Ο έλεγχος των Στενών, δηλαδή του περάσματος από τη Μεσόγειο προς τη Μαύρη Θάλασσα, υπήρξε για αιώνες ένα κρίσιμο στρατηγικό ζήτημα. Και αυτό γιατί ελέγχει μια από τις πιο κρίσιμες ναυτικές διόδους.
Το ισχύον καθεστώς στα Στενά ρυθμίζεται από τη Συνθήκη του Μοντρέ του 1936. Αυτή αποτελεί μία από τις συνθήκες που ακολούθησαν το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, την Συνθήκη της Λωζάνης και τη διαμόρφωση της σύγχρονης Τουρκίας που γεωγραφικά βρέθηκε να ελέγχει πλήρως το πέρασμα από τη Μεσόγειο στη Μαύρη Θάλασσα.
Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις τα συμβαλλόμενα μέρη (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Τουρκία, Αυστραλία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία, Γιουγκοσλαβία) αποφάσισαν τις βασικές αρχές που διέπουν τα Στενά: η Τουρκία διατηρεί τον έλεγχο των Στενών και αποκτά το δικαίωμα στρατιωτικοποίησής τους, αλλά ταυτόχρονα κατοχυρώνεται η ελεύθερη ναυσιπλοΐα των μη πολεμικών σκαφών από τα Στενά. Ως τα πολεμικά σκάφη των παρευξείνιων κρατών, η διέλευση είναι ελεύθερη, με προειδοποίηση και ορισμένους περιορισμούς. Ως προς τα μη παρευξείνια κράτη έβαζε περισσότερους περιορισμούς ως προς το εκτόπισμα και τον αριθμό των πολεμικών σκαφών που μπορούν να διέλθουν.
Το βασικό πλέγμα των προβλέψεων έχει διατηρηθεί σε ισχύ, με την εξαίρεση κάποιων επιπλέων περιορισμών που επέβαλε η Τουρκία για λόγους ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος (είχαν προηγηθεί και ατυχήματα σε τάνκερ).
Βεβαίως από τη δεκαετία του 1930 και κυρίως από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές ως προς τα Παρευξείνια κράτη. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, πλην της Τουρκίας όλα τα κράτη που είχαν ακτές στη Μαύρη Θάλασσα ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Τώρα πλην της Ρωσίας έχουμε αρκετά κράτη που είτε είναι μέλη του ΝΑΤΟ είτε έχουν φιλοαμερικανική τοποθέτηση. Επιπλέον, η Μαύρη Θάλασσα έχει γίνει και ένα από τα πιο θερμά πεδία του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», εάν αναλογιστούμε την κρίση της Κριμαίας, ενώ προφανής θα ήταν η επιθυμία των ΗΠΑ και συμμάχων τους να πιεστεί η Ρωσία σε μια περιοχή που τη θεωρεί πολύ σημαντική και που βέβαια είναι η αφετηρία σημαντικού μέρους των ναυτικών της δυνάμεων. Από την άλλη, η ίδια η Τουρκία ολοένα και περισσότερο είναι μια δύναμη που διεκδικεί να κάνει προβολές ισχύος και ο έλεγχος των Στενών είναι ένα βασικό πεδίο.
Η νέα διώρυγα και το ερώτημα για τη Συνθήκη
Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα με την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην κατασκευή μιας νέας μεγάλης διώρυγας που θα λειτουργεί παράλληλα με τα Στενά.
Το μήκους 45 χιλιομέτρων Istambul Kanal είναι ίσως το πιο μεγάλο – φαραωνικό θα έλεγε κανείς – από τα έργα που οραματίζεται ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και έχει ήδη προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το τεράστιο έργο θα έχει αρνητικό οικολογικό αποτύπωμα στην ευρύτερη περιοχή και θα διακυβεύσει την υδροδότηση της Κωνσταντινούπολης. Ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, ο πιο δημοφιλής ίσως πολιτικός της αντιπολίτευσης στην Τουρκία, έχει εκφράσει την αντίρρηση του στο έργο, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν προτιμότερο οι πόροι να διατεθούν για την αντισεισμική προστασία και της υποδομές της Κωνσταντινούπολης.
Ωστόσο η κυβέρνηση επιμένει και υποστηρίζει ότι το Κανάλι θα δημιουργήσει μεγάλα έσοδα εφόσον σκοπεύει να επιβάλει τέλη διέλευσης στα πλοία που θα το χρησιμοποιούν, ενώ θα προστατεύσει τον Βόσπορο. Άλλωστε, ο σχεδιασμός του Καναλιού είναι για τη διέλευση αριθμού πλοίων ισοδύναμου με αυτόν που σήμερα χρησιμοποιεί τα Στενά. Βεβαίως υπάρχει το ερώτημα εάν και κατά πόσο τα εμπορικά πλοία θα προτιμούν το νέο πέρασμα εάν έχει τέλη διέλευσης, ενώ μπορούν να περάσουν δωρεάν και ελεύθερα από τα Στενά.
Όμως, το βασικότερο ερώτημα είναι τι θα γίνει με το καθεστώς των Στενών. Και ο λόγος είναι ότι με μια ερμηνεία η ίδια η δημιουργία νέου περάσματος, που δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη των Στενών, ούτως ή άλλως ισοδυναμεί με μια εκ των πραγμάτων αναίρεση της συνθήκης. Επιπλέον, όπως αναφέραμε η ίδια η βιωσιμότητα του σχεδίου περνάει μέσα από κάποια εξώθηση των πλοίων να προτιμούν το νέο πέρασμα, άρα ένα βαθμό ακύρωσης της ελεύθερης διέλευσης από τα Στενά.
Οι αντιδράσεις σε ενδεχόμενη αλλαγή του καθεστώτος των Στενών
Η προοπτική να αλλάξει το καθεστώς των Στενών, μέσα από αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ, έχει προκαλέσει αρκετή ανησυχία ως προς το σε τι θα μπορούσε να οδηγήσει.
Για παράδειγμα, η Ρωσία έχει δείξει με διάφορους τρόπους την απροθυμία της να συναινέσει, καθώς το ισχύον καθεστώς εξασφαλίζει τα δικά της δικαιώματα ως παρευξείνιας χώρα και βάζει έναν περιορισμό σε πιθανή ενισχυμένη παρουσία πολεμικών σκαφών χωρών πέραν της Μαύρης Θάλασσας και δη νατοϊκών. Παρότι έχουν υπάρξει φωνές στη Ρωσία που υποστήριξαν κατά καιρούς την ανάγκη αλλαγής της συνθήκης για να μπορέσει να μπει φραγμός στην προσπάθεια του ΝΑΤΟ να κάνει επίδειξη ισχύος στη Μαύρη Θάλασσα, εντούτοις η κυρίαρχη άποψη στη Μόσχα δείχνει να είναι αυτή που υποστηρίζει την μη αναθεώρηση της συνθήκης.
Αλλά και ευρύτερα υπάρχει ανησυχία ότι μέσα από τις τουρκικές κινήσεις θα μπορούσε να ανοίξει ένα δρόμος εντάσεων σε σχέση με το καθεστώς στα Στενά.
Σε όλα αυτά προστίθεται ακριβώς η παράμετρος που αφορά την αντίληψη του Ερντογάν για τις προβολές ισχύος της Τουρκίας. Παρότι η Τουρκία δεν δείχνει να επιθυμεί σε αυτή τη φάση μια αντιπαράθεση με άλλες χώρες σε σχέση με το συγκεκριμένο, εντούτοις ο πειρασμός να δείξει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι διατηρεί τον έλεγχο των Στενών ακόμη και μέχρι του βαθμού να προχωρήσει σε μονομερή αλλαγή του καθεστώτος ή να εκκινήσει διαδικασία αναθεώρησης της Συνθήκης του Μοντρέ είναι υπαρκτός.
Οι αντιδράσεις διπλωματών και στρατιωτικών
Επισήμως η επίσημη τουρκική θέση είναι ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί την αλλαγή της Συνθήκης του Μοντρέ και δεν επιδιώκει να διακυβεύσει τις θέσεις που κατέκτησε με τον «Πόλεμο της Ανεξαρτησία» (δηλ. τη Μικρασιατική Καταστροφή).
Όμως, το πρόβλημα δημιουργήθηκε ακριβώς από μια αποστροφή του Προέδρου της Εθνοσυνέλευσης Μουσταφά Σεντόπ που ερωτώμενος από δημοσιογράφο εάν η Τουρκία μπορεί να αλλάξει μονομερώς το καθεστώς των Στενών και να αποχωρήσει από τη Συνθήκη, υποστήριξε ότι μπορεί, αν και επεσήμανε ότι δυνατό δεν σημαίνει και πιθανό. Ο ίδιος έσπευσε αργότερα να διευκρινίσει ότι δεν τίθεται θέμα αλλαγής της Συνθήκης του Μοντρέ. Αφορμή για τη συζήτηση ήταν η απόφαση της Τουρκίας να αποχωρήσει μονομερώς από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών.
Ωστόσο, ήδη είχε προκληθεί θόρυβος και αυτό μπορεί να εξηγήσει τις αντιδράσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν της δήλωσης 104 απόστρατων ναυάρχων που διαφωνούν με ενδεχόμενη αλλαγή του καθεστώτος των Στενών και η οποία αντιμετωπίστηκε από την τουρκική κυβέρνηση ως κίνηση που παραπέμπει σε πραξικόπημα, είχε προηγηθεί πριν από μερικές εβδομάδες και δήλωση 126 συνταξιούχων διπλωματών, πάλι σε ανάλογο τόνο, στοιχείο που σαφώς παραπέμπει σε ανοιχτή και υπαρκτή συζήτηση. Και τότε η αντίδραση δια στόματος Τσαβούσογλου ήταν ότι δεν τίθεται θέμα αλλαγής του καθεστώτος των Στενών.
Ωστόσο, πέραν των αναφορών στο πραξικόπημα και την καταγγελία για σχέδια υπονόμευσης της δημοκρατίας, στοιχεία πάγια στην πολιτική απεύθυνση της τουρκικής κυβέρνησης, έχει ενδιαφέρον ότι αρκετές από τις δηλώσεις εναντίον των αποστράτων απέπνεαν και έναν τόνο ότι οι απόστρατοι δεν μπορούν να υπαγορεύουν πολιτική όπως και ότι δεν μπορεί να αμφισβητείται η βούληση του έθνους. «Το έθνος έχει τον τελευταίο λόγο», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Φαχρετίν Αλτούν διευθυντή επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας. Για «αυτούς που δεν αποδέχονται τη βούληση του έθνους», έγραψε στο twitter οι αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Φουάτ Οκτάι, ενώ για «νοοτροπία κηδεμονίας» μίλησε ο εκπρόσωπος του Τούρκου Προέδρου Ιμπραχίμ Καλίν.
Μένει να δούμε εάν αυτή η «βούληση του έθνους» θα μεταφραστεί και σε διάθεση αλλαγής του καθεστώτος των Στενών. Σε αυτό φόντο πάντως μπορούμε να καταλάβουμε και την ιδιαίτερη φόρτιση με την οποία αντιμετώπισε τους απόστρατους η τουρκική κυβέρνηση (αλλά και εν πολλοίς ελεγχόμενη από αυτήν δικαιοσύνη) μια που πέραν τον υπονοιών για πραξικόπημα, παρότι ένα πραξικόπημα αποστράτων δεν φαντάζει τόσο εύκολο, θεώρησε ότι αμφισβήτησαν τον πυρήνα του δικαιώματος του Ερντογάν να κάνει όποιες προβολές ισχύος κρίνει σκόπιμες ακόμη και εάν αυτές διακυβεύουν γεωπολιτικές διαρρυθμίσεις που άντεξαν για δεκαετίες.