Γράφει η Μερσίνα Ισιδώρου*
Ο διάλογος που έχει αναπτυχθεί τόσο εντός, όσο και εκτός Βουλής για τις αλλαγές στο καθεστώς του ΦΠΑ στην πρώτη κατοικία, είναι ενδεικτικός της σοβαρότητας του θέματος. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν κατανοήσει πως η ψήφιση του νέου νομοσχεδίου θα έχει οικονομικές, αλλά και κοινωνικές επιπτώσεις. Αυτό αποδεικνύεται από την προσπάθεια της νέας κυβέρνησης να παρέμβει διορθωτικά σε πτυχές του νομοσχεδίου, προτού αυτό τεθεί εκ νέου προς συζήτηση. Αλλαγές που αν και βρισκόμενες στη σωστή κατεύθυνση, δεν αποτυπώνουν τα πραγματικά δεδομένα της αγοράς.
Απαραίτητο ένα απλό και αναλογικό σύστημα
Παρά τις προσπάθειες που έγιναν, η υφιστάμενη πρόταση εξακολουθεί να είναι πολύπλοκη, βάζοντας μη ρεαλιστικούς περιορισμούς και αποκλείοντας μέρος των υποψήφιων αγοραστών. Βασικότερη αδυναμία της αποτελεί η μη εφαρμογή του συστήματος της αναλογικότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι αγοραστές κατοικίας που η αξία της ξεπερνά έστω και κατά €1 το όριο που θα τεθεί, να καλούνται να πληρώσουν επιπλέον χιλιάδες ευρώ ως ΦΠΑ.
Η λύση σε αυτή τη στρέβλωση, μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από την εφαρμογή ενός αναλογικού συστήματος, αντίστοιχου με εκείνο που εφαρμόζεται στο φόρο εισοδήματος. Ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ να επιβάλλεται δηλαδή, σε ένα συγκεκριμένο όριο αξίας, ενώ για το υπόλοιπο τίμημα να εφαρμόζεται ο κανονικός συντελεστής, χωρίς άλλους περιορισμούς. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου μπορεί να διασφαλίσει ότι το σύνολο των Κυπρίων θα έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει την πρώτη του στέγη, χωρίς αποκλεισμούς.
Με τον τρόπο αυτό παράλληλα θα αποφευχθεί και σειρά άλλων αρνητικών συνεπειών. Το μείζον ζήτημα του urban sprawl έχει ήδη επισημανθεί ως κάτι που αναμένεται να διογκωθεί, σε περίπτωση που η ρύθμιση για το καθεστώς του ΦΠΑ απέχει από τα πραγματικά δεδομένα της αγοράς. Σε αυτό το ενδεχόμενο, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, θα υποχρεώνονται να στραφούν εκτός των ορίων των πόλεων, ελπίζοντας στην εξεύρεση οικονομικότερης κατοικίας εκεί, προκειμένου να βρίσκονται εντός των σημερινών ορίων αξίας και να επωφεληθούν από τον μειωμένο ΦΠΑ. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνεπάγεται μόνο υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και της ζωής των ίδιων των ανθρώπων, λόγω της εξάρτησης από τα ιδιωτικά οχήματα και την όξυνση του κυκλοφοριακού. Συνεπάγεται παράλληλα και πολύ μεγάλο κόστος για το κράτος, το οποίο θα πρέπει να δημιουργήσει υποδομές σε περιοχές που μέχρι πρότινος ήταν ημιαστικές ή αγροτικές.
Από την εξίσωση ασφαλώς δεν μπορεί να λείπει ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα, που επηρεάζεται άμεσα από το καθεστώς του ΦΠΑ της πρώτης κατοικίας, εκείνο των υψηλών ενοικίων. Η ψήφιση ενός νόμου που επί της ουσίας θα εμποδίζει μεγάλο μέρος των Κυπρίων από το να αποκτήσουν την πρώτη τους στέγη, θα αυξήσει και άλλο την ήδη μεγάλη ζήτηση για ενοικίαση. Όπως όμως γνωρίζουμε καλά, η αυξημένη ζήτηση και η μειωμένη προσφορά, θα οδηγήσουν χωρίς αμφιβολία σε περαιτέρω αύξηση των τιμών των ενοικίων. Αντέχει άραγε η κυπριακή κοινωνία ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές των ενοικίων;
Οι πτυχές του ζητήματος είναι τόσες που δύσκολα μπορούν να περιληφθούν σε ένα μόνο άρθρο. Η συμπερίληψη για παράδειγμα πρόνοιας για χρήση της κατοικίας ως κύριας για περίοδο δεκαετίας από τον αρχικό αγοραστή, δεν έχει καμία σχέση με το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, όπου ένας εργαζόμενος μπορεί να κληθεί να μετακινηθεί σε άλλη πόλη περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
Ως Παγκύπριος Σύνδεσμος Επιχειρηματιών Ανάπτυξης Γης και Οικοδομών έχουμε εξ’ αρχής αναφερθεί στην ανάγκη εφαρμογής ενός απλού και δίκαιου συστήματος ΦΠΑ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί χωρίς διαχωρισμούς μεταξύ του είδους της στέγης σε διαμερίσματα ή κατοικίες, ή επίπλαστα όρια αξίας που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Στόχος του νέου καθεστώτος ΦΠΑ θα πρέπει να είναι η ισότιμη πρόσβαση στο αγαθό της στέγασης για το σύνολο των Κυπρίων.
*Γενική Διευθύντρια
Παγκύπριου Συνδέσμου Επιχειρηματιών Ανάπτυξης Γης & Οικοδομών