Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Με την εκλογή του νέου ηγέτη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Άρμιν Λάσετ κλείνει η εποχή Μέρκελ στη Γερμανία. Στη διάρκεια της πολυετούς της θητείας, η Βρετανία άλλαξε πέντε πρωθυπουργούς, η Γαλλία τέσσερις προέδρους και η Ιταλία επτά πρωθυπουργούς. Η σιδηρά καγκελάριος κατάφερε να περιθωριοποιήσει τον μεγάλο της αντίπαλο, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όχι μόνο δεν πέτυχε να σπάσει την επί 15 χρόνια μονοκρατορία της Μέρκελ, αλλά στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2017 έλαβε μόλις 20,5% των ψήφων, το χαμηλότερο ποσοστό στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας.
Η Μέρκελ, ύστερα από 18 χρόνια στο τιμόνι του CDU, παραιτήθηκε στα τέλη του 2018. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε το πόσο δύσκολο θα ήταν να βρεθεί πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να τη διαδεχτεί με επιτυχία. Η θητεία στην ηγεσία του κόμματος της διαδόχου της, Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, κράτησε μόλις έναν χρόνο.
Ένα από τα πρώτα μελήματα του νέου ηγέτη Άρμιν Λάσετ θα είναι να γεφυρώσει τις έντονες εσωκομματικές διαφορές εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα να καταγράφει και αυτό, παρά την πρωτιά, μεγάλη απώλεια ψήφων το 2017. Η Γερμανίδα καγκελάριος πιστώνεται με την επιτυχία να ανοίξει τα σύνορα σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Συρία το 2015. Υπό την πίεση ωστόσο του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (Αfd), η Μέρκελ προχώρησε στη συμφωνία για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών με την Τουρκία, φορτώνοντας στην ουσία το πρόβλημα στις πλάτες της Ελλάδας. Παράλληλα, υπό τον φόβο του… Ερντογάν, η Γερμανίδα καγκελάριος προτιμά την πολιτική του κατευνασμού απέναντι στην πρόσφατη προκλητικότητα της Τουρκίας.
Παρά τους διεθνείς επαίνους για τις ευρωπαϊκές της «επιτυχίες», δεν έλειψαν επί καγκελαρίας Μέρκελ σκάνδαλα όπως το «Ντιζελγκέιτ» ή αυτό της κατάρρευσης της εταιρείας ηλεκτρονικών πληρωμών Wirecard. Για να μην αναφερθούμε στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης… Όσο για τις κοινωνικές ανισότητες; Αυτές διευρύνθηκαν, με το ανώτατο 1% των εισοδηματιών να κερδίζει σχεδόν το 50% και περισσότερο από το 20% των εργαζομένων να κερδίζει λιγότερο από τα δύο τρίτα του μέσου εισοδήματος. Το 15,8% του πληθυσμού (περί τα 13 εκατ. άνθρωποι) ζουν στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας, σε σύγκριση με 14,4% το 2008.