Η συνάντηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου με τον Ντόναλντ Τραμπ εξελίχθηκε ακριβώς όπως είχε σχεδιαστεί επικοινωνιακά. Πυκνές φιλοφρονήσεις, δημόσια επιβεβαίωση της «ειδικής σχέσης», χαμόγελα μπροστά στις κάμερες. Στο επίπεδο της εικόνας, τίποτα δεν έμεινε στην τύχη. Στο επίπεδο της ουσίας, όμως, η παραγωγή ειδήσεων ήταν περιορισμένη και προσεκτικά φιλτραρισμένη.
Ο Τραμπ μίλησε με θερμά λόγια για τον Ισραηλινό πρωθυπουργό χαρακτηρίζοντάς τον δεκάδες φορές «ήρωα» και υπογραμμίζοντας πως έχει προσωπικά ο ίδιος κανονίσει ο Πρόεδρος του Ισραήλ να του δώσει χάρη για τις ποινικές διώξεις που αντιμετωπίζει και ο Νετανιάχου ανταπέδωσε με αναφορές στη «στρατηγική καθαρότητα» της αμερικανικής ηγεσίας. Το μήνυμα ήταν σαφές – η γραμμή Ουάσιγκτον – Τελ Αβίβ παρουσιάζεται αρραγής, ακόμη κι αν στο παρασκήνιο οι διαφωνίες για τη Γάζα, το εύρος των επιχειρήσεων και την «επόμενη μέρα» παραμένουν ενεργές σε βαθμό που να έχουν κλονίσει για σημαντικό διάστημα εντός του 2025 μία σχέση που η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ περισσότερο προσωπική από πολιτική στο παρελθόν.
Trump on whether he’ll allow Netanyahu to hit Iran again:
For ballistic missiles, yes.
For nuclear, fast. pic.twitter.com/hn7kjhIMZl
— Clash Report (@clashreport) December 29, 2025
Στη Μέση Ανατολή, πάντως, τα νέα ήταν ελάχιστα. Η Γάζα καλύφθηκε με δηλώσεις αρχών χωρίς χρονοδιαγράμματα. Ο αφοπλισμός της Χαμάς επαναλήφθηκε ως προϋπόθεση, χωρίς εξήγηση για το πώς επιβάλλεται, από ποιον και με ποιο πολιτικό κόστος. Το μήνυμα Τραμπ περιελάμβανε μόνο την απειλή των συνεπειών σε περίπτωση που όσα έχουν υπογραφεί δεν τηρηθούν. Το ζήτημα της διοίκησης του θύλακα μετά τις επιχειρήσεις έμεινε στον αέρα. Κανένας δεν θέλησε να δεσμευτεί δημοσίως για ρόλους, ευθύνες και κανόνες εμπλοκής. Η ασάφεια δεν ήταν αδυναμία. Ήταν επιλογή. Το ίδιο μοτίβο φάνηκε να υπάρχει και αναφορικά με την κατάσταση στην κατεχόμενη Δυτική όχθη. Ο Αμερικανός Πρόεδρος μπορεί να είπε πως υπάρχουν διαφωνίες αναφορικά με το θέμα αλλά δήλωσε παράλληλα βέβαιος πως ο Νετανιάχου θα κάνει τα πάντα προκειμένου οι εποικισμοί να περιοριστούν…
Το μοτίβο άλλαξε για λίγο με το Ιράν. Ο Τραμπ κράτησε σκληρή ρητορική, μίλησε για «όλες τις επιλογές στο τραπέζι», αλλά απέφυγε τις λέξεις που θα έκλειναν διπλωματικά παράθυρα. Ο Αμερικανός Πρόεδρος ξεκαθάρισε πως η Τεχεράνη βρίσκεται στο αμερικανικό μικροσκόπιο και πως εάν δεν κάνει όσα πρέπει οι συνέπειες θα είναι σοβαρότερες από τους βομβαρδισμούς του περασμένου καλοκαιριού. Ο Νετανιάχου πήρε αυτό που χρειαζόταν σε επίπεδο τόνου και συμβολισμού, όχι όμως μια νέα, συγκεκριμένη αμερικανική δέσμευση.
Η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη, ωστόσο, δεν ειπώθηκε από το βήμα. Αναδύθηκε στις παρυφές της συνάντησης και κυρίως στις δηλώσεις μετά. Η Τουρκία εμφανίζεται, για ακόμη μία φορά, ως παίκτης που κερδίζει χώρο χωρίς να βρίσκεται στο δωμάτιο. Η Άγκυρα επανέρχεται ως αναγκαίος συνομιλητής τόσο στο συριακό πεδίο όσο και στη συζήτηση για τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική της Γάζας. Όχι ως σύμμαχος χωρίς ερωτηματικά, αλλά ως δύναμη που δεν μπορείς να παρακάμψεις.
Trump on whether he’ll sell F-35 jets to Türkiye:
We are thinking about it very seriously.
When the same question was asked to Netanyahu, Trump said:
I promise they’ll never use them on Israel. pic.twitter.com/0VCK9qj3Cc
— Clash Report (@clashreport) December 29, 2025
Το πιο χαρακτηριστικό στιγμιότυπο ήρθε τη στιγμή της αποχώρησης. Σε ερώτηση για το πρόγραμμα των F-35 και το ενδεχόμενο επιστροφής της Τουρκίας, ο Τραμπ δεν έκλεισε την πόρτα. Αντιθέτως, απάντησε ότι «το σκέφτεται πολύ σοβαρά». Μια φράση με ελάχιστες λέξεις, αλλά βαρύ πολιτικό φορτίο.
Η δήλωση αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν τοποθετηθεί στο πρόσφατο πλαίσιο. Κατά την επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ουάσιγκτον πριν από λίγους μήνες, ο Τραμπ δεν είχε δώσει τίποτα χειροπιαστό. Καμία επίσημη κίνηση, καμία δέσμευση για άρση του αποκλεισμού από το πρόγραμμα. Τώρα, χωρίς τον Ερντογάν παρόντα, η συζήτηση επανέρχεται δημόσια και με θετικό πρόσημο για την Άγκυρα.
Για την Τουρκία, το όφελος είναι πολλαπλό. Πρώτον, επανατοποθετείται ως χώρα με στρατηγικό βάρος στο ΝΑΤΟ, παρά τις εντάσεις των προηγούμενων ετών. Δεύτερον, αποκτά διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στις ΗΠΑ, την ώρα που η Ουάσιγκτον αναζητά ισορροπίες σε Συρία και Ανατολική Μεσόγειο. Τρίτον, στέλνει μήνυμα ότι οι κυρώσεις και οι αποκλεισμοί δεν είναι μόνιμες καταστάσεις, αλλά εργαλεία που αναθεωρούνται όταν αλλάζουν οι συσχετισμοί.
Για το Ισραήλ, αυτή η εξέλιξη είναι πιο σύνθετη. Η αναβάθμιση της Τουρκίας δεν είναι κατ’ ανάγκη επιθυμητή, αλλά φαίνεται μάλλον αναπόφευκτη. Η Ουάσιγκτον δείχνει να θεωρεί ότι χωρίς την Άγκυρα δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά ούτε το συριακό παζλ ούτε τις περιφερειακές ισορροπίες που θα ακολουθήσουν τον πόλεμο στη Γάζα.
Η συνάντηση στο Μαρά-α-Λάγκο, τελικά, λειτούργησε περισσότερο ως καθρέφτης ισχύος παρά ως εργαστήριο λύσεων. Επιβεβαίωσε σχέσεις, άφησε ανοιχτά μέτωπα και έστειλε έμμεσα σήματα προς τρίτους. Το πιο καθαρό από αυτά δεν αφορούσε ούτε τη Γάζα ούτε το Ιράν. Αφορούσε την Τουρκία. Μια χώρα που απουσίαζε από την αίθουσα, αλλά βρέθηκε να συζητείται σοβαρά στο φόντο. Και στη διεθνή πολιτική, αυτό συνήθως δεν είναι λεπτομέρεια.
Πηγή: Πρώτο Θέμα



