Η επιδημία γέλιου της Τανγκανίκα, γνωστή και ως επιδημία γέλιου της Τανγκανίκα, εμφανίστηκε στο μικρό χωριό Κασάσα στην Τανγκανίκα (τώρα Τανζανία) το 1962.
Το ξέσπασμα ξεκίνησε με τρεις μαθήτριες σε ένα οικοτροφείο που άρχισαν να γελούν ανεξέλεγκτα. Το γέλιο απλώθηκε γρήγορα σε όλο το σχολείο, επηρεάζοντας περίπου 95 από τους 159 μαθητές.
Τα επεισόδια γέλιου συνοδεύονταν από συμπτώματα όπως λιποθυμία, αναπνευστικά προβλήματα, κλάμα και ουρλιαχτά. Το φαινόμενο τελικά εξαπλώθηκε και στα γειτονικά χωριά, επηρεάζοντας εκατοντάδες ανθρώπους. Τα σχολεία έκλεισαν και οι αρχές αγωνίστηκαν να περιορίσουν την επιδημία.
Η ακριβής αιτία της επιδημίας παραμένει αβέβαιη, με διάφορες θεωρίες να δίνονται με την πάροδο των ετών. Κάποιοι πιστεύουν ότι το γέλιο ήταν μια μορφή μαζικής υστερίας ή ψυχογενούς ασθένειας, που πυροδοτήθηκε από στρες ή άγχος. Άλλοι έχουν εικασίες σχετικά με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως οι τοξίνες ή μολύνσεις, να παίζουν κάποιο ρόλο.
Ψυχίατροι και ψυχολόγοι που μελέτησαν το ξέσπασμα υποστήριξαν ότι κοινωνικοί παράγοντες, όπως οι πολιτισμικές πεποιθήσεις και προσδοκίες, μπορεί να συνέβαλαν στη διάδοση του γέλιου. Το επεισόδιο έχει γίνει από τότε μια αξιοσημείωτη μελέτη περίπτωσης στην ψυχολογία και την κοινωνιολογία, ρίχνοντας φως στην περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ ατομικής ψυχολογίας και κοινωνικής δυναμικής.
Συνολικά, η Επιδημία Γέλιου της Τανγκανίκα χρησιμεύει ως ένα συναρπαστικό και αινιγματικό παράδειγμα μαζικής ψυχογενούς ασθένειας, υπογραμμίζοντας τη δυνητική δύναμη της κοινωνικής επιρροής στην ανθρώπινη συμπεριφορά και υγεία.