Ο Αμένοφις Γ’ (εξελληνισμένο όνομα του Αμενχοτέπ) ήταν πατέρας του Ακενατώνος, ανακηρύχθηκε Φαραώ σε ηλικία περίπου 12 χρόνων πριν από περίπου 3.400 έτη και βασίλεψε περίπου 39 χρόνια.
Η βασιλεία του ήταν, ως επί το πλείστον, ειρηνική και γνωστή για τις διπλωματικές σχέσεις με τα βασίλεια της Μεσοποταμίας, ιδιαίτερα για το εμπόριο χρυσού. Έκανε πολλούς διπλωματικούς γάμους με ξένες πριγκίπισσες, αλλά κυρίως σύζυγος του ήταν η βασίλισσα Τίη, η οποία σε αντίθεση με το έθιμο, δεν είχε βασιλική καταγωγή.
Άφησε πίσω του πάρα πολλά μνημεία, όπως δύο γιγάντια αγάλματα ύψους 17 μέτρων, γνωστά τον παλαιότερο καιρό στους αρχαιολόγους ως «Κολοσσοί του Μέμνονα», που στόλιζαν την είσοδο του νεκρικού του ναού, καθώς και πολλούς ναούς και αγάλματα σε όλη την Αίγυπτο. Επίσης κατασκεύασε ένα καινούργιο βασιλικό ανάκτορο στις Δυτικές Θήβες, με τη σύγχρονη ονομασία Μαλκάτα.
Υπάρχουν αναφορές ότι στα τέλη της ζωής του ήταν άρρωστος και καταπονημένος. Μετά θάνατον τάφηκε στην Κοιλάδα των Βασιλέων και άφησε πίσω του μια ισχυρή και πλούσια αυτοκρατορία. Ο Αμένοφις Γ’ ήταν παππούς του Τουταγχαμών και θεωρείται από τους ιστορικούς ο πλουσιότερος άνθρωπος που υπήρξε μέχρι σήμερα στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.
Η αποκάλυψη
Διεθνής ομάδα ειδικών με τη βοήθεια του διασημότερου γραφίστα ρεαλιστικής ανασύνθεσης ανθρώπινων προσώπων στον κόσμο, του Βραζιλιάνου Σίσερο Μοράες, δημιούργησε το πρόσωπο του Αμένοφις Γ’ με βάση την ανάλυση της μούμιας του και διάφορα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν για τα εμφανισιακά του χαρακτηριστικά. Είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται η δημιουργίας μιας απεικόνισης του Αμένοφις Γ’ με την ερευνητική ομάδα να θεωρεί ότι ο Φαραώ πρέπει να έμοιαζε όπως φαίνεται στο αποτέλεσμα της απεικόνισης.