Ο Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, κατάφερε μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές επιστροφές των τελευταίων δεκαετιών. Εκεί που φαινόταν ότι η καριέρα του είχε τελειώσει, άλλωστε είχε παραδώσει ο ίδιος τη σκυτάλη στη διάδοχό του Ντίλμα Ρούσεφ, και παρότι πέρασε δύο χρόνια στη φυλακή, κατάφερε να επιστρέψει και να είναι ξανά ο ηγέτης της Βραζιλίας, με ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας να βλέπει με ικανοποίηση την αποχώρηση στο τέλος της χρονιάς του Ζαΐρ Μπολσονάρο.
Μπορεί να μην είναι πια – όπως δεν ήταν ούτε κατά τη διάρκεια των αρκετών ετών που ήταν πρόεδρος – ο ριζοσπάστης συνδικαλιστής που φάνταζε να απειλεί το κατεστημένο, όμως, δεν παύει μέσα σε μια πολωμένη κοινωνία να ήταν ο υποψήφιος που προτίμησαν τα πιο φτωχά στρώματα της χώρας, αυτά που δεν ξέχασαν τη βελτίωση των συνθηκών ζωής που είδαν όταν ήρθε στην εξουσία.
Η πρωτοφανής πόλωση
Η βαθιά κοινωνική και πολιτική σύγκρουση και διαίρεση της χώρας αποτυπώθηκε και στα εκλογικά αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζαΐρ Μπολσονάρο κατάφερε να πάρει ένα εντυπωσιακό ποσοστό στις εκλογές. Αυτό αντανακλούσε την υποστήριξη που είχε από μεγάλο μέρος των αστικών στρωμάτων, σημαντικά τμήμα των μεσαίων τάξεων στις πιο εύπορες περιοχές της χώρας, το στρατό, ισχυρά τμήμα του κρατικού μηχανισμού, τα τμήματα που σχετίζονται με το πολύ ισχυρό αγροβιομηχανικό σύμπλεγμα της χώρας, τις ευαγγελικές εκκλησίες, εάν ευρύ φάσμα δυνάμεων που είχε δει ιδιαίτερα εχθρικά το ενδεχόμενο να επιστρέψει το Λούλα και το PT.
Άλλωστε, αυτό ήταν ένα «παράδοξο» της βραζιλιάνικης πολιτικής σκηνής εδώ και χρόνια. Μπορεί ο Λούλα να έβαλε σταδιακά πολύ «νερό στο κρασί του» και ο αρχικός ριζοσπαστισμός της δεκαετίας του 2000 να υποχώρησε, δίνοντάς τη θέση του σε μια εντυπωσιακή υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της Βραζιλίας, σε μεγάλο βαθμό με εκμετάλλευση των δυνατοτήτων να έχει σημαντικές εξαγωγές πρώτων υλών και προϊόντων, όμως για μεγάλα τμήμα του κατεστημένου της χώρας ποτέ δεν έγινε πλήρως αποδεκτός.
Αυτό, άλλωστε, εξηγεί και τη θεσμική βιαιότητα της προσπάθειας να τερματιστεί η διακυβέρνηση του PT. Αρκεί να θυμηθούμε ότι χρειάστηκε να καθαιρεθεί η Ντίλμα Ρούσεφ, να υπάρξει μια διετής διακυβέρνηση της χώρας από έναν μη αιρετό πρόεδρο (που δεν μπόρεσε ποτέ να αποκτήσει νομιμοποίηση), να καταδικαστεί ο Λούλα ώστε να μην μπορεί να συμμετέχει στις εκλογές του 2018, ώστε να μπορεί ο Μπολσονάρο να κερδίσει τις εκλογές του 2018. Και όλα με εμφανείς ενδείξεις ότι η σε βάρος του Λούλα δίωξη, καταδίκη και φυλάκιση ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα ουσιαστικά μιας δικαστικής συνωμοσίας σε μια προσπάθεια να αξιοποιηθεί το δικαστικό σύστημα για να επηρεαστεί το αποτέλεσμα των εκλογών. Γι’ αυτόν τον λόγο και πολλοί στη Βραζιλία εξακολουθούν να μιλάνε για ένα ιδιότυπο διαρκές πραξικόπημα.
Η εντυπωσιακή αντοχή του Μπολσονάρο
Ο Ζαΐρ Μπολσονάρο κατάφερε να τα πάει καλύτερα στις εκλογές από τις αρχικές εκτιμήσεις και από την εικόνα που μπορεί να είχε σχηματιστεί στο εξωτερικό για τον τρόπο διακυβέρνησής του, ιδιαίτερα στην περίοδο της πανδημίας.
Αυτό που συχνά υποτιμούσαν οι εκτιμήσεις αυτές ήταν αφενός ο τρόπος που στηριζόταν σε πολύ ισχυρά κοινωνικά στρώματα και πολιτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς, ένα ευρύτερο μπλοκ δυνάμεων που συσπειρώθηκε γύρω του, αφετέρου την απήχηση που είχε το ιδιότυπο μίγμα νεοφιλελευθερισμού, νεοσυντηρητισμού και αυταρχισμού που εκπροσωπούσε.
Γιατί στη Βραζιλία τα τελευταία χρόνια ένα τμήμα των λαϊκών και των μεσαίων τάξεων στράφηκε σε τέτοιες κατευθύνσεις μέσα σε ένα είδος λογικής «επιβιωτισμού», αυτό που έχει περιγραφεί ως «νεοφιλελευθερισμός» από τα κάτω, που συναντιόταν με τον συντηρητισμό ή/και τη θρηκοληψία και βεβαίως την αυταρχική λογική που εξακολουθεί να έχει μεγάλη απήχηση σε μια χώρα με μεγάλες ανισότητες, πολύ βία, υψηλή εγκληματικότητα.
Όλα αυτά μαζί με την κρίση του PT και τα υπαρκτά προβλήματα διαφθοράς που υπήρξαν διευκόλυναν τη μετακίνηση ψηφοφόρων το 2018, μαζί φυσικά με την προσωρινή πολιτική εξουδετέρωση του Λούλα, ανοίγοντας το δρόμο για τις εκλογές του 2018.
Οι προκλήσεις για τον Λούλα
Ο Λούλα είναι ο μεγάλος νικητής, αλλά τα δύσκολα τώρα αρχίζουν. Καταρχάς έχει να αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερα διαιρεμένη χώρα και σημαντικές αντιστάσεις στην πολιτική του, τόσο σε επίπεδο νομοθετικών σωμάτων όσο και σε επίπεδο τοπικών κυβερνήσεων, καθώς σε αυτά τα επίπεδα η δεξιά τα πήγε μάλλον καλά στις εκλογές.
Οι βασικές εξαγγελίες του αφορούν την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος της φτώχειας μέσα από την παροχή βοήθειας σε έναν μεγάλο αριθμό νοικοκυριών, επαναλαμβάνοντας την πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει όταν πρωτανέβηκε στην εξουσία και το οποίο είχε συμβάλει στη δημοφιλία του.
Βεβαίως για όλα τα μεγάλα αναδιανεμητικά προγράμματα θα έχει να αντιμετωπίσει ένα πιο δύσβατο νομοθετικό περιβάλλον και αντιστάσεις στην προσπάθειά του να προχωρήσει σε αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Μεσοπρόθεσμα η μεγάλη πρόκληση θα είναι ακριβώς να πείσει ότι μπορεί να έχει ένα αναπτυξιακό σχέδιο που να μην στηρίζεται απλώς στην εξορυκτική βιομηχανία και τον αγροβιομηχανικό τομέα και άρα να είναι όντως πολύ πιο «πράσινο» και βιώσιμο, όπως και να καταφέρει να αντιμετωπίσει τις πολύ μεγάλες ανισότητες που υπάρχουν. Και βεβαίως θα πρέπει να πείσει ότι αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει ανάλογη διαφθορά.
Σε διεθνές έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η Βραζιλία έχει ξανά τον πρόεδρο που μπορεί να έχει καλές σχέσεις με άλλους αριστερόστροφους ηγέτες στη Λατινική Αμερική αλλά και που πρωτοστάτησε στο να γίνουν η ομάδα χωρών BRICS ένα κέντρο πολιτικών πρωτοβουλιών. Με τη Βραζιλία να είναι ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος δεν είναι τυχαίο ότι κινεζικά ΜΜΕ υπογράμμισαν ότι ανοίγει δρόμος για αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων Βραζιλίας και Κίνας.