Το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών χαρακτηρίζει «αποσταθεροποιητική» την πολιτική της Ουάσιγκτον «να αναπτύσσει πυρηνικά της όπλα εκτός της εθνικής της επικράτειας και σε χώρες που δεν είναι πυρηνικές, όπως ορίζεται από τη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων» και θεωρεί «υποκριτικές» τις κατηγορίες εναντίον της Ρωσίας, που ακολουθεί το παράδειγμα του ΝΑΤΟ στη στρατιωτική συνεργασία της με τη Λευκορωσία.
Με αφορμή δηλώσεις της Αλίσια Σάντερς-Σακρ, συντονίστριας πολιτικής και έρευνας της Διεθνούς Εκστρατείας για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων, η οποία επέκρινε μεταξύ άλλων «την ανάπτυξη πάνω από εκατό πυρηνικών κεφαλών σε αεροπορικές βάσεις των ΗΠΑ σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες», η επίσημη εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ Μαρία Ζαχάροβα χαρακτήρισε «επιζήμια» αυτή την πρακτική δεκαετιών, η οποία «έχει σαφώς αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις τόσο για την ασφάλεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο όσο και για τη στρατηγική σταθερότητα στον κόσμο συνολικά».
Σύμφωνα με το ειδικό σχόλιο της κ. Ζαχάροβα, που δημοσιεύει στην ιστοσελίδα του το ρωσικό ΥΠΕΞ, «η Ουάσιγκτον κάνει ό,τι μπορεί για να καλύψει την ανεύθυνη συμπεριφορά της και, μεταθέτοντας τις ευθύνες της, διατυπώνει υποκριτικές, αβάσιμες κατηγορίες κατά της Ρωσίας και της Λευκορωσίας σχετικά με την ανάπτυξη της στρατιωτικής πυρηνικής συνεργασίας τους».
Όπως επισημαίνει η Ρωσίδα υψηλόβαθμη διπλωμάτης, «ήταν οι χώρες του ΝΑΤΟ που εισήγαγαν το δόγμα των λεγόμενων “κοινών πυρηνικών αποστολών” και την ακολουθούν εδώ και πολλές δεκαετίες», έχοντας στο επίκεντρο αυτού του δόγματος «τα πυρηνικά όπλα ιδιοκτησίας των ΗΠΑ, που έχουν αναπτυχθεί στο έδαφος του Βελγίου, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας και της Τουρκίας, οι οποίες παρέχουν αεροσκάφη τους για τη μεταφορά των αμερικανικών πυρηνικών κεφαλών στους στόχους, ενώ το στρατιωτικό προσωπικό των χωρών αυτών εκπαιδεύεται για να χειρίζεται πυρηνικά όπλα και να συμμετέχει σε επιχειρήσεις πολεμικής χρήσης τους».
Η Ρωσία υποδεικνύει συστηματικά, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ρωσικού ΥΠΕΞ, σε όλα τα πολυμερή φόρουμ αφοπλισμού «την αναγκαιότητα να επιστρέψουν όλα τα πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ στην εθνική τους επικράτεια, αλλά η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της αγνοούν αυτές τις απαιτήσεις». «Πολύ περισσότερο οι αμερικανικές πυρηνικές βόμβες και τα μέσα μεταφοράς τους, που χρησιμοποιούνται στις προαναφερθείσες αποστολές, εκσυγχρονίζονται σε μεγάλη κλίμακα, αναβαθμίζοντας τις δυνατότητές τους σε νέο ποιοτικό επίπεδο», επισημαίνει η κ. Ζαχάροβα, συμπληρώνοντας ότι «σύμφωνα με τα δογματικά της έγγραφα, τα τελευταία χρόνια η Ουάσιγκτον μειώνει το κατώφλι χρήσης των πυρηνικών όπλων και μετατοπίζει την προσοχή σε “περιορισμένα σενάρια” χρήσης τους».
Κατά τη Μόσχα «δεν μπορούν παρά να προκαλούν ανησυχία και οι πρόσφατες εκκλήσεις για την επέκταση της γεωγραφίας αποθήκευσης των αμερικανικών πυρηνικών βομβών στην Ευρώπη και προώθηση του δυναμικού αυτού στα σύνορα του ενωσιακού κράτους της Ρωσίας και της Λευκορωσίας».
«Υπό τις συνθήκες ολοκληρωτικού υβριδικού πολέμου, που έχει εξαπολύσει η Δύση εναντίον της Ρωσίας και τη διακηρυγμένη πρόθεση ΗΠΑ και ΝΑΤΟ να μας επιφέρουν “στρατηγική ήττα”, θα αποτελούσε παράδειγμα απερισκεψίας και αδικαιολόγητης αυτοπεποίθησης να ελπίζει κανείς σε απουσία περαιτέρω στρατιωτικο-τεχνικών αντιμέτρων σε αυτόν τον τομέα. Τα απαραίτητα μέτρα έχουν ληφθεί. Επιφυλασσόμεθα του δικαιώματος να λάβουμε πρόσθετα μέτρα για να διασφαλίσουμε την ασφάλεια της Ρωσίας και των συμμάχων της. Όλες οι ενέργειές μας συνάδουν πλήρως με το διεθνές δίκαιο και σε καμία περίπτωση δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ρωσίας», καταλήγει στο σχόλιό της η Μαρία Ζαχάροβα, σημειώνοντας ότι «σε αντίθεση με τις χώρες του ΝΑΤΟ, η συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Λευκορωσίας στον στρατιωτικό πυρηνικό τομέα πραγματοποιείται στο πλαίσιο ενός Ενωσιακού κράτους, το οποίο έχει κοινό έδαφος και κοινό στρατιωτικό δόγμα».