οικονομολόγος
Η πανδημία κυριολεκτικά τερμάτισε το παρεμβατικό εύρος του οπλοστασίου της μακροοικονομικής πολιτικής καθώς όλες οι κυβερνήσεις προσπάθησαν με κατάλληλες πολιτικές να αποφύγουν τη βαθύτερη οικονομική ύφεση μετά τα lockdowns που αποφασίστηκαν σε πολλές χώρες του πλανήτη. Οι Κεντρικές Τράπεζες των μεγάλων οικονομιών στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στην Ασία, συγχρονισμένα, εφάρμοσαν πολιτική προσφοράς άφθονου χρήματος. Διαμορφώνοντας τα παρεμβατικά επιτόκια ακόμα και σε αρνητικά επίπεδα, αγοράζοντας μαζικά κρατικά ομόλογα και προσφέροντας άφθονη ρευστότητα στους πολίτες και στο τραπεζικό σύστημα.
Με την προσδοκία ότι αυτή θα διαχυθεί και στην πραγματική οικονομία μέσω δανειοδοτήσεων, που ωστόσο σε ελάχιστο βαθμό πραγματοποιήθηκαν. Την ίδια ώρα τα κρατικά πακέτα στήριξης ξεπέρασαν σε μέγεθος κάθε προηγούμενη περίσταση. Με τις μεταλλάξεις του κορονοϊού να απειλούν την επάνοδο των οικονομιών στην κανονικότητα, οι Κεντρικές Τράπεζες δηλώνουν ότι τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης θα συνεχιστούν για όσο χρειαστεί, με την ΕΚΤ να ανακοινώνει ότι η διαδικασία θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το 2024, αλλά τη Federal να εκτιμάται ότι δύσκολα θα παρατείνει την υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική της για τρία ακόμα χρόνια, στον βαθμό που ο πληθωρισμός που τρέχει με 5,4% τον Ιούνιο δεν τιθασευτεί. Την ίδια ώρα, το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) της παγκόσμιας οικονομίας έχει εκτοξευτεί, ξεπερνώντας το 365% του ΑΕΠ που ήταν στο τέλος του 2020.
Στις ΗΠΑ το δημόσιο χρέος ξεπερνά κατά πολύ ήδη το 100% και η αμερικανική κυβέρνηση απειλείται με ένα ακόμα shutdown εάν το Κογκρέσο δεν νομοθετήσει άμεσα την επέκταση του συνολικού ύψους του κατά 28,5 δισ. δολάρια. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το δημόσιο χρέος του πρώτου τριμήνου 2021 έφτασε το 100,5% του ΑΕΠ, ενώ στη χώρα μας αγγίζει το 210% του ΑΕΠ. Στη δε Ιαπωνία το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 240% του ΑΕΠ, χωρίς ωστόσο να προκαλείται ανησυχία, αφού το μεγαλύτερο μέρος του ανήκει στους Ιάπωνες, είναι δηλαδή εσωτερικό χρέος και όχι εξωτερικό.
