Το Δικαστήριο της ΕΕ απέρριψε με σημερινή του απόφαση τις προσφυγές που άσκησαν η Ουγγαρία και η Πολωνία περί εσφαλμένης νομικής βάσης για την ακύρωση της οδηγίας 96/71/ΕΚ όπως τροποιήθηκε από την (ΕΕ) 2018/957 και με την οποία ενισχύονται τα δικαιώματα των αποσπασμένων εργαζομένων
Το ΔΕΕ επισημαίνει στην απόφασή του ότι η νομική βάση για την έκδοση της οδηγίας 2018/957 ήταν ορθή και
το άρθρο 53, παράγραφος 1, και το άρθρο 62 ΣΛΕΕ παρέχει στον νομοθέτη της Ένωσης “την εξουσία να συντονίζει τις εθνικές ρυθμίσεις που ενδέχεται, λόγω των διαφορών τους, να παρακωλύουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση να μεριμνά για την τήρηση, μεταξύ άλλων, και των σκοπών που διατρέχουν την πολιτική της σε όλους τους τομείς, όπως αυτοί κατοχυρώνονται από το άρθρο 9 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ(ΣΛΕΕ)”, διευκρινίζοντας ότι “στους σκοπούς αυτούς περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις που συνδέονται με την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης και τη διασφάλιση κατάλληλης κοινωνικής προστασίας”.
Το ΔΕΕ διευκρινίζει επίσης, στο πλαίσιο αυτό, ότι το άρθρο 153 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά μόνον την προστασία των εργαζομένων και όχι την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της Ένωσης, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση της οδηγίας 2018/957.
“Η οδηγία αυτή, καθόσον δεν περιέχει κανένα μέτρο εναρμόνισης, αλλά περιορίζεται στον συντονισμό των ρυθμίσεων των κρατών μελών σε περίπτωση απόσπασης εργαζομένων, επιβάλλοντας την εφαρμογή ορισμένων όρων εργασίας και απασχόλησης που προβλέπονται από τους υποχρεωτικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής, δεν μπορεί να αγνοήσει την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ από τις αρμοδιότητες της Ένωσης που απορρέουν από τις πρώτες παραγράφους του άρθρου αυτού”, κρίνει το ΔΕΕ.
Δεύτερον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι “η οδηγία 2018/957, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό της, προβαίνει σε εξισορρόπηση των παραγόντων ως προς τους οποίους μπορούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους οι εγκατεστημένες στα διάφορα κράτη μέλη επιχειρήσεις”, αλλά “δεν καταργεί το ενδεχόμενο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του οποίου απολαύουν οι πάροχοι υπηρεσιών ορισμένων κρατών μελών, δεδομένου ότι ουδόλως έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη κάθε ανταγωνισμού στηριζόμενου στο κόστος” και “δεν επηρεάζει τα λοιπά στοιχεία κόστους των επιχειρήσεων που αποσπούν τέτοιους εργαζομένους, όπως είναι η παραγωγικότητα ή η αποδοτικότητα των εργαζομένων αυτών”.
Τρίτον το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι “ο δικαστής της Ένωσης, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξης όπως η οδηγία 2018/957, οφείλει να βεβαιωθεί μόνον ότι, από την άποψη της εσωτερικής της νομιμότητας, η πράξη αυτή δεν παραβιάζει τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ ή τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και ότι δεν έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας”.
Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τήρησης των προϋποθέσεων αυτών, “ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς όπως η νομοθεσία για την απόσπαση εργαζομένων, στους οποίους καλείται να προβεί σε επιλογές τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως, καθώς και σε σύνθετες αξιολογήσεις και εκτιμήσεις”.
Υπό το πρίσμα αυτής της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, το ΔΕΕ κρίνει ότι, “όσον αφορά τον κανόνα για την επί μακρόν απόσπαση, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κρίνοντας ότι η απόσπαση διάρκειας άνω των δώδεκα μηνών έπρεπε να έχει ως συνέπεια την αισθητή προσέγγιση της προσωπικής κατάστασης των αποσπασμένων εργαζομένων τους οποίους αφορά προς εκείνη των εργαζομένων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στο κράτος μέλος υποδοχής”.
Τέταρτον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η εκτίμηση επιπτώσεων, η οποία ελήφθη υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων την οποία προβλέπει η οδηγία 96/71 δεν ήταν πλέον πρόσφορη, ανέδειξε ειδικότερα δύο περιστάσεις οι οποίες ευλόγως οδήγησαν τον νομοθέτη στο συμπέρασμα ότι η έννοια των «ελάχιστων ορίων μισθού» του κράτους μέλους υποδοχής δεν ήταν πλέον ικανή να εξασφαλίσει την προστασία των εργαζομένων αυτών.
Πέμπτον, το ΔΕΕ επισημαίνει συναφώς ότι το άρθρο 8 του κανονισμού «Ρώμη Ι» ορίζει στην παράγραφο 2 ότι, “εάν δεν έχει επιλεγεί τέτοιο δίκαιο από τα μέρη, η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτής, από την οποία εκτελεί συνήθως την εργασία του ο εργαζόμενος, η δε χώρα αυτή δεν θεωρείται ότι αλλάζει όταν ο εργαζόμενος παρέχει προσωρινώς την εργασία του σε άλλη χώρα”. Ωστόσο, στο άρθρο 23 ο κανονισμός «Ρώμη Ι» προβλέπει τ”η δυνατότητα παρέκκλισης από τους κανόνες σύγκρουσης νόμων που ο ίδιος θεσπίζει, σε περίπτωση που διατάξεις του δικαίου της Ένωσης εισάγουν κανόνες για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές σε ειδικώς προσδιοριζόμενα θέματα”. Ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου του, το άρθρο 3, παράγραφος 1α, της τροποποιημένης οδηγίας 96/71 συνιστά ειδικό κανόνα σύγκρουσης νόμων, κατά την έννοια του άρθρου 23 του κανονισμού «Ρώμη Ι», καταλήγει το ΔΕΕ.