Η στήλη είναι ίσως από τους πρώτους που κατέθεσε επιφυλάξεις και έθεσε σωρείαν ερωτημάτων για την ορθότητα των Κεντρικών Τραπεζών παγκοσμίως να προβαίνουν σε συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων για να περιορίσουν τον πληθωρισμό.
Τα επιχειρήματα που θέσαμε και τα οποία σήμερα γίνονται πιο κατανοητά από περισσότερους, είναι ότι:
- Η εκτόξευση του πληθωρισμού παγκοσμίως δεν οφείλεται σε αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης, αλλά κυρίως σε πολιτικούς λόγους, όπως είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
- Σήμερα οι περισσότερες χώρες, οι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένοι σε δάνεια (πολλά είναι μη εξυπηρετούμενα) και άρα δεν θα αντέξουν νέα αύξηση στο κόστος του χρήματος.
Λαμβάνοντας υπόψη τα δύο αυτά επιχειρήματα διαπιστώνουμε ότι οι αυξήσεις επιτοκίων που συνεχώς επιβάλλονται επιβαρύνουν περισσότερο το οικονομικό κλίμα, επιφορτίζουν χώρες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά με περισσότερα βάρη και το κυριότερο επηρεάζουν την ανάπτυξη της οικονομίας.
Και όλα αυτά, μάλιστα, με αμφίβολη την αποδοτικότητα της αύξησης των επιτοκίων, αφού από τη μια προσπαθούμε να περιορίσουμε την κατανάλωση και από την άλλη τα κράτη διοχετεύουν συνεχώς χρήματα στην αγορά για στήριξη των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Η αντινομία αυτή είναι πέρα από έκδηλη.
Υπό άλλες οικονομικές συνθήκες και με άλλα δεδομένα το εργαλείο των επιτοκίων θα συνέβαλλε θετικά στην αντιμετώπιση των πληθωριστικών τάσεων, χωρίς να επηρεάζει αρνητικά την πραγματική οικονομία.
Σήμερα, όμως, με τα δεδομένα που υπάρχουν είναι λάθος οι Κεντρικές Τράπεζες να επιμένουν μόνο σε αυξήσεις επιτοκίων για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό.
Οι Κεντρικές Τράπεζες θα μπορούσαν σήμερα να κάνουν μικρότερη χρήση του εργαλείου των επιτοκίων και να εισηγηθούν στα κράτη να βρουν κι άλλους τρόπους αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Δυστυχώς, όμως, έμειναν στην παραδοσιακή λύση της συνεχούς αύξησης των επιτοκίων, με αποτέλεσμα σήμερα να εμφανίζονται νέα προβλήματα στις οικονομίες, όπως οι αυξημένες δόσεις για τους δανειολήπτες, η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωση στη ζήτηση για δάνεια. Όλα αυτά, όμως, θα οδηγήσουν σ’ ένα φαύλο κύκλο που η κατάληξη του θα είναι η συρρίκνωση της ανάπτυξης και τέλος η ύφεση.
Ήδη, μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο είναι μεγάλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανά, ενώ η μεγάλη οικονομία των ΗΠΑ προβλέπεται ότι το 2023 θα παραμείνει οριακά σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Εμείς στην Κύπρο, ως μικρή οικονομία, δεν έχουμε μέχρι στιγμής αυτού του είδους τα προβλήματα. Ο ρυθμός ανάπτυξης του 2022 βρίσκεται σε ψηλά επίπεδα (περίπου 6% του ΑΕΠ) και ο πληθωρισμός είναι σε μονοψήφιο νούμερο (8%). Όμως, αν συνεχιστεί η αύξηση των επιτοκίων και επηρεαστεί περισσότερο το διεθνές οικονομικό κλίμα, τότε δεν θα αποφύγουμε ούτε εμείς τις επιπτώσεις απ’ αυτές τις προσεγγίσεις. Ήδη, στην αγορά σε αρκετούς τομείς της οικονομίας μας, υπάρχουν σημάδια κόπωσης ενώ άρχισαν πολλοί να νοιώθουν έντονα στο πορτοφόλι τους το αυξημένο κόστος του χρήματος.
Γνώμη μας, λοιπόν, είναι ότι τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί πρέπει να κινηθούν και προς άλλες κατευθύνσεις για συγκράτηση του πληθωρισμού. Η αποτυχία των Υπουργών Ενέργειας την περασμένη Πέμπτη να συμφωνήσουν σε πλαφόν στην αγορά φυσικού αερίου δεν είναι προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Επίσης, η εμμονή της Παγκόσμιας Τράπεζες, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων οικονομικών οργανισμών να μένουν μόνο στις διαπιστώσεις της κρίσης δεν βοηθά στον απεγκλωβισμό μας από τον πληθωρισμό.
Χρειάζονται μέτρα τομές και κυρίως συνεργασία όλων των κρατών και διεθνών οργανισμών για να εξέλθουμε από τη στενωπό που μας έριξε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αυτά χρειάζεται σήμερα η παγκόσμια οικονομία κι όχι εμμονή στην αύξηση του κόστους του χρήματος.
Ι. Ιωσήφ