Οι εμπορικοί εταίροι της Κίνας ανησυχούν και πάλι για τις υποτιθέμενες αθέμιτες οικονομικές πρακτικές της χώρας. Αυτή τη φορά, το επίκεντρο είναι η φερόμενη προσπάθεια της Κίνας να εξάγει την πλεονάζουσα παραγωγική της ικανότητα, ειδικά σε τομείς όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και να υπονομεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.

Το μερίδιο της Κίνας στις παγκόσμιες εξαγωγές συνέχισε να αυξάνεται, παρά τις πιο περιοριστικές εμπορικές αντιδράσεις άλλων χωρών και τις εγχώριες ενέργειες που θα έπρεπε να είχαν διορθώσει την ανισορροπία. Αυτό το παράδοξο έχει σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, ο λόγος των εισαγωγών της Κίνας προς το ΑΕΠ υπερδιπλασιάστηκε, από περίπου 14% σε περίπου 33%. Ωστόσο, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας (το πλεόνασμα των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών) μεταβλήθηκε από έλλειμμα 4% του ΑΕΠ σε πλεόνασμα σχεδόν 10%.

Αυτά τα δύο αποτελέσματα αντανακλούσαν το άνοιγμα της Κίνας προς τον έξω κόσμο. Ενας αυξανόμενος λόγος εισαγωγών προς ΑΕΠ συνήθως προκύπτει από την ελευθέρωση του εμπορίου. Ταυτόχρονα, τα αυξανόμενα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορούν να εντοπιστούν στην επιθετική στρατηγική προώθησης των εξαγωγών της Κίνας, η οποία συνεπαγόταν την κυβέρνηση να κρατά την οικονομία κλειστή στις εισροές ξένων κεφαλαίων και την κεντρική τράπεζα να αγοράζει πλεόνασμα ξένου νομίσματος για να διατηρήσει μια ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία. Ως αποτέλεσμα, τα συναλλαγματικά αποθέματα εκτινάχθηκαν φτάνοντας στο ανώτατο όριο, στα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Το άνοιγμα του εμπορίου συνέβαλε στη συνέχεια σε ένα τρίτο αποτέλεσμα: το σταθερά αυξανόμενο μερίδιο της Κίνας στις παγκόσμιες εξαγωγές. Οι αυξανόμενες εξαγωγές και τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας προκάλεσαν ανησυχία στην Αμερική και αλλού, πυροδοτώντας μια σειρά από απαντήσεις πολιτικής.

Αντιμετωπίζοντας την πίεση από τις ΗΠΑ, η Κίνα πρώτον άρχισε να επιτρέπει στο γουάν να ανατιμάται έναντι του δολαρίου. Δεύτερον, η Κίνα χρηματοδότησε τα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση την αγορά ακινήτων.

Τώρα, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας εκτινάσσεται ξανά στα ύψη και το νόμισμά της αποδυναμώνεται. Αυξάνονται οι πιέσεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη για αντίποινα.

Αλλά το πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι η κατανόηση αυτού του παραδόξου της παγκοσμιοποίησης της Κίνας – το γιατί οι εξαγωγές αψηφούν τα διορθωτικά αποτελέσματα των συμβατικών εγχώριων αποφάσεων πολιτικής. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα πρέπει να συζητούν αυτά τα ζητήματα με την Κίνα αντί να λαμβάνουν μέτρα προστατευτισμού που εξυπηρετούν μόνο την τόνωση των εντάσεων.

*O Αρβιντ Σουμπραμανιάν είναι εταίρος στο Peterson Institute for International Economics και πρώην επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης της Ινδίας

Πηγή: «ΤΑ ΝΕΑ»