Η μεγαλύτερη οικονομία στην ευρωζώνη, η Γερμανία, συρρικνώνεται. Η ανάπτυξή της εξατμίζεται μήνα με τον μήνα, σε μια εικόνα σχεδόν μη αναστρέψιμη που δημιουργεί νέα δεδομένα, αλλά και επηρεάζει τις πολλές δύσκολες αποφάσεις του φθινοπώρου, σε μια σειρά από κρίσιμες πολιτικές. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η γερμανική οικονομία κατέγραψε οριακή ύφεση ή στασιμότητα (-0,1%) τόσο σε τριμηνιαία βάση όσο και σε ετήσια, όταν οι άλλες μεγάλες οικονομίες όπως η Γαλλία και η Ιταλία καταγράφουν ανάπτυξη κοντά στη μονάδα, ενώ το μεσογειακό «πάρτι» συνεχίζει να το σέρνει η Ισπανία με ρυθμό μεγέθυνσης 2,9% σε ετήσια βάση, με την Ελλάδα και την Πορτογαλία να ακολουθούν.
Για τη Γερμανία, η δυσκολία που ξεκίνησε μετά την πανδημία, όταν και έχασε σχεδόν ταυτόχρονα τόσο τη φθηνή ρωσική ενέργεια όσο και τη σημαντική εξαγωγική αγορά της Κίνας, δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην ατμομηχανή της, τον βιομηχανικό κλάδο. Η βιομηχανική της παραγωγή επιβραδύνθηκε σε χαμηλό τετραετίας τον Μάιο, οι επιχειρηματικές προσδοκίες όπως και το οικονομικό κλίμα δείχνουν ύφεση για το υπόλοιπο του έτους. Η αυτοκινητοβιομηχανία της αντιμετωπίζει το στοίχημα της μετάβασής της στην κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων χωρίς να έχει τους πόρους, ενώ το όπλο των μεγάλων κρατικών επενδύσεων που θα μπορούσαν να προσφέρουν ενέσεις ανάπτυξης παραμένει αχρησιμοποίητο λόγω του φρένου χρέους που ισχύει στη χώρα.
Σε τι μπορεί να ελπίζει η Γερμανία; Να συνεχίσουν βασικοί ευρωπαϊκοί θεσμοί να αποφασίζουν πράγματα για λογαριασμό της, παρά το γεγονός ότι την τελευταία διετία αυτή η τακτική δεν έχει φανεί χρήσιμη ούτε στη Γερμανία ούτε στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει κατηγορηθεί ότι εδώ και καιρό τις αποφάσεις της υπαγορεύουν οι γερμανικές ανάγκες. Το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει στην επόμενη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, που οι Γερμανοί θεωρούν δεδομένη μια νέα μείωση των επιτοκίων. Θα μετρήσουν στο ζύγι οι ανάγκες των χωρών που αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όπως η Ισπανία (και η Ελλάδα) αλλά πλήττονται και από επίμονο πληθωρισμό πάνω από το όριο του 2% που η ίδια η ΕΚΤ έχει βάλει; Ή θα επικρατήσουν οι γερμανικές… ανάγκες; Διάσωση της γερμανικής ανάπτυξης ή συνέχιση της μάχης με τον πληθωρισμό; Αυτό είναι το μεγάλο ευρωπαϊκό δίλημμα του φθινοπώρου για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Παράλληλα δημιουργείται ένα ευρύτερο θέμα στον τρόπο που έχουν αποφασιστεί μια σειρά από θέματα. Λίγοι γνωρίζουν ότι μέρος του προβλήματος των υψηλών τιμών του ρεύματος οφείλεται στον τρόπο που διαμορφώνονται οι τιμές βάσει του περίφημου target model, του μηχανισμού της υποτιθέμενης σύγκλισης των τιμών που έχουν οδηγήσει τελικά σε μεγάλη απόκλιση. Ο αλγόριθμος που το διέπει έχει φτιαχτεί από τις μεγάλες ενεργειακά χώρες για τις μεγάλες ενεργειακά χώρες, που έχουν μεγάλο αριθμό ανταγωνιστών στην παραγωγή. Χώρες όπως η Ελλάδα έχουν αφεθεί στην τύχη τους, και ας έχουν χίλια άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσουν.
Αν θέλετε, η αμφισβήτηση της γερμανικής κυριαρχίας φτάνει μέχρι και σε κινήσεις συμβολισμού που σπάνια βλέπαμε παλαιότερα, όπως η επίσκεψη της ιταλίδας πρωθυπουργού Μελόνι στην Κίνα, κόντρα στην ευρωπαϊκή στρατηγική. Γενικώς το σκηνικό του φθινοπώρου αναμένεται πολύ πιο σύνθετο από αυτό που έχουμε συνηθίσει, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι θα αλλάξει και το σημερινό status quo.
Πηγή: ΟΤ