισημαίνονται τα εξής: «Η 59η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια έφτασε στο τέλος της. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το κύριο θέμα της διάσκεψης ήταν ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι παγκόσμιες συνέπειές του. Άλλωστε, αυτές τις μέρες, ο πόλεμος που εξαπέλυσε η Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας εισέρχεται σε μια νέα αποφασιστική φάση. Θα έρθει η ώρα που όλοι θα γνωρίζουν ποια ήταν στην πραγματικότητα η κλίμακα της βοήθειας του Αζερμπαϊτζάν προς την Ουκρανία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρωσία αντιδρά τόσο νευρικά. Αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Διότι το Αζερμπαϊτζάν, όπως και η Ουκρανία, αντιμετωπίζει την κατοχή των εδαφών του. Η Ρωσία και η Αρμενία είναι οι δυνάμεις κατοχής. Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά ακόμη και μεταξύ τους. Καμία κύρωση δεν έχει επιβληθεί στην Αρμενία όλα αυτά τα χρόνια της κατοχής των εδαφών του Αζερμπαϊτζάν. Σε αντίθεση με τη Ρωσία, εναντίον της οποίας, πρέπει να παραδεχτούμε, έχουν επιβληθεί σοβαρές και αυξανόμενες κυρώσεις. Είναι δίκαιες. Αυτός είναι ένας τρόπος τιμωρίας της χώρας κατοχής. Η ομοιότητα μεταξύ των ενεργειών της Ρωσίας και της Αρμενίας είναι εντυπωσιακή. Αυτό έχει γίνει από καιρό κατανοητό στη χώρα μας. Το καταλάβαμε και περάσαμε δεκαετίες χτίζοντας έναν ισχυρό στρατό και ένα ισχυρό κράτος, κερδίζοντας τελικά μια ιστορική νίκη στον πόλεμο των 44 ημερών. Και το Αζερμπαϊτζάν εύχεται το ίδιο – νίκη επί των κατακτητών, οικοδόμηση ενός ισχυρού κράτους με στρατό ικανό να αποκρούσει κάθε επίθεση – για την Ουκρανία. Όχι μόνο το επιθυμεί αυτό, αλλά βοηθάει και με ό,τι μπορεί».
Πηγή: ΚΥΠΕ