Τελευταία, έχει χυθεί πολύ μελάνι για τη φετινή τουριστική χρονιά. Με αφορμή τις αναμενόμενες απώλειες από τη ρωσική και ουκρανική αγορά, έχουν ειπωθεί πολλά.
Το μέχρι στιγμής συμπέρασμα είναι ότι η Κύπρος προσπαθεί με κάθε τρόπο να καλύψει μέρος από τις 900.000 ρώσους και ουκρανούς που μάλλον δεν θα έρθουν το φετινό καλοκαίρι στη χώρα μας. Το κατά πόσον θα τα καταφέρει ή όχι θα διαφανεί το φθινόπωρο όταν θα κάνουμε τη «σούμα» της τουριστικής κίνησης για τη σεζόν.
Προς το παρόν, όμως, είναι καλό να δούμε και τις δικές μας ευθύνες, γιατί φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, δηλαδή να εξαρτώμαστε μόνο από μία ή δύο τουριστικές αγορές. Πριν λίγα χρόνια είχαμε παρόμοιο θέμα με τη Βρετανική αγορά. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν ερχόντουσαν οι Βρετανοί τουρίστες στην Κύπρο, χανόταν η τουριστική χρονιά. Τώρα, έχουμε το ίδιο πρόβλημα με τους ρώσους τουρίστες.
Ξεχνώντας τη λαϊκή ρήση που λέει ότι «δεν πρέπει να βάζεις όλα τα αυγά σου στο ίδιο καλάθι», στηρίξαμε για χρόνια την ανάπτυξη του τουρισμού σε δύο μόνο αγορές, τη Βρετανική και τη Ρωσική.
Τώρα, που λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των προεκτάσεων του, οι ρώσοι δεν θα έρθουν στην Κύπρο, τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε. Τώρα, θυμηθήκαμε και τον υπόλοιπο πλανήτη με τις άλλες χώρες.
Και το ερώτημα είναι εξόφθαλμο: Τι κάναμε τα προηγούμενα χρόνια για να προσελκύσουμε τουρίστες και από άλλες χώρες; Η απάντηση είναι απλή και ανησυχητική: Δεν δίναμε την ανάλογη σημασία στις άλλες αγορές, γιατί είχαμε σίγουρους πελάτες τους Βρετανούς και τους Ρώσους:
Άρα, δεν φταίει μόνο ο πόλεμος (πάντα κάτι θα γίνεται στον πλανήτη) που δεν θα έχουμε φέτος μεγάλο αριθμό τουριστών. Φταίμε κι εμείς που δεν αναπτύξαμε κι άλλες αγορές για να μην εξαρτώμαστε μόνο από τους Βρετανούς και τους Ρώσους.
Και για να είμαστε δίκαιοι, το ζήτημα αυτό δεν είναι τώρα που προκύπτει. Πάντοτε ακούγονταν τεχνοκρατικές απόψεις για την ανάγκη διεύρυνσης της αγοράς τουριστών που σκοπεύει η Κύπρος. Όμως, λόγω της έλευσης πολλών τουριστών από τη Βρετανία και τη Ρωσία, δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτές τις απόψεις.
Στο μέλλον, λοιπόν, θα πρέπει να γίνει ένας επανασχεδιασμός των τουριστικών στοχεύσεων μας. Να εξετάσουμε προσεκτικά ποιες χώρες μπορούμε να «κτυπήσουμε» τουριστικά και να πράξουμε ανάλογα. Οι υπεύθυνοι γνωρίζουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τουριστικού προσώπου της Κύπρου, ξέρουν που υπάρχει εύκολη συνδεσιμότητα με τις ξένες χώρες, γνωρίζουν τα ζητώ των τουριστών των διαφόρων χωρών και άρα μπορούν να καταστρώσουν τα ανάλογα σχέδια και διαφημιστικά προγράμματα τους.
Νομίζουμε ότι η Κύπρος έχει τις δυνατότητες να πλησιάσει τις αγορές της Γαλλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Επίσης, μπορεί να κινηθεί και προς αγορές εκτός Ευρώπης, όπως η Ασία και ο Αραβικός Κόλπος.
Όσον αφορά τους μακρινούς προορισμούς της Κίνας, Ιαπωνίας και ΗΠΑ, η Κύπρος μπορεί να συνεργαστεί με την Ελλάδα για κοινά τουριστικά πακέτα, κάτι που λέχθηκε πολλές φορές και δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η Ελλάδα προσελκύει πολλούς τουρίστες απ’ αυτές τις χώρες και η Κύπρος μπορεί να συμπεριληφθεί στα ταξίδια τους.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, η Κύπρος χρειάζεται ένα ριζικό επανασχεδιασμό της τουριστικής πολιτικής της, ώστε αφ’ ενός να μην εξαρτάται από λίγες χώρες και αφ’ ετέρου να αυξήσει τις προσβάσεις της σε νέες αγορές. Αυτή πρέπει να είναι η τουριστική στρατηγική της επόμενης χρονιάς…
Ι. Ιωσήφ