Η πρόσκληση του Σιίτη κληρικού Μοκτάντα αλ-Σαντρ προς τους οπαδούς του ώστε να σταματήσουν τις διαμαρτυρίες τους στην κεντρική Βαγδάτη, δείχνει ότι είναι πιθανό να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση της βίας ύστερα από τις βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε οπαδούς του και αντίπαλες Σιιτικές τάσεις που υποστηρίζονται από το Ιράν, συγκρούσεις που ήταν οι μεγαλύτερες στην ιρακινή πρωτεύουσα εδώ και αρκετά χρόνια και στοίχισαν τη ζωή σε 22 ανθρώπους. Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα οδηγήσει στον τερματισμό της πολιτικής κρίσης στο Ιράκ που έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή παράλυση της δυνατότητας να υπάρξει μια κυβέρνηση με πλήρεις αρμοδιότητες ικανή να περάσει νόμους και να ψηφίσει προϋπολογισμούς.
Οι εκλογές του 2021 και ο νέος συσχετισμός
Η αφετηρία της κρίσης είναι η πολιτική γεωμετρία που προέκυψε στο ιρακινό κοινοβούλιο μετα τις τελευταίες εκλογές, τον περασμένο Οκτώβρη. Το υπόβαθρο, όμως, της κρίσης είναι τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας και τα ερωτήματα σε σχέση με τον διεθνή προσανατολισμό. Όλα αυτά κατεξοχήν εσωτερικεύονται στην πιο μεγάλη θρησκευτική ομάδα του Ιράκ, που είναι οι Σιίτες, αλλά και στη σύνθετη ισορροπία ανάμεσα στους Σιίτες, τους Σουνίτες και τους Κούρδους.
Τα Σιιτικά κόμματα που έχουν φιλοϊρανική τοποθέτηση και εκπροσωπούν και τις φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές, τις μονάδες λαϊκής κινητοποίησης, που έχουν ενσωματωθεί στις ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ, ήταν το προηγούμενο διάστημα ιδιαίτερα ενισχυμένα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η συμμετοχή που είχαν στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους. Όμως, ταυτόχρονα χρεώθηκαν και την αποτυχία της προηγούμενης κυβέρνησης, κυρίως στο κοινωνικό πεδίο, που οδήγησε στις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις που οδήγησαν στην ανατροπή της και την προκήρυξη εκλογών.
Στις εκλογές ο Σαντρ ήταν ο μεγάλος νικητής. Αυτό οφειλόταν και στο ιδιαίτερο προφίλ που προβάλλει: είναι Σιίτης, έπαιξε ενεργό ρόλο στην αντίσταση κατά της αμερικανικής εισβολής και στρατιωτικής παρουσίας και ταυτόχρονα δηλώνει ότι είναι κατά της ανάμειξης και του Ιράν στα πολιτικά πράγματα του Ιράκ. Αυτό του επιτρέπει να εκπροσωπεί ταυτόχρονα τη μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια σε μια χώρα που έχει πολλές ανοιχτές πληγές, σημαντικό ενεργειακό πλούτο και μεγάλη διαφθορά αλλά και το αίτημα «εθνικής ανεξαρτησίας». Άλλωστε, ο σκληρός πυρήνας της εκλογικής του βάσης είναι οι φτωχές Σιιτικές κοινότητες του νότιου Ιράκ κα οι φτωχογειτονιές της Βαγδάτης.
Η αποτυχία του Σαντρ να σχηματίσει κυβέρνηση
Όμως, ο Σαντρ δεν κατάφερε να σχηματίσει μια κυβέρνηση που να αποκλείει τα φιλοϊρανικά πολιτικά η κόμματα. Η συμμαχία του με σουνιτικά κόμματα και με μία από τις μεγάλες κουρδικές παρατάξεις δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το γεγονός ότι ο συνασπισμός των φιλοϊρανικών σχηματισμών μπορούσε να έχει το ένα τρίτο των βουλευτών και άρα να μπλοκάρει τη διαδικασία εκλογής προέδρου, που είναι ένα κρίσιμο βήμα της διαδικασίας σχηματισμού κυβέρνησης.
Η απάντηση του Σαντρ ήταν να επιμείνει στη μαζική κινητοποίηση των οπαδών του ζητώντας μεγάλες αλλαγές στο ιρακινό πολιτικό σύστημα, ώστε να καταπολεμηθεί η ενδημική διαφθορά, διάλυση του κοινοβουλίου και προκήρυξη νέων εκλογών, απορρίπτοντας τις προτάσεις για σχηματισμό κυβέρνηση με ευρύτερη συναίνεση ή με απλή κατανομή με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών.
Όμως, η πρότασή του δεν έγινε δεκτή και ο Σαντρ για να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση κάλεσε τους 73 βουλευτές του κινήματός του να παραιτηθούν. Η εκτίμησή του ήταν ότι η κίνηση αυτή θα έκανε ακόμη πιο έντονη την πίεση για την προκήρυξη νέων εκλογών. Όμως, το αποτέλεσμα ήταν να τηρηθεί η νομοθεσία και οι βουλευτές του κινήματός του να αντικατασταθούν από βουλευτές των άλλων κομμάτων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα και να αποκτήσουν περισσότερους βουλευτές και τα φιλοϊρανικά κόμματα.
Το πολιτικό κλίμα έγινε ακόμη πιο τεταμένο όταν διέρρευσαν συνομιλίες του πρώην πρωθυπουργού Νουρί αλ-Μαλίκι όπου μιλούσε ιδιαίτερα αρνητικά για τον Σαντρ.
