Στο πεζοδρόμιο μιας πολυσύχναστης περιοχής, στους δρόμους της βιάσης, μπροστά στα μάτια στεγασμένων στις έγνοιες τους, μετά τη δουλειά, το εστιατόριο ή τον καφέ.
Τον είδαν, τον προσπέρασαν. Για τους περαστικούς ήταν ένας από τους ανθρώπους του δρόμου, που δεν τους κοιτά κανείς στα μάτια ή τους κοιτά περίεργα, θέλοντας να διώξει τη σκοτεινή όψη του καθρέφτη.
Αν εξαιρέσουμε όσους νιώθουν ξένοι προς τη μοίρα των άλλων και όποιον υπάρχει μόνο εν εαυτώ και δι’ εαυτόν, τι είναι αυτό που επηρεάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο ή τον τρόπο που τον αγνοούμε; Σύμφωνα με μια αμερικανική έρευνα, όσοι είχαν αυτοπροσδιοριστεί ως εύποροι δεν βλέπουν τους γύρω τους και δη τους επαίτες, τους άστεγους, τους αβοήθητους.
Δεν είναι, όμως, μόνο η οικονομική διαφοροποίηση που δημιουργεί διαφοροποίηση και στο βλέμμα. Η αμβλυωπία έχει κι άλλη αιτία. Συνηθίζει το βλέμμα, η επανάληψη της σκηνής εξοικειώνει, η συνειδητοποίηση της αδυναμίας στοιχειώνει.
Ο κ. R.R. δεν ήταν άστεγος. Ήταν διάσημος. Ο φωτογράφος των αστέρων του φλαμένκο. Πέθανε από υποθερμία. Πέθανε από αδιαφορία. Ο μόνος που ενδιαφέρθηκε όταν είδε τον 84χρονο στο έδαφος και κάλεσε σε βοήθεια ήταν ένας άστεγος, ένας άνθρωπος που δεν στάθηκε τυχερός, που γνώρισε το γκρέμισμα της κανονικότητας που όριζε τον βίο του. Θα μπορούσε να καλυφθεί πίσω από τα ελαφρυντικά που του δίνει η εξαθλίωσή του. Θα μπορούσε να βρει χίλιες δικαιολογίες. Πάντα και παντού υπάρχουν καλές. Θα μπορούσε πίσω από μία να κρυφτεί.
Αντ’ αυτού, κρύφτηκε από τους οικείους του R.R. που τον αναζητούσαν μέρες. Υποθέτω, για να τον ευχαριστήσουν. Ήθελε να μείνει χωρίς όνομα. Ένας ίσκιος.
Σκιές και μία ερώτηση-βάσανο: Δεν θα προσπερνούσες ποτέ έναν άνθρωπο καταγής; Είσαι σίγουρος ότι θα αντιδρούσες όπως ο άστεγος στην παραπάνω σκηνή; Γλιστρά από τα δάχτυλα η άμμος των διαψευσμένων βεβαιοτήτων.