Την 1η Ιουλίου συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την ένταξη της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έκτοτε δεν έχει προστεθεί κανένα νέο μέλος. Πρόκειται για την μεγαλύτερη σε διάρκεια άκαρπη περίοδο, παρατηρεί η Φράνσις Μπέργουελ του Atlantic Council’s Europe Center.
Αναλύοντας την περίπλοκη πολιτική συζήτηση εντός της ΕΕ σχετικά με τη διεύρυνση, η Μπέργουελ κάνει λόγο για μια δεκαετή περίοδο που έδωσε σκληρά μαθήματα στα 27 κράτη μέλη της Ένωσης.
«Σε αντίθεση με τις προσδοκίες, αυτά τα διδάγματα έχουν ελάχιστη σχέση με τη μεταρρύθμιση των θεσμικών οργάνων και των διαδικασιών της ΕΕ. Αντίθετα, έχουν τις ρίζες τους σε πολιτικές ευπάθειες τόσο στην ”παλιά” όσο και στη ”νέα” Ευρώπη», σημειώνει, τονίζοντας ότι πάνω απ ‘όλα, τα υπάρχοντα κράτη μέλη φοβούνται την εμφάνιση νέων μελών —και ιδιαίτερα ενός μεγάλου νέου μέλους, όπως η Ουκρανία— με σοβαρές αδυναμίες του κράτους δικαίου, όπως ισχύει στην Πολωνία ή την Ουγγαρία.
Όταν η ΕΕ αποφάσισε να δώσει στην Ουκρανία και τη Μολδαβία το καθεστώς υποψηφιότητας τον Ιούνιο του 2022, ήταν μια πολιτική απόφαση που υποκινήθηκε από την επιθυμία να επιδείξει ενότητα απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα, εξηγεί. «Καμία χώρα δεν θα πληρούσε τις προϋποθέσεις για το καθεστώς υποψηφιότητας υπό κανονικές συνθήκες, ούτε τα υπάρχοντα κράτη μέλη θα ήταν πρόθυμα να κάνουν μια τέτοια εξαίρεση», λέει χαρακτηριστικά, αναγνωρίζοντας παράλληλα πως και οι δύο χώρες έχουν εργαστεί σκληρά για την ένταξή τους.
Από την άλλη, τα υποψήφια μέλη από τα Βαλκάνια παρουσιάζουν μια πιο μικτή εικόνα, με ορισμένες κυβερνήσεις να σημειώνουν πρόοδο και άλλες να φαίνονται ακόμη και να μην πείθονται για την αξία της ένταξης.
Τα τέσσερα μαθήματα
Οι θεσμοί μπορούν να προσαρμόζονται. Κάθε γύρος διεύρυνσης συνοδεύτηκε από κάλεσμα για θεσμική μεταρρύθμιση και αλλαγή των συνθηκών. Παρά το μέγεθος, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ συνεχίζουν να λειτουργούν. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας και στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η ΕΕ έλαβε δύσκολες αποφάσεις πιο γρήγορα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της, σημειώνει η Μπέργουελ.
Η διαδικασία ένταξης προσφέρει πάρα πολλές ευκαιρίες στα υπάρχοντα μέλη να διευθετήσουν ιστορικές εκκρεμότητες με πιθανά μέλη, επιβραδύνοντας τη διαδικασία. Πολύ συχνά, αυτό οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένα παράπονα που εκμεταλλεύονται οι πολιτικοί των κρατών μελών, εξηγεί η Μπέργουελ δίνοντας το παράδειγμα της Βουλγαρίας που επιβραδύνει την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας και της Ισπανίας που δεν μπορεί να διαχειριστεί την προσπάθεια του Κοσόβου.
Η αυστηρή αξιολόγηση των κανονισμών, συγκριτικά με τα υπόλοιπα μέλη, δεν εμποδίζει την οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας. Τα δώδεκα ως επί το πλείστον μετακομμουνιστικά κράτη που έγιναν δεκτά το 2004 και το 2007 έπρεπε να πληρούν πολύ υψηλότερα πρότυπα ρυθμιστικής συνοχής από τα προηγούμενα νεοεισερχόμενα. Ωστόσο, σήμερα, η Πολωνίας και η Ουγγαρίας αντιμετωπίζουν κατηγορίες ότι έχουν απομακρυνθεί από τις βασικές αξίες της ΕΕ σχετικά με το κράτος δικαίου, ιδίως όσον αφορά το δικαστικό σώμα και τα μέσα ενημέρωσης. Άλλα κράτη μέλη έχουν επίσης εγείρει ερωτήματα σχετικά με την κατάσταση των δημοκρατιών τους.
Το μεγαλύτερο μάθημα όλων είναι ότι η πολιτική είναι το βασικό στοιχείο της ενταξιακής διαδικασίας. Ποια θα είναι η αντίδραση της ριζοσπαστικής αριστεράς και ακροδεξιάς; Θα αποτελέσει εμπόδιο η επικύρωση κάθε ένταξης από τα υπάρχοντα μέλη; Η Ουκρανία και η Μολδαβία έχουν επωφεληθεί από την πολιτική μέχρι στιγμής, αλλά καθώς η ενταξιακή διαδικασία προχωρά και η ένταξη φαίνεται πιο κοντά, η πολιτική —ειδικά μεταξύ των σημερινών κρατών μελών— θα γίνει πιο δύσκολη, υπογραμμίζει η αναλύτρια.