Ο Σαντρ δεν άφησε χωρίς απάντηση το γεγονός ότι μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή των δικών του δυνάμεων. Αφού είδε ότι η κίνηση της παραίτησης των βουλευτών δεν οδήγησε στη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών, η έμφαση δόθηκε ξανά στη μαζική κινητοποίηση. Στα τέλη Ιούλη και στις αρχές Αυγούστου υπήρξαν νέες μεγάλες κινητοποιήσεις με αποκορύφωμα την εισβολή των οπαδών του Σαντρ στο κτίριο του Κοινοβουλίου, που ήταν άλλη μια έκφραση του βάθους της πολιτικής κρίσης και του βάθους της δυσαρέσκειας.
Οι διαμαρτυρίες και οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν, όπως και οι αντιπαραθέσεις. Όταν οι οπαδοί του Σαντρ εισέβαλαν στα κεντρικά κτίρια του δικαστικού σώματος, η απάντηση ήταν εντάλματα σύλληψης για στελέχη του κινήματός του, με κατηγορίες που αφορούσαν ακριβώς τις απειλές προς το δικαστικό σώμα. Οι οπαδοί του Σαντρ διαμαρτύρονταν επειδή το δικαστικό σώμα και το Ανώτατο Δικαστήριο αρνιούνταν να διατάξει τη διάλυση του Κοινοβουλίου και την προκήρυξη νέων εκλογών (καθώς οι δικαστές υποστήριξαν ότι δεν έχουν αυτή την αρμοδιότητα).
Η έκρηξη της βίας
Το αποτέλεσμα ήταν ακόμη μεγαλύτερες διαμαρτυρίες που οδήγησαν στις συγκρούσεις της Δευτέρας 29 Αυγούστου που ήρθαν μετά την ανακοίνωση του Σαντρ ότι παραιτείται από την ενεργό πολιτική, που οδήγησε σε μεγάλες συγκεντρώσεις στην «Πράσινη Ζώνη» της Βαγδάτης. Αυτή τη φορά στόχος των διαδηλωτών ήταν το βασικό κυβερνητικό μέγαρο, εκεί όπου γίνονται οι συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου, κάτι που ανάγκασε τον εκτελούντα χρέη πρωθυπουργού Μουσταφά αλ-Καντίμι να αναστείλει τις συνεδριάσεις του κυβερνητικού συμβουλίου μέχρις ότου τα πράγματα ηρεμήσουν.
Ωστόσο οι διαμαρτυρίες ήταν έντονες και το απόγευμα της 29ης Αυγούστου οι συγκρούσεις πήραν αιματηρή μορφή καθώς οι «Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης», το αρχηγείο των οποίων είναι μέσα στην «Πράσινη Ζώνη», άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών σε μια από τις πιο επικίνδυνες κλιμακώσεις της έντασης, καθώς σε απάντηση κινητοποιήθηκε και η Σαράγια αλ-Σαλάμ που είναι μια ένοπλη οργάνωση που συνδέεται με το κίνημα του Σαντρ.
Τελικά, ο ίδιος ο Σαντρ ανακοίνωσε ότι ξεκινά απεργία πείνας μέχρις ότου σταματήσει η βία από όλες τις πλευρές, ενώ ο Χάντι αλ-Αμίρι, ηγέτης μίας από τις τάσεις των Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης, παρενέβη για να υπάρξει αποκλιμάκωση και κατάπαυση του πυρός. Την Τρίτη 30 Αυγούστου, ο Σαντρ ζήτησε από τους οπαδούς του να εγκαταλείψουν την «Πράσινη Ζώνη», δηλώνοντας ότι «αυτό δεν είναι επανάσταση γιατί έχασε τον ειρηνικό της χαρακτήρα» και ότι «απαγορεύεται να χύνεται ιρακινό αίμα».
Το αδιέξοδο παραμένει
Παρότι οι παρεμβάσεις αυτές δείχνουν να κλείνουν την τρέχουσα έξαρση βίας, εντούτοις το πολιτικό πρόβλημα και το αδιέξοδο παραμένει. Ο Σαντρ μπορεί να μην κατάφερε να πετύχει στη στρατηγική του να εκβιάσει νέες εκλογές, όμως και οποιαδήποτε προσπάθεια να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς το κίνημά του προσκρούει σε μεγάλες κοινωνικές διαμαρτυρίες. Την ίδια στιγμή δεν είναι εύκολο να υπάρξει και κυβέρνηση χωρίς τα φιλοϊρανικά κόμματα, ακριβώς γιατί εκπροσωπούν όχι μόνο ένα τμήμα του σιιτικού πληθυσμού, αλλά ένα τμήμα του κρατικού μηχανισμού και δη των ενόπλων δυνάμεων. Παράλληλα τα κοινωνικά προβλήματα και η δυσαρέσκεια για αυτά παραμένουν στο προσκήνιο, υπάρχει πάντα τα ανοιχτό ζήτημα με τον τρόπο που η Τουρκία προχωρά και σε επιχειρήσεις και σε ιρακινό έδαφος, ενώ το πρόβλημα της διαφθοράς και τις «χρήσης» του κρατικού μηχανισμού για ίδιον κομματικό όφελος αφορά όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Οι εξελίξεις συνδέονται προφανώς και με συνολικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις καθώς διάφορες δυνάμεις θα ήθελαν να δουν ένα Ιράκ με μικρότερη ιρανική επιρροή. Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο κύκλος της πολιτικής κρίσης κάθε άλλο παρά θα κλείσει το επόμενο διάστημα.