Δύο είναι σήμερα τα καυτά θέματα που απασχολούν την πραγματική οικονομία, τον οικονομικό κόσμο και τους εργαζόμενους. Το πρώτο είναι η εκτόξευση του πληθωρισμού στα ύψη και το δεύτερο η έλλειψη επαρκούς ρευστότητας χρήματος στην αγορά. Και τα δύο αυτά θέματα επηρεάζουν την καθημερινότητα τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών.
Ξεκινώντας από το θέμα του πληθωρισμού, παρατηρούμε ότι η Κύπρος ακολουθεί κατά γράμμα τις τάσεις που εκδηλώθηκαν παγκόσμια για τον ρυθμό πληθωρισμού. Μάλιστα, με βάση τα επίσημα στοιχεία, ενώ ο μέσος όρος πληθωρισμού στις χώρες της Ε. Ένωσης ανέρχεται στο 5.1%, ο πληθωρισμός στην Κύπρο τον Ιανουάριο σκαρφάλωσε στο 5.4%.
Η εξέλιξη αυτή κανονικά θα έπρεπε να σημάνει συναγερμό στην κυβέρνηση καθώς η αύξηση του πληθωρισμού προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς της οικονομίας μας. Μεταξύ των επιπτώσεων είναι η μείωση της αγοραστικής δυνατότητας των πολιτών, οι ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, η μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και άλλα.
Η κυβέρνηση στην προσπάθεια της να περιορίσει τις επιπτώσεις εξήγγειλε την επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος και τη μείωση του ΦΠΑ, ενώ παραπέμπει και στον θεσμό της ΑΤΑ που αναπληρώνει μερικώς την αύξηση του πληθωρισμού.
Το ερώτημα, όμως, είναι κατά πόσον αυτά τα μέτρα είναι αρκετά για να προστατεύσουν τα εισοδήματα των πολιτών; Δυστυχώς, η απάντηση είναι αρνητική, αφού παρατηρούμε ότι οι πολίτες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ενώ οι πληθωριστικές τάσεις εντείνονται. Άρα, απαιτείται μια άλλη προσέγγιση στο πρόβλημα αν θέλουμε να περιορίσουμε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού. Η νέα προσέγγιση θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα και κίνητρα που θα στοχεύουν σε στήριξη των εισοδημάτων, σε μείωση των πληθωριστικών βαρών και γενικά σε προστασία της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, οφείλει να ξαναδεί τα όπλα που έχει στη διάθεση της για αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και ανάλογα να ενεργήσει.
Στο θέμα της έλλειψης ρευστότητας χρήματος στην αγορά, η εικόνα δεν είναι καλύτερη. Παρά τα διάφορα σχέδια και προγράμματα χρηματοδοτήσεων που εξαγγέλλονται, οι τράπεζες έχουν κλείσει τις κάνουλες διοχέτευσης «φρέσκου» χρήματος στην αγορά. Με διάφορες αιτιολογίες και επικαλούμενες τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τις συστάσεις της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, δεν δίνουν εύκολα δάνεια. Όπως χαρακτηριστικά μας είπε τραπεζίτης «σήμερα για πάρεις δάνειο από την τράπεζα δεν θα πρέπει να το έχεις ανάγκη…». Με αυτό εννοεί ότι τα δάνεια διοχετεύονται μόνο στις επιχειρήσεις που έχουν ίδια κεφάλαια για να τα βάλουν ως εγγύηση ή οι εργασίες τους πηγαίνουν πολύ καλά. Τη ρευτότητα, όμως, δεν τη θέλουν αυτές οι επιχειρήσεις, αλλά όσες αντιμετωπίζουν προβλήματα, είτε από την πανδημία, είτε από την κρίση, είτε άλλως πως. Σίγουρα δεν υποστηρίζουμε τη χορήγηση δανείων σε επιχειρήσεις που αδυνατούν να τα αποπληρώσουν (κάτι που έγινε τα προηγούμενα χρόνια), αλλά μια άλλη προσέγγιση σήμερα θα μπορούσε να συμβάλει όχι μόνο στην ανόρθωση των επιχειρήσεων, αλλά και στην ανάπτυξη, που είναι το μέγα ζητούμενο της οικονομίας μας.
Συνοπτικά, λοιπόν, παρατηρούμε ότι στην οικονομία μας συνεχίζουν να υπάρχουν στρεβλώσεις, είτε από νέες προκλήσεις, είτε από προβληματικές πολιτικές. Κυβέρνηση και Κεντρική Τράπεζα οφείλουν να εγκύψουν περισσότερο σ’αυτά τα θέματα και να βρουν λύσεις. Διότι, με ψηλό κόστος ζωής και χωρίς κεφάλαια, το όχημα που λέγεται κυπριακή οικονομία δεν θα πάει μακρυά. Μάλλον θα ακινητοποιηθεί στη μέση της διαδρομής του.
Και είμαστε σίγουροι ότι κανένας μας δεν θέλει την ακινησία και τη στασιμότητα της οικονομίας. Ειδικά, τώρα, που σταδιακά εξέρχεται από την κρίση της πανδημίας και προσπαθεί να ξαναβρεί τους βηματισμούς της. Η οικονομία θέλει νέο οξυγόνο για να πάει μπροστά. Ας βρούμε τους τρόπους να της το δώσουμε…
ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