Ο τραγικός επίλογος του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη γράφεται με τις κηδείες των θυμάτων σε Ελλάδα και Κύπρο, όμως οι συναισθηματικές και ψυχολογικές πληγές σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο παραμένουν ακόμα ανοικτές. Η απάντηση στο συλλογικό πένθος θα πρέπει να είναι δέσμευση για αξιοβίωτη ζωή, δήλωσε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης, αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος.
Ο κ. Ανδρουλιδάκης ερωτηθείς για το πώς μπορεί να γίνει διαχείριση αυτής της κατάστασης, είπε ότι σε ατομικό επίπεδο ένα πρώτο πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να περιορίσουμε την έκθεσή μας σε σχετικά βίντεο και επαναλαμβανόμενες ειδήσεις, που αφορούν το ίδιο το ατύχημα.
Πρόσθεσε ότι όλο αυτό δημιουργεί μια συνθήκη συλλογικού πένθους και η απάντηση έγκειται στο πώς μπορούμε να αναλάβουμε μιας μορφής έμπρακτης συγγνώμης απέναντι στα θύματα, «παρότι δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι, αλλά ας πούμε ότι παίρνει μια μορφή συνυπευθυνότητας, για τη συλλογική πραγματικότητα που όλοι μαζί διαμορφώνουμε».
Σημείωσε ότι η απάντηση πρέπει να είναι η δέσμευσή μας να δημιουργήσουμε μια αξιοβίωτη ζωή. «Αυτό μπορεί να είναι πραγματικά και επουλωτικό του τραύματος και διορθωτικό της προσωπικής μας εμπειρίας, δηλαδή η δέσμευση ότι τιμούμε αυτούς τους νεκρούς φτιάχνοντας μια καλύτερη χώρα», είπε.
Αναφερόμενος στη στάση που θα πρέπει να κρατήσουν οι πολίτες είπε ότι γενικώς υπάρχουν τρία βήματα. Το πρώτο, είπε, είναι να αποδεχτούμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή η χώρα. Σημείωσε ότι το δυστύχημα στα Τέμπη είναι η θρυαλλίδα ή ίσως το κερασάκι σε μια τρομερά επώδυνη και τραυματική τούρτα. Υπενθύμισε ότι είχε προηγηθεί το Μάτι, η Μάντρα, οι πυρκαγιές πιο παλιά, το Σάμινα και άλλα σοβαρότατα δυστυχήματα, με μεγάλες απώλειες.
Η αποδοχή ότι η κατάσταση που έχουμε βρεθεί δεν είναι ούτε θεμιτή, ούτε μας αξίζει, δήλωσε ότι είναι το πρώτο βήμα. Αυτό, συνέχισε, είναι πάρα πολύ κρίσιμο γιατί πολλές φορές εξαιτίας των ενοχοποιητικών μηχανισμών που αναπτύσσονται από το κυρίαρχο σύστημα πέφτουμε όλοι στη λούμπα να σκεφτόμαστε ότι «τέτοιοι που είμαστε, καλά να πάθουμε. Και εδώ ακριβώς χρειάζεται να πούμε, όχι, αυτή η κατάσταση δεν μας αξίζει».
Το δεύτερο βήμα, πρόσθεσε, είναι η αποδοχή μιας θέσης που λέει ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να αλλάξει και το τρίτο βήμα είναι ότι ο λαός μας έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αυτή την αλλαγή. «Αυτές μπορούμε να πούμε ότι είναι τρεις προϋποθέσεις, στο βαθμό που αυτές παραμένουνε ένα αταλάντευτο σταθερό μέτρο μέσα στη ψυχή μας, μπορούμε να βρούμε τις δυνατότητες για συλλογική δράση που θα μπορεί να αλλάξει τα πράγματα», είπε.
Ερωτηθείς για τα συναισθήματα θυμού και αγανάκτησης που νοιώθουν πολλοί πολίτες εξαιτίας του δυστυχήματος ο κ. Ανδρουλιδάκης ανέφερε ότι έχει γίνει ενεργοποίηση δύο συλλογικών τραυμάτων.
Όπως εξήγησε το ένα είναι το συλλογικό τραύμα της αδικίας, το οποίο παράγει τα συγκεκριμένα συναισθήματα και το δεύτερο είναι το συλλογικό τραύμα της προδοσίας, που νοιώθουμε προδομένοι, καθώς είναι τραυματισμένη η εμπιστοσύνη μας απέναντι στους θεσμούς, στους μηχανισμούς που έχουν την ευθύνη για την ασφάλειά μας και επίσης σε ό,τι αφορά το κομμάτι της αδικίας το γεγονός ότι πλήρωσαν το τίμημα αυτά τα παιδιά.
Επιπλέον, επισήμανε ότι η αποδοχή αυτών των συναισθημάτων μπορεί να είναι ένας πολύ σπουδαίος παράγοντας. «Δεν θέλουμε να αρνηθούμε αυτά τα συναισθήματα όποια και αν είναι αυτά, που συμπεριλαμβάνουν την θλίψη, τον θυμό, ακόμη και την οργή ίσως καμιά φορά. Χρειαζόμαστε αποδοχή αυτών των συναισθημάτων για να μπορέσουμε να πάμε παρακάτω για να ολοκληρωθεί η διαδικασία του πένθους», ανέφερε.