Γίνεται επομένως φανερό ότι το μέγεθος του δημόσιου χρέους είναι ιλιγγιώδες και θα αποτελέσει σύντομα τον μεγάλο πονοκέφαλο της μακροοικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων όλων των χωρών του πλανήτη. Μπορούν να επισημανθούν δύο κατηγορίες επιπτώσεων ως αποτέλεσμα του υπερμεγέθους ύψους του συνολικού χρέους:
1) Επιπτώσεις μακροοικονομικού χαρακτήρα. Στον βαθμό που οι Κεντρικές Τράπεζες διατηρούν την πολιτική μηδενικών επιτοκίων, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων παραμένουν χαμηλές έως αρνητικές σε κάποιες περιπτώσεις (Γερμανία, Γαλλία, Ελβετία), ενώ χαμηλά παραμένουν και τα επιτόκια δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα, με εξαίρεση την υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου καταναλωτική πίστη. Είναι φανερό ότι μία απότομη άνοδος των επιτοκίων θα καταστήσει το δημόσιο χρέος αρκετών χωρών μη βιώσιμο και θα οδηγήσει σε χρεοκοπία μεγάλο αριθμό ιδιωτικών επιχειρήσεων που θα αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα ακριβότερα δάνειά τους. Παράλληλα, θα πληγεί πάλι το τραπεζικό σύστημα, καθώς θα εκτοξευθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προκαλώντας ανάγκες νέων ανακεφαλαιοποιήσεων. Είναι απαραίτητο επομένως να εφαρμοστούν πολιτικές οι οποίες να επιτυγχάνουν υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης στην οικονομία, ώστε η εξυπηρέτηση του δανεισμού να γίνεται ευχερέστερα. Την ίδια ώρα, η διαχείριση του χρέους οφείλει να γίνεται με έξυπνους τρόπους, όπως η επιμήκυνση των δανείων, η έκδοση ομολόγων άληκτου κεφαλαίου (perpetuals) κ.ο.κ. Οι οίκοι πιστοληπτικής ικανότητας δεν θα διστάσουν να χαρακτηρίσουν ως μη βιώσιμο το χρέος των χωρών εκείνων που θα αποτύχουν στην επιτυχή άσκηση της μακροοικονομικής πολιτικής τους, διαδικασία η οποία θα επιφέρει σκληρή λιτότητα για τους πολίτες τους.
2) Επιπτώσεις επενδυτικού χαρακτήρα. Αυτές συνιστούν ήδη μια πραγματικότητα για την επενδυτική κοινότητα. Οι μηδενικές σχεδόν αποδόσεις των ομολόγων, της βασικής επενδυτικής κατηγορίας επιλογής των διαχειριστών των αμοιβαίων κεφαλαίων, των ασφαλιστικών ταμείων, των ασφαλιστικών εταιρειών, των άλλων επενδυτικών φορέων και των ιδιωτών, έχουν οδηγήσει σε σχετική απροθυμία για τοποθετήσεις σε κρατικούς τίτλους. Την ίδια ώρα, το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων σε συνέχεια του γνωστού PSI αποτέλεσε τραυματική εμπειρία για την επενδυτική κοινότητα, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη προς αυτά. Παράλληλα, στον ασφαλιστικό κλάδο, οι διαχειριστές αντιμετωπίζουν την προοπτική αύξησης των μελλοντικών υποχρεώσεων (αυξημένες συντάξεις, δαπάνες για περίθαλψη) εξαιτίας των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων που διαγράφονται. Ήδη το δίλημμα είναι ορατό: καλούνται να αναλάβουν αυξημένους επενδυτικούς κινδύνους στην προσπάθεια να πετύχουν ικανοποιητικές αποδόσεις στα επενδυτικά χαρτοφυλάκιά τους, με κινήσεις που θα αφορούν τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μεσο-μακροπρόθεσμες επιλογές τους. Με αυξημένες τοποθετήσεις δηλαδή σε μετοχικούς τίτλους, αυξημένη δραστηριοποίηση στις αγορές παραγώγων κ.ο.κ. Διαδικασίες συνήθεις για τους διαχειριστές των ΗΠΑ, αλλά πολύ λιγότερο για την Ευρώπη, με εξαίρεση κυρίως τις σκανδιναβικές χώρες και την Ολλανδία.
Γίνεται φανερό επομένως, ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο αποπληθωρισμός εξαιτίας των συνθηκών της πανδημίας, με τις συνθήκες εκτεταμένης υπερχρέωσης που έχει ήδη προκαλέσει, θα χρειαστεί φρέσκια σκέψη (rethinking). Με πολιτικές που θα εστιάσουν σε δομικές αλλαγές που θα αφορούν και την αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων ώστε να αποφευχθούν δυστοπικές καταστάσεις για την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές της λόγω των οξυμένων ανισοτήτων που ήδη καταγράφονται.
ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr