Οι αναγνώστες της στήλης γνωρίζουν καλά την αντίθεση του γράφοντος στις συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όπως έγραψα πολλές φορές, η ευρεία και συχνή χρήση του εργαλείου των επιτοκίων σ’ αυτή τη συγκυρία δεν είναι απόλυτα ορθή, γιατί στο τέλος θα υπονομεύσει την ανάπτυξη των οικονομιών. Η αύξηση του πληθωρισμού, παγκοσμίως, σήμερα δεν οφείλεται σε αύξηση της ζήτησης, αλλά σε πολιτικούς λόγους (πόλεμος στην Ουκρανία) και άρα δεν είναι σωστό να επιμένουμε μόνο στην αύξηση των επιτοκίων για να συγκρατήσουμε τον πληθωρισμό. Απαιτούνται κι άλλα σύνθετα μέτρα, ώστε να μην αυξήσουμε τα «κόκκινα» δάνεια, να μην αποθαρρύνουμε τις επενδύσεις, να μην επιδεινώσουμε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και γενικά να μην υπονομεύσουμε την ανάπτυξη των οικονομιών.
Δυστυχώς, τόσο η ΕΚΤ, όσο και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) επιμένουν σ’ αυτή την πολιτική, αδιαφορώντας τόσο για τις άμεσες επιπτώσεις στις επιχειρήσεις, στα νοικοκυριά και στις οικονομίες, όσο και για τους κραδασμούς που προκαλούνται στα προβληματικά μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα, όπως η Credit Suisse.
Εμείς, εδώ στην Κύπρο αρχίσαμε τώρα να αισθανόμαστε την πίεση από την αύξηση των επιτοκίων. Ήδη, οι δόσεις των δανείων έχουν αυξηθεί, ενώ η ζήτηση για νέα δάνεια έχει μειωθεί με αναπόφευκτες επιπτώσεις στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη.
Την ίδια ώρα, οι Τράπεζες μας δεν αναλαμβάνουν καμία ουσιαστική πρωτοβουλία για περιορισμό των επιπτώσεων από την αύξηση των επιτοκίων για τους πελάτες τους. Επικαλούμενες το ότι οι αυξήσεις επιτοκίων επιβάλλονται από την ΕΚΤ, σηκώνουν ψηλά τα χέρια και αξιοποιούν την ευκαιρία για πρόσκαιρη αύξηση της κερδοφορίας τους. Αυτή η τακτική, όμως, θα δημιουργήσει αλυσιδωτά προβλήματα, τα οποία στο τέλος θα επιστρέψουν πίσω στις τράπεζες.
Γι’ αυτό, οι Τράπεζες οφείλουν να αντιμετωπίσουν το όλο θέμα με ανοικτό μυαλό και να δουν προοπτικά τη μεγάλη εικόνα από την αύξηση του κόστους του χρήματος.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, οι Τράπεζες αποδέχθηκαν πρόταση της κυβέρνησης και θα παγοποιήσουν την αύξηση των επιτοκίων για στεγαστικά δάνεια αξίας 25 δις ευρώ που επηρεάζουν γύρω στις 500.000 δανειολήπτες. Όπως ανακοινώθηκε, οι τράπεζες θα απορροφήσουν την αύξηση των επιτοκίων για ένα χρονικό διάστημα, ώστε να αποφευχθούν όλοι αυτοί οι κίνδυνοι που καραδοκούν.
Αν λάβουμε υπόψη το ότι η κατάσταση των δικών μας τραπεζών είναι σχετικά καλύτερη από αυτή των τραπεζών στην Ελλάδα, διερωτώμαστε γιατί οι τράπεζες μας δεν υιοθετούν αυτή τη ρύθμιση, ή μια παρόμοια;
Επίσης, απορούμε γιατί η κυβέρνηση δεν προχωρεί να προτείνει στις τράπεζες μας παρόμοιες ρυθμίσεις;
Είναι φανερόν ότι η σημερινή κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους. Δεν γίνεται οι τράπεζες να αυξάνουν τα δανειστικά επιτόκια, οι δόσεις των δανείων να απογειώνονται, οι πολίτες να μην μπορούν να αποπληρώσουν τις δόσεις τους, οι επενδύσεις να νεκρώνουν και εμείς να σφυρίζουμε αδιάφορα.
Οι ευθύνες του Υπουργείου Οικονομικών και της Κεντρικής Τράπεζας είναι δεδομένες και οφείλουν να αναζητήσουν λύσεις. Είναι υποχρεωμένες να προτείνουν (και ίσως επιβάλουν) νέες ρυθμίσεις στις τράπεζες, ώστε να μην οδηγηθούμε σε επικίνδυνες ατραπούς.
Το θέμα επείγει και όλοι οφείλουν να αντιληφθούν ότι χωρίς ρύθμιση του θέματος των επιτοκίων, θα βρεθούμε και πάλι σε νέα αδιέξοδα.
Η οικονομία για να συνεχίσει να αναπτύσσεται και οι πολίτες για να συνεχίσουν να αντέχουν την ακρίβεια, χρειάζονται λογικό κόστος του χρήματος. Αν δεν μπορούμε να το διασφαλίσουμε, τότε ούτε τον πληθωρισμό θα τιθασεύσουμε, ούτε τα «κόκκινα» δάνεια θα περιορίσουμε, ούτε την οικονομία θα ενισχύσουμε. Έφτασε, η ώρα λοιπόν, για να αναληφθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες…
Ιωσήφ Ιωσήφ