Σημείωσε ακόμη ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματά μας. Μπορούμε, συνέχισε, να ελέγξουμε την συμπεριφορά μας, άρα κάνουμε αποδοχή αυτών των συναισθημάτων μέσα από αυτή την ερμηνεία και στην συνέχεια κοιτάζουμε να δούμε πώς η συμπεριφορά μας θα τιμάει εθνικά και υπαρξιακά τον θάνατο αυτών των ανθρώπων.
Ερωτηθείς για το εάν η κοινωνία μπορεί κάπως να απαλύνει τον πόνο και το δράμα από την τραγωδία στα Τέμπη είπε ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα ακριβώς επειδή διαρκώς επαναλαμβάνεται και ενεργοποιείται αυτό που λέγεται «το τραύμα της αδικίας», όπως εκδηλώθηκε τουλάχιστον και με τα μνημόνια και όλα αυτά, εκεί παράγεται οργή που εκτονώνεται πολύ συχνά στο κοινωνικό πεδίο σαν ένας θυμός, όλοι εναντίον όλων.
Ανέφερε ότι «η στροφή του συλλογικού θυμού προς τους πραγματικά υπεύθυνους, που είναι για πολλά χρόνια η πολιτική ελίτ στην Ελλάδα, θα διευκολύνει στο να συγκροτηθεί ένα καινούργιο συλλογικό αίτημα για μια αξιοβίωτη ζωή στη χώρα».
Εξάλλου, σε ερώτηση εάν έχει δημιουργηθεί έλλειψη εμπιστοσύνης στις μεταφορές ο κ. Ανδρουλιδάκης εκτίμησε ότι για κάποιο χρονικό διάστημα προφανώς οι σιδηρόδρομοι στην Ελλάδα θα περάσουν μια φάση απαξίωσης, καθώς όλοι θεωρούσαμε ότι είναι το πιο ασφαλές μέσον.
«Τώρα υπάρχει μια διάψευση του πράγματος και θα χρειαστεί να γίνει πολύ μεγάλη δουλειά για να αποκατασταθεί στη συλλογική συνείδηση, η ασφάλεια του σιδηροδρόμου ως μέσον μεταφοράς», σημείωσε.
Ίσως, πρόσθεσε, το πιο σοβαρό είναι πόσο ασφαλής είναι η ζωή στην Ελλάδα. Το ότι τώρα εμφανίζεται το πρόβλημα στο σιδηροδρομικό δίκτυο είναι απλώς μια σύμπτωση της συλλογικής δυσλειτουργίας, του συλλογικού συστήματος που τώρα εμφανίστηκε στο συγκεκριμένο πεδίο.
«Μόλις φτάσεις, τηλεφώνησε»
——————-
Κληθείς να σχολιάσει ότι πολλές φορές οι γονείς ή φίλοι ζητούν από τα παιδιά τους να τους ενημερώνουν όταν φτάνουν στον προορισμό τους με την χιλιοειπωμένη φράση «Μόλις φτάσεις, τηλεφώνησε» και ερωτηθείς κατά πόσον αυτή η φράση θα στοιχειώνει τις σκέψεις πολλών ανθρώπων, καθώς θα φέρνουν στην μνήμη τους τα τραγικά συμβάντα, ο κ. Ανδρουλιδάκης ανέφερε ότι ειδικότερα για τους ανθρώπους οι οποίοι είναι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί ή βρέθηκαν κοντά στα θύματα «πραγματικά αυτή η φράση θα είναι ένα εσωτερικό φάντασμα που θα το κουβαλάνε για πάρα πολλά χρόνια όσο και αν σπρώχνεται ή απωθείται προς το υποσυνείδητο, θα είναι κάτι εκεί και θα χάσκει και θα ζητάει ουσιαστικά μια δικαίωση».
«Η καλύτερη απάντηση που έχουμε να κάνουμε αυτή τη στιγμή, η μεγαλύτερη τιμή που μπορούμε να προσφέρουμε στα θύματα δεν είναι αυτές οι ψευδεπίγραφες συγγνώμες, αλλά η αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας στην κοινωνία, η διόρθωση της ζωής έτσι που να είναι πραγματικά αξιοβίωτη, όπως μας αξίζει», επανέλαβε ο κ. Ανδρουλιδάκης.
Επιπλέον, σημείωσε ότι αυτή η έγνοια ή στρες θα αναζωπυρωθεί μέσα στο κοινωνικό πεδίο, πίσω από αυτή τη φράση. «Θα υπάρξει μια συλλογική αύξηση του άγχους μέσα στο κοινωνικό πεδίο που θα εκφράζεται με τέτοιες ή ανάλογες φράσεις και με διάφορους άλλους τρόπους. Νομίζω ότι οι γονείς ειδικότερα έχουμε να περάσουμε πολύ μεγαλύτερο άγχος σε σχέση με τα παιδιά όταν βγαίνουν έξω γιατί έχει διαταραχθεί αυτό το κοινό αίσθημα ασφάλειας», σημείωσε.
Στο καταληκτικό του σχόλιο ο κ. Ανδρουλιδάκης δήλωσε ότι «προσπαθούμε να κρατήσουμε μια σταθερή θέση που λέει ότι η κατάσταση στην οποία έχουμε βρεθεί δεν μας αξίζει, η κατάσταση αυτή μπορεί να αλλάξει και έχουμε τη δυνατότητα να προκαλέσουμε αυτή την αλλαγή». Πρέπει, είπε, να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση για να αποκαταστήσουμε το συλλογικό τραύμα που έχει δημιουργηθεί στο συλλογικό πεδίο, εδώ και πάρα πολλά χρόνια.