Γιατί το λέμε αυτό; Όχι μόνο γιατί άλλαξε ξαφνικά ο υποψήφιος των Δημοκρατικών με τον Μπάιντεν να παραδίδει τη σκυτάλη στην Κάμαλα Χάρις, αλλά και επειδή περιλάμβανε μια έντονη συζήτηση σχετικά με το αν ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνος ήταν φασίστας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πανηγυρικά. Επικράτησε όχι μόνο στους εκλέκτορες (όπως το 2016) αλλά και στη λαϊκή ψήφο, ενώ σάρωσε τις αμφίρροπες πολιτείες. Έπεισε τους Αμερικανούς ότι έχει λύσεις στα προβλήματά του. Μπορεί ένας εκλεγμένος ηγέτης να χαρακτηρίζεται φασίστας;
Ο γνωστός αρθογράφος των FT, Γκίντεον Ράχμαν, θέτει ουσιαστικά το ερώτημα σε ένα άρθρο, στο οποίο υποστηρίζει ότι εάν υπάρχει μία λέξη που κλείνει μέσα της το 2024, αυτή είναι ο φασισμός.
Η κατηγορία του φασισμού
Τη σχετική συζήτηση πυροδότησε πρεκλογικά ο στρατηγός Τζον Κέλι, ο οποίος υπηρέτησε ως προσωπάρχης του Τραμπ κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας. Είπε λοιπόν στους δημοσιογράφους ότι ο πρώην προϊστάμενός του ταιριάζει σε έναν ορισμό του φασισμού που είχε βρει στο διαδίκτυο: «μια αυταρχική, υπερ-εθνικιστική πολιτική ιδεολογία . . . χαρακτηρισμένη από έναν δικτατορικό ηγέτη, μιλιταρισμό, βίαιη καταστολή της αντίθεσης, πίστη σε μια φυσική κοινωνική ιεραρχία.”
Η εκστρατεία του Τραμπ απάντησε ότι ο Κέλι γελοιοποιείται με ψευδείς κατηγορίες. Ορισμένοι από τους πιο εκλεπτυσμένους υπερασπιστές του Τραμπ υποστήριξαν ότι η κατηγορία είναι λανθασμένη επειδή ο Τραμπ δεν είναι μιλιταριστής. Πράγματι, ο εκλεγμένος πρόεδρος έκανε εκστρατεία ως ο υποψήφιος υπέρ της ειρήνης και υποσχέθηκε να τερματίσει τους ατέλειωτους πολέμους.
Η εκστρατεία της Χάρις ωστόσο εκμεταλλεύτηκε την κατηγορία του Κέλι. Οι Δημοκρατικοί πίστευαν σαφώς ότι οι Αμερικανοί θα απέρριπταν σίγουρα οποιονδήποτε υποψήφιο κατηγορείται για φασισμό. «Ίσως να υπερεκτίμησαν το βάθος της ιστορικής γνώσης του μέσου ψηφοφόρου. Οι δημοσιογράφοι στην εκστρατεία διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι συνέδεαν τον φασισμό με τον Χίτλερ και τον Χίτλερ με το Ολοκαύτωμα. Δεδομένου ότι κανείς δεν πίστευε ότι ο Τραμπ σχεδίαζε να χτίσει ένα Αμερικανικό Άουσβιτς, ήταν σχετικά εύκολο για το Ρεπουμπλικανικό κόμμα να απορρίψει τις κατηγορίες για φασισμό ως φιλελεύθερη υστερία», σχολιάζει ο Ράχμαν και προσθέτει:
«Οι ιστορικοί της δεκαετίας του 1930, ωστόσο, πιστεύουν ότι ο Τραμπ και ορισμένοι άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες αναβιώνουν πτυχές της φασιστικής παράδοσης. Ο υπερ-εθνικισμός, η λατρεία του ηγέτη και η περιφρόνηση για τις φιλελεύθερες αξίες είναι ξανά στη μόδα σε όλο τον κόσμο — όχι μόνο στην Αμερική».
Είναι έτσι τα πράγματα; Υπήρξε σαφώς μία δεξιά στροφή διεθνώς μέσα στο 2024. Υπήρξε και άνοδος δημοσκοπική και στην κάλπη ακροδεξιών κομμάτων όπως το AfD ή η Εθνική Συσπείρωση – την οποία έχουμε ξαναδει σε περιόδους οικονομικής (και όχι μόνο) ανασφάλειας. Τα ζητήματα της ασφάλειας, του περιορισμού της μετανάστευσης κυριάρχησαν όσο και εκείνα για την ακρίβεια και την κατάσταση της οικονομίας. Υπήρξε επίσης μία εντονότατη αμφισβήτηση της αυτοαποκαλούμενης φιλελεύθερης ελίτ. Κυρίως όμως υπήρξε αντίδραση απέναντι σε υπερβολές της woke ατζέντας – που ξεκίνησε ως πολύτιμο κίνημα αφύπνισης για τα δικαιώατα των μειονοτήτων και κατέληξε να εργαλειοποιηθεί από μία ελίτ και να φτάσει στο αντίθετο άκρο: τη φίμωση αντίθετων απόψεων και την ακύρωση προσώπων.
Θα ήταν όμως εξαιρετικά άδικο, θαρρώ, να πούμε ότι το 2024 ήταν το έτος του φασισμού. Αντιθέτως θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν η χρονιά της Δημοκρατίας και της ήττας του απολυταρχισμού.
Καταψηφίστηκαν όσοι ήταν ήδη στην εξουσία
Οι ψηφοφόροι σε τουλάχιστον 60 χώρες προσήλθαν στις κάλπες, συμπεριλαμβανομένης και της πολυπληθέστερης δημοκρατίας στον κόσμο, της Ινδίας.
Σχεδόν σε όλες τις χώρες όπου διεξήχθησαν εκλογές, οι ψηφοφόροι εξέφρασαν δυσαρέσκεια και απογοήτευση για το αυξανόμενο κόστος ζωής. Σε πολλά από αυτά, καταψήφισαν όσους ήταν ήδη στην εξουσία – είτε αυτοί ήταν λαϊκιστές, φιλελεύθεροι ή συντηρητικοί, εδραιωμένοι από καιρό ή πρόσφατα εκλεγμένοι. Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν το Μεξικό, όπου το κυβερνών κόμμα άλλαξε ηγέτες όπως έπρεπε σύμφωνα με το Σύνταγμα, αλλά διατήρησε τον έλεγχο της προεδρίας και του Κογκρέσου.
Από την άλλη πλευρά, στην Ιαπωνία, το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα έχασε τον έλεγχο μιας κυβέρνησης στην οποία κυριαρχούσε σχεδόν αδιάκοπα από το 1945.
Όπως σχολιάζει η Wall Street Journal, αν κάτι μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι πήγε καλά, αυτό ήταν οι ελεύθερες εκλογές. Η οργή των ψηφοφόρων υπήρχε και σε πολλές περιπτώσεις ήταν έντονη. Αλλά εκφράστηκε ειρηνικά στην κάλπη. Χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Βρετανίας και της Γαλλίας με το εκλογικό «ράπισμα» σε Ρίσι Σούνακ και Εμανουέλ Μακρόν.
Δεν υπήρξε καμία βίαιη ή ανατρεπτική διαμαρτυρία ή πολιτικοστρατιωτική αναταραχή. Στην Ινδονησία, η δίκαιη εκλογή του γαμπρού του τελευταίου προέδρου που κυβέρνησε αυταρχικά, του Prabowo Subianto, αντιμετωπίστηκε με ανησυχία από διεθνείς παρατηρητές αλλά και την παραδοχή ότι αυτόν επέλεξαν οι πολίτες.
Η Ινδία ήταν ίσως η πιο εξαιρετική περίπτωση και η πιο ενθαρρυντική. Το κυβερνών κόμμα BJP, με επικεφαλής τον Ναρέντρα Μόντι, έχει επικριθεί για τον περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου και τη χρήση του ινδουιστικού εθνικισμού ως εργαλείου για την εδραίωση της εξουσίας σε βάρος των μειονοτικών ομάδων. Το αποτελέσμα στην κάλπη για τον Μόντι ήταν άκρως απογοητευτικό. Αλλά ο Ινδός πρόεδρος δεν προσπάθησε να το υπονομεύσει ή να το αμφισβητήσει.
Η δημοκρατία δεν υποχωρεί
«Ήταν, συνολικά, μια εξαιρετικά επιτυχημένη χρονιά για τη δημοκρατία. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη διαδεδομένη πεποίθηση ότι η δημοκρατία σε παγκόσμιο επίπεδο υποχωρεί μπροστά σε έναν νέο άξονα απολυταρχίας, που περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, την Ουγγαρία, τη Βενεζουέλα και την Τουρκία. Ωστόσο, σε σύγκριση με αυτές τις 60 εκλογές το 2024, η απολυταρχία είναι απλώς ένα μικρό κλαμπ», παρατηρεί η WSJ.
Και εμείς θα προσθέσουμε: Η Δημοκρατία κέρδισε το 2024, γιατί κερδίζει όταν οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν ελεύθερα τη βούλησή τους στην κάλπη. Η επιτυχία της δεν εξαρτάται από το εάν τα αποτελέσματα της έκφρασης αυτής μας αρέσουν ή μας βολεύουν.
Πηγή: Ναυτεμπορική, Νατάσα Στασινού • nstasinou@naftemporiki.gr