Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ για διατήρηση των επιτοκίων στα ίδια επίπεδα στέλνουν ένα διττό μήνυμα προς τις αγορές, αλλά και προς τους πολίτες. Το πρώτο μήνυμα είναι ότι ο πληθωρισμός άρχισε να αποκλιμακώνεται και άρα δεν χρειάζονται νέες αυξήσεις στα επιτόκια. Το δεύτερο μήνυμα, που ίσως είναι πιο σημαντικό και ενδιαφέρον για όλους μας, είναι ότι ακόμα δεν έφτασε η ώρα για να αρχίσει η μείωση των επιτοκίων. Γι’ αυτό το θέμα μίλησε πιο ξεκάθαρα και ο Κριστίν Λαγκάρντ που είπε ότι «δεν μπορούμε ακόμα να μιλούμε για μείωση των επιτοκίων».
Αποκωδικοποιώντας αυτές τις εξελίξεις, μπορούμε να πούμε ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε με υψηλά επιτόκια για ακόμα κάποιο διάστημα. Πόσο θα είναι αυτό το διάστημα κανένας δεν ξέρει, αν και ειδικοί αναλυτές στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη πιστεύουν ότι η πρώτη μείωση επιτοκίων αναμένεται να γίνει από την ΕΚΤ και αυτή θα είναι τον ερχόμενο Μάρτιο. Φυσικά αυτή η πρόβλεψη στηρίζεται στα σημερινά δεδομένα τόσο των δύο εμπόλεμων κρίσεων σε Ουκρανία και Ισραήλ, όσο και του κλίματος στη διεθνή οικονομία. Αν κάτι πάει στραβά και υπάρξουν αρνητικότερες εξελίξεις που θα πυροδοτήσουν νέες πληθωριστικές πιέσεις, το σενάριο αυτό σίγουρα δεν θα ισχύσει.
Ερχόμενοι τώρα στις επιπτώσεις των νέων εξελίξεων στη δική μας οικονομία, αναμένουμε ότι θα υπάρξει μια ψυχολογική ανακούφιση ότι τουλάχιστον ο κύκλος των αυξήσεων στα επιτόκια έχει κλείσει. Αυτό, δημιουργεί ένα πιο θετικό κλίμα, το οποίο ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στην Κύπρο άρχισε να υποχωρεί.
Φυσικά, με αυτές τις διαπιστώσεις δεν σημαίνει ότι ξεπεράστηκαν όλα τα προβλήματα, αφού το υψηλό κόστος των επιτοκίων θα συνεχίσει, ενώ η ακρίβεια ακόμα καλά κρατεί στην Κύπρο. Αν μάλιστα, θεωρήσουμε ότι η κυβέρνηση δεν θα δώσει άλλη παράταση στις επιχορηγήσεις στον ηλεκτρισμό, στα καύσιμα και στα στεγαστικά δάνεια των νέων, τότε δεν θα πρέπει να αναμένεται σοβαρή ενίσχυση στα εισοδήματα των καταναλωτών.
Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, οι εξελίξεις μας δίνουν μια ευκαιρία να βοηθήσουμε την οικονομία να ξεφύγει από το αρνητικό κλίμα των τελευταίων μηνών. Αυτό μπορεί να γίνει με την προώθηση παράλληλων μέτρων που θα ενισχύσουν το επιχειρηματικό και το επενδυτικό κλίμα.
Για παράδειγμα, θα πρέπει να εφαρμοστούν τάχιστα οι μεταρρυθμίσεις, να υλοποιηθεί η εκστρατεία στο εξωτερικό για ανατροπή των αρνητικών δεδομένων για τη χώρα μας, να προωθηθούν οι σχεδιασμοί για τον φορολογικό μετασχηματισμό, να επιταχυνθούν οι βηματισμοί για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, να ληφθούν νέα μέτρα κατά της γραφειοκρατίας, να αυξηθεί η χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας από τις κρατικές υπηρεσίες, κ.ά.
Όλα αυτά, είναι απαραίτητα για να δοθεί μια ώθηση στην οικονομία, ώστε σε συνδυασμό με το καλύτερο κλίμα που δημιουργούν οι προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων και του πληθωρισμού, να βελτιωθεί το όλο κλίμα στην οικονομία.
Η νέα χρονιά κρίνεται αρκετά αινιγματική, λόγω των πολλών εκκρεμοτήτων του 2023 και των νέων προκλήσεων που ορθώνονται μπροστά μας. Οπότε μια τέτοια πρωτοβουλία προώθησης όλων αυτών των θεμάτων, θα λειτουργήσει θετικά για το σύνολο της οικονομίας.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και το θέμα της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να προσέξει την αύξηση των δαπανών της, διότι έχουμε ανάγκη τόσο την ευρωστία των δημοσίων ταμείων, όσο και τη συνέχιση της μείωσης του δημοσίου χρέους.
Συνοπτικά, λοιπόν, τα σχετικά καλά νέα για τα επιτόκια και τον πληθωρισμό, αν συνδυαστούν με σωστές πρωτοβουλίες και ενέργειες από την πλευρά μας, τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο σκηνικό με την έναρξη της νέας χρονιάς.
ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