Bαρυσήμαντη ομιλία για τη διαφθορά έκανε την περασμένη Δευτέρα σε υπερκομματική εκδήλωση του Κινήματος Οικολόγων ο κ. Κώστας Κληρίδης
Το πλήρες κείμενο της εξαιρετικά σημαντικής ομιλίας του Κώστα Κληρίδης στην οποία περιέγραψε με αυστηρό τρόπο το πρόβλημα στην Κύπρο είναι το ακόλουθο:
«Θέλω κατ’ αρχάς να συγχαρώ το Κίνημα για την πρωτοβουλία διοργάνωσης της αποψινής εκδήλωσης που γίνεται με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Διαφθοράς, κατά την οποία θα τιμηθεί ένας κατά κοινή ομολογία άξιος μαχητής κατά της μάστιγας αυτής η οποία ταλανίζει διαχρονικά τη χώρα μας.
Όπως συνάγεται από πρόσφατες δημοσκοπήσεις, εκείνο το οποίο ο μέσος πολίτης θεωρεί ως ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα στη χώρα μας είναι η διαφθορά και η διαπλοκή.
Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας μεταξύ των ετών 2013 – 2020, είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ και να αφιερώσω πολύ χρόνο και φαιά ουσία για το σοβαρό τούτο θέμα και να γνωρίσω εκ του σύνεγγυς, τη φύση την έκταση και το πραγματικό πρόσωπο της διαφθοράς και της διαπλοκής στον τόπο μας. Κάποιες σχετικές διαπιστώσεις, που εκπηγάζουν από το αρκετά πρόσφατο πέρασμα μου από τη Νομική Υπηρεσία, είναι και οι ακόλουθες:
Διαπίστωση πρώτη
Τo πρόβλημα της διαφθοράς είναι διαχρονικό και δεν είναι ασφαλώς κυπριακό εφεύρημα, αλλά πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο.
Διαπίστωση δεύτερη
Οι διαστάσεις, η φύση, τα αίτια και τα μέσα διάπραξης πράξεων διαφθοράς, ποικίλλουν από κράτος σε κράτος και από εποχή σε εποχή.
Διαπίστωση τρίτη
Η διαφθορά και η διαπλοκή δεν πρόκειται ποτέ να εκλείψουν. Προσφέρεται μόνο η δυνατότητα να απαμβλυνθεί σε κάποιο ικανοποιητικό βαθμό αυτό το φαινόμενο, αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες. Ενόσω υφίσταται η ανθρώπινη απληστία και η έφεση προς εύκολο κέρδος, η διαφθορά δύσκολα μπορεί να χαλιναγωγηθεί. Και κυρίως, ενόσω σε υπεύθυνες θέσεις όπου προσφέρεται η δυνατότητα διαχείρισης δημοσίου χρήματος, ή η δυνατότητα λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν με τον ένα ή άλλο τρόπο οικονομικά συμφέροντα, διορίζονται, ή ακόμα και εκλέγονται πρόσωπα με αλλότρια και όχι με αξιοκρατικά κριτήρια, ή πρόσωπα που δεν πληρούν τα εχέγγυα της ακεραιότητας και εντιμότητας, οι προοπτικές δεν μπορούν να είναι ευοίωνες.
Διαπίστωση τέταρτη
Η διαφθορά και η διαπλοκή μέσω των ετών, ακολουθώντας την ακάθεκτη πορεία τους, υφίστανται μεταλλάξεις. Μεταλλάξεις τόσο στον τρόπο και στους τομείς εκδήλωσης τους, όσο και στις μεθόδους διάπραξης τους. Σε περιόδους στις οποίες δόθηκε το αυστηρό μήνυμα του διεισδυτικού ελέγχου και της αποφασιστικότητας των διωκτικών αρχών, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων με ποικίλες προφυλάξεις και αξιοποιώντας διεθνείς μεθόδους διάπραξης και κυρίως με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που οι ελεγκτικές και οι διωκτικές αρχές θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να βρίσκονται ένα τουλάχιστο βήμα μπροστά από τους εγκληματίες λευκού κολάρου και ουδέποτε να είναι ένα ή περισσότερα βήματα πίσω από αυτούς. Το επιχείρημα των ανακριτικών αρχών ότι πρόκειται για πολύπλοκες και δύσκολες στην εξιχνίαση υποθέσεις, δεν πρέπει να έχει ποτέ πλέον θέση στην προσπάθεια για πάταξη αυτών των εγκλημάτων.
Διαπίστωση πέμπτη
Στην Κύπρο, οι διαστάσεις του προβλήματος, είναι όντως ανησυχητικές. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι σχεδόν σε κάθε τομέα δραστηριότητας, είτε σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης και οργανισμών δημοσίου δικαίου, είτε σε επίπεδο δημοτικών και κοινοτικών αρχών, γενικά οπουδήποτε σχεδόν εμπλέκεται δημόσιο χρήμα, φωλιάζει η διαφθορά και η διαπλοκή.
Διαπίστωση έκτη
Οι πολέμιοι της διαφθοράς και της διαπλοκής και όσοι τυχόν αντιστέκονται στους φορείς τους, δυστυχώς είτε δεν τυγχάνουν της αναγκαίας στήριξης, είτε γίνονται οι ίδιοι στόχοι επιθέσεων, είτε και τα δύο μαζί. Υπάρχουν πράγματι διαχρονικά, πρόσωπα που ως εκ της θέσης που κατέχουν και των εξουσιών που τους αποδίδονται, έχουν και τη δυνατότητα και την αποφασιστικότητα να πολεμήσουν τη διαφθορά. Και προβαίνουν προς τούτο σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες. Ποιάς στήριξης τυγχάνουν αυτοί; Πέραν από κάποιες θετικής φύσεως σποραδικές αναφορές από κάποιους δημοσιογράφους που δεν ανήκουν σε κυκλώματα, και πέραν από κάποια υποστηρικτικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καμμιά ουσιαστική, δυναμική στήριξη δεν τους παρέχεται. Βρίσκονται δε τελικά έκθετοι και αντιμέτωποι με μια οργανωμένη και ενορχηστρωμένη προσπάθεια υπόσκαψης του έργου και αποδόμησης της προσωπικότητας τους, από όλους εκείνους των οποίων τα συμφέροντα επηρεάζονται δυσμενώς από τις ενέργειες τους.
Διαπίστωση έβδομη
Σοβαρότατοι παράγοντες οι οποίοι εκτρέφουν, υποθάλπουν και διαιωνίζουν τη διαφθορά και τη διαπλοκή, είναι η απάθεια, η ανοχή και η αδιαφορία των πολιτών και των οργανωμένων τους συνόλων.
Δεν μπορεί να κοπτώμεθα όλοι εναντίον της διαφθοράς, να συμμετέχουμε στις δημοσκοπήσεις, να βλέπουμε και να διαπιστώνουμε τί γίνεται γύρω μας, πού εκδηλώνεται και από ποιους και να σφυρίζουμε αδιάφορα, ή έστω απλά να σχολιάζουμε και να εγκωμιάζουμε τους πολέμιους της. Δεν μπορεί να αναμένουμε τα πάντα να τα αναλαμβάνουν άλλοι, μήπως και έχουμε εμείς κάποιο κόστος. Δεν μπορεί να πιστεύουμε ότι εμείς δεν έχουμε τη δύναμη και ότι τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Είναι βέβαια γεγονός ότι κάποιοι άλλοι έχουν τις εξουσίες και τη δυνατότητα να λαμβάνουν μέτρα. Χωρίς όμως την ουσιαστική και έμπρακτη στήριξη των πολιτών, χωρίς την έντονη δράση και κυρίως την αντίδραση τους, τίποτε το σημαντικό δεν μπορεί να επιτευχθεί. Την πραγματική δύναμη την έχει ο κόσμος. Θα πρέπει κάποτε να ορθώσει ανάστημα και να αξιοποιήσει αυτή του τη δύναμη.
Διαπίστωση όγδοη
Κατά τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο, ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός δημόσιων προσώπων, έχουν οδηγηθεί στα Δικαστήρια αντιμέτωποι με ποινικές κατηγορίες που σχετίζονται με διαφθορά και πλείστοι από αυτούς καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και δήμαρχοι πόλεων, δημοτικοί σύμβουλοι, βουλευτές, πρόεδροι και μέλη διοικητικών συμβουλίων οργανισμών δημοσίου δικαίου, ακαδημαϊκοί τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κυβερνητικοί ιατροί και διευθυντικά στελέχη νοσοκομείων, τραπεζών, κοινοτάρχες και πολλά άλλα δημόσια πρόσωπα.
Σύμφωνα με όσα επιβεβαιώνονται και στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το 2020, συνολικά 120 υποθέσεις διαφθοράς διερευνήθηκαν ή τελούσαν υπό διερεύνηση κατά το διάστημα 2013-2018, εκ των οποίων οι 98 είχαν ολοκληρωθεί και οι 22 εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό διερεύνηση. 47 υποθέσεις εκκρεμούσαν προς εκδίκαση ή εκδικάζονταν. Καταδικάστηκαν για διαφθορά 37 άτομα σε 26 υποθέσεις, εκ των οποίων οι 12 αφορούσαν καταδικαστικές αποφάσεις για διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια, συμπεριλαμβανομένων και μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων και πρώην υπουργών.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι και καλύτερη διερεύνηση φαίνεται να έγινε τα τελευταία χρόνια και αποφασιστικότητα για δίωξη και τιμωρία έχει επιδειχθεί και ποινές φυλάκισης και διατάγματα δήμευσης περιουσίας έχουν επιβληθεί σε σχέση με όσα αδικήματα διαφθοράς εξιχνιάστηκαν και στοιχειοθετήθηκαν. Δόθηκε έτσι, ένα ηχηρό μήνυμα προς επίδοξους εγκληματίες.
Παρά ταύτα, η διαφθορά και κυρίως η διαπλοκή, συνέχισαν και συνεχίζουν ακάθεκτες το έργο τους, ενόσω παρέχονται οι ευκαιρίες. Κλασσικές είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες δημόσιοι λειτουργοί, κρατικοί αξιωματούχοι, μέλη του κοινοβουλίου, ακόμα και δικαστικοί λειτουργοί, ενεργούν υπό συνθήκες έντονης σύγκρουσης συμφέροντος. Κατ΄ακρίβεια, πρωταρχικής σημασίας όροι και έννοιες που εφαρμόζονται σε κάθε κράτος δικαίου, όπως είναι η «σύγκρουση συμφέροντος», και η «αντικειμενική αμεροληψία», εδώ και πολύ καιρό παρουσιάζονται να έχουν χάσει τη σημασία τους στη χώρα μας. Παρά το ότι δηλαδή καθημερινά σχεδόν γινόμαστε μάρτυρες αποκάλυψης τέτοιων καταστάσεων πραγμάτων, και παρά την κατακραυγή εναντίον όσων εμπλέκονται σ΄αυτές, εν τούτοις τα δημόσια πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται, δεν υφίστανται καμμιά επίπτωση ούτε και ασφαλώς έχουν τα ίδια την ευθιξία να αναλάβουν τις ευθύνες των πράξεων τους. Μιλώντας δε για πραγματική ανάληψη ευθυνών, αυτή η έννοια βρίσκεται σε πλήρη αχρησία στη χώρα μας. Ανάληψη ευθύνης για μιά σοβαρά επιλήψιμη συμπεριφορά ενός δημόσιου προσώπου δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από παραίτηση από τη θέση που κατέχει. Στην Κύπρο όμως, ακόμα και στη σπάνια περίπτωση που δηλώνει ένα δημόσιο πρόσωπο ότι αναλαμβάνει μια ευθύνη είτε για δική του επιλήψιμη πράξη, είτε για πράξη υπαγομένων σ΄αυτό προσώπων, τίποτε περισσότερο δεν εννοεί ή πράττει παρά μόνο ότι παραδέχεται την ύπαρξη ευθύνης, αλλά μέχρι εκεί.
Διαπίστωση ένατη (και τελευταία)
Εκείνο το οποίο πιστεύω ότι πραγματικά συνέτεινε τα μέγιστα στην αύξηση των υποθέσεων διαφθοράς που οδηγήθηκαν στα δικαστήρια στο πρόσφατο παρελθόν και είχαμε καταδίκες, είναι οι καλύτεροι και πιο αποτελεσματικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί των δημοσίων εσόδων και δαπανών. Παρ’ όλον ότι οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες των κρατών δεν είναι άμεσα επιφορτισμένες με το έργο της διερεύνησης και εξιχνίασης αδικημάτων διαφθοράς, το γεγονός παραμένει ότι ο κύριος σκοπός τους είναι ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών και εσόδων και εξυπηρετώντας αυτό το σκοπό, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία συναντούν οποιαδήποτε μεμπτή οικονομική συναλλαγή εκ μέρους κρατικού λειτουργού, συνεργάζονται με τις αρμόδιες διωκτικές αρχές για περαιτέρω δράση. Εξυπακούεται επομένως ότι οι ελεγκτικές Αρχές πρέπει να απολαμβάνουν της απαραίτητης και της μέγιστης ανεξαρτησίας έτσι ώστε να αισθάνονται, να είναι και να φαίνονται ότι είναι, πραγματικά αμερόληπτες, δίκαιες και αποφασιστικές, μακριά από οποιεσδήποτε εξωτερικές παρεμβάσεις, φόβους ή ανησυχίες. Για την ευόδωση του κύριου σκοπού στον οποίο στοχεύει η κάθε Ελεγκτική Υπηρεσία, εννοείται ασφαλώς ότι θα πρέπει να τυγχάνει της πλήρους συνεργασίας και διαρκούς επικοινωνίας και συνεννόησης και με τις τρείς εξουσίες αλλά και με τους άλλους πολιτειακούς θεσμούς, ιδιαίτερα με εκείνους που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του Νόμου και των αρχών του Κράτους Δικαίου, έτσι ώστε να διευκολύνεται και όχι να παρεμποδίζεται το έργο της.
Είναι ακριβώς αυτές τις αρχές που υπηρέτησε με ζήλο και πάθος κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, με προεξάρχουσα την αναγκαιότητα πλήρους σεβασμού και εφαρμογής στην πράξη της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας και την νομική υποχρέωση όλων των ελεγχόμενων οντοτήτων να παρέχουν πλήρη στοιχεία προς έλεγχο. Με τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη είναι γνωστό ότι είχαμε μια στενή και ιδιαίτερα παραγωγική συνεργασία η οποία πιστεύω ότι απέφερε τα προαναφερθέντα θετικά αποτελέσματα. Υπηρέτησε τη θέση την οποία κατείχε με πάθος και επιμονή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αναφορικά με τις πιο σημαντικές υποθέσεις που διερευνώντο μέχρι και τις τελευταίες σε σημασία. Ήταν δε αυτό που πολύ συχνά τον έφερνε αντιμέτωπο με άλλα όργανα και θεσμούς στη Δημοκρατία. Εισήγαγε για πρώτη φορά στην Κύπρο, μεταξύ άλλων και την πρακτική της έκδοσης ειδικών εκθέσεων και τον θεσμό της Διευθυντικής Ομάδας προσθέτοντας τα μέγιστα στην αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εκδηλώθηκαν και διαφωνίες ως προς τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του, τα αποτελέσματα του θεαματικού περάσματος του από την Ελεγκτική Υπηρεσία είναι απτά, εντυπωσιακά και αδιαμφισβήτητα. Ο δε ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος αγώνας τον οποίο διεξήγαγε κατά της διαφθοράς είναι χωρίς προηγούμενο. Οποιαδήποτε έκπτωση ή υπαναχώρηση από τις αρχές τις οποίες προώθησε με τόση προσήλωση ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, θα αποτελέσει ένα σοβαρό πισωγύρισμα στον αγώνα κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Τελειώνοντας, θα ήταν παράλειψη μου αν δεν εγκωμίαζα τον ιδιαίτερα θετικό και θαρραλέο ρόλο τον οποίο διαδραματίζει το Κίνημα Οικολόγων Συνεργασία Πολιτών στην προσπάθεια για την καταπολέμηση της διαφθοράς, ως μια φωτεινή εξαίρεση στη γενικότερη αδιαφορία και έλλειψη οργανωμένης δράσης από κοινωνικά σύνολα».